«Η αθέατη προσωπική ζωή των πρωταγωνιστών της Ιστορίας παίζει έναν τεράστιο ρόλο στις αποφάσεις, στις κινήσεις τους», γράφει στον πρόλογο του βιβλίου της «Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας» η Λένα Διβάνη. «Ανθρωποι είναι κι αυτοί σαν κι εμάς. Πώς θα κατανοήσουμε τις αποφάσεις ενός δημόσιου προσώπου, χωρίς να γνωρίζουμε, έστω και στοιχειωδώς, τα κίνητρά του, τα τραύματά του, τις ανομολόγητες ανάγκες του; Πώς να καταλάβεις τη στάση του Μεταξά αν δεν διαβάσεις το ημερολόγιό του, όπου συνεχώς θρηνεί ότι είναι κοντός; Πώς να ερμηνεύσεις τη στάση του Ανδρέα Παπανδρέου απέναντι στην Ενωση Κέντρου αν δεν ξέρεις την άβυσσο που τον χώριζε από τον πατέρα του; Η “μικρή” ιστορία τους, η προσωπική, έχει αναμφισβήτητα επηρεάσει τη μεγάλη, αυτή με το Ι κεφαλαίο, αυτή που υφιστάμεθα όλοι εμείς».
Ετσι, η συγγραφέας και ιστορικός παντρεύει ιδανικά τις δύο ιδιότητές της ανατρέχοντας σε μοιραία ζευγάρια και τρελά πάθη που σφράγισαν τις ζωές ηγετικών φυσιογνωμιών της χώρας.
Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Πατάκη. Σήμερα η «Κ» προδημοσιεύει χαρακτηριστικό απόσπασμα αντλημένο από το κεφάλαιο που αφιερώνεται στον έρωτα ανάμεσα στην Κυβέλη και στον Γεώργιο Παπανδρέου.
«+Ολα ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1920, μέσα Ιουνίου, την εποχή που ο ελληνικός στρατός επιχειρεί στη Μικρά Ασία με επιτυχία. Ο Γιώργης είναι νέος, μα πολλά υποσχόμενος πολιτικός και ζει στη Χίο με το καινούργιο του μωρό και την ήρεμη, τρυφερή γυναίκα του. Είναι γενικός διοικητής του νησιού. Η Κυβέλη, παντρεμένη επίσης με τον μάνατζερ του θιάσου της Κώστα Θεοδωρίδη, βρίσκεται εκεί σε μία από τις περιοδείες που κάνει κάθε τόσο. Η Χίος όμως δεν θα είναι ένας ακόμα σταθμός στο τουρ της – θα είναι ο μέγας σταθμός στη ζωή της, απλώς δεν το ξέρει ακόμα. Φτάνει εκεί με τον σύζυγό της και το ασκέρι των ηθοποιών με ένα ατμόπλοιο της γραμμής Σμύρνη-Χίος. Σκοπεύει να παραμείνει στο νησί για τρεις μέρες και να δώσει τρεις παραστάσεις. Ο γενικός διοικητής, που το πληροφορείται, δεν διανοείται να λείπει από τη λαμπερή πρεμιέρα φυσικά. Ντύνεται και στολίζεται για την έξοδο, ανυπομονώντας να γνωρίσει το ιερό και ωραιότατο τέρας του θεάτρου για το οποίο έχει ακούσει τόσα πολλά. Το σημαντικότερο από τις φήμες που τη συνοδεύουν είναι ο θαυμασμός που έτρεφε ο μέγας Βενιζέλος για τη γυναίκα αυτή, γεγονός που του εξάπτει ακόμα περισσότερο τη φαντασία. Η Σοφία, όπως είπαμε, αρνείται να τον συνοδεύσει – το τραύμα της απώλειας της νεογέννητης κορούλας της δεν το ξεπέρασε ποτέ, και τρέμει να αφήσει μόνο του τον μικρό Ανδρέα. Εκ των υστέρων, προφανώς θα συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να φοβάται περισσότερο να αφήσει μόνο του τον άνδρα της με την Κυβέλη, αφού μόνο τυφλός δεν έβλεπε πόσο ευαίσθητος ήταν στα γυναικεία κάλλη.
Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Πατάκη.
Πραγματικά, ο Παπανδρέου παρακολουθεί την παράσταση της Λαίδης Γουόρντ και θαμπώνεται. Μετά το τελευταίο χειροκρότημα σπεύδει στα καμαρίνια όπου τη συναντάει για πρώτη φορά από κοντά. Οταν κοιτάζονται, το δωματιάκι φορτίζεται αμέσως από ηλεκτρισμό. Της φιλάει το χέρι. «Η Χίος θα πρέπει να είναι υπερήφανη που φιλοξενεί μια τόσο αληθινή λαίδη στο θέατρό της» της λέει παιγνιωδώς. Εκείνη του χαμογελάει και τα γαλανά της μάτια αστράφτουν. Αρχίζουν να συζητάνε για θέατρο, για ποίηση, για τα πάντα. Ο Γιώργης είναι θαυμάσιος συνομιλητής, ένας από τους καλύτερους του καιρού του. Βρίσκουν ένα, δύο, τρία, χίλια κοινά σημεία. Λένε πολλά με το στόμα κι ακόμα περισσότερα με τα μάτια.
Ο σύζυγος, που κάθεται διακριτικά λίγο πιο πέρα, αρχίζει να ενοχλείται και να σκοτεινιάζει. Ο ενδιαφερόμενος καταλαβαίνει πρώτος ως γνωστόν, και ο Θεοδωρίδης είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται τι παιζόταν εκείνη τη στιγμή. Η κατάρα του Μυράτ θα έβγαινε αληθινή. Η γυναίκα του θα τον εγκατέλειπε ξαφνικά για κάποιον άλλον, όπως εγκατέλειψε τον Μυράτ γι’ αυτόν. Περίμενε κάνα δυο μέρες για να βεβαιωθεί και, μόλις σιγουρεύτηκε, έφτιαξε τις βαλίτσες του και έφυγε από το νησί. Ηξερε από πείρα ότι, όταν η Κυβέλη ήθελε κάτι, τίποτα δεν τη σταματούσε. Και τώρα ήθελε τον Παπανδρέου και την ήθελε κι αυτός. Ο κύβος ερρίφθη! Απλώς ήλπιζε να είναι ένα απλό ξελόγιασμα, να μην κρατήσει πολύ.
Η πρωταγωνίστρια και ο γενικός διοικητής αρχίζουν να κυκλοφορούν μαζί σκανδαλίζοντας το νησί. Είναι περίοπτοι, αυτός ψηλόλιγνος και κομψός, αυτή ξανθιά και αιθέρια, με ημιδιάφανο λευκό φόρεμα, που μαγνήτιζε τα βλέμματα. Το αγαπημένο τους παιχνίδι ήταν να αρχίζει ένας κάποιο ποίημα και να το τελειώνει ο άλλος γελώντας. Ανακαλύπτουν ότι αγαπούν τους ίδιους ποιητές. Νιώθουν ότι γνωρίζονταν από πάντα. Οι τρεις μέρες γίνονται τελικά δώδεκα, η Κυβέλη δεν ξεκολλάει από το νησί. Η Σοφία πρέπει να κατάλαβε ότι κάτι άρχισε να ροκανίζει τα θεμέλια του σπιτιού της, αλλά ποτέ δεν ήταν άνθρωπος της βίαιης αντίδρασης. Παρακολουθεί τον άνδρα της να ξεμυαλίζεται με μαύρη καρδιά. Τον βλέπει να κλωθογυρνάει νευρικός τις μέρες που ακολούθησαν την αναχώρηση της ντίβας, να μην τον χωράει ο τόπος. Οι δουλειές μένουν πίσω, δεν έχει μυαλό για τίποτα. Το μόνο που κάνει είναι να βομβαρδίζει την Κυβέλη με γράμματα και να παραπονιέται ότι δεν του απαντάει με την ίδια συχνότητα. (…)
Oπως φαίνεται, ο Παπανδρέου ίσως να ήταν και ο πρώτος άνδρας που ερωτεύτηκε πραγματικά η Κυβέλη, αυτή η σκληρόκαρδη. «Αν δεν είχα γνωρίσει τον Γιώργη, δεν θα ήξερα τι θα πει έρωτας», παραδέχθηκε κάποτε».