Όταν το βρήκανε στεκότανε νυχτιάτικα στο δρόμο με έναν άδειο κουβά στο χέρι.
Ετσι ξεκινά η «Ιστορία του γερασμένου παιδιού» της Τζέννη Ερπενμπεκ -σε θαυμάσια μετάφραση του Αλέξανδρου Κυπριώτη-, που θα κλειστεί σε ένα ίδρυμα με παιδιά. Σε ένα άσυλο περίφραχτο και καταπιεστικό, με το διανεμημένο ρουχισμό όπου όλα είναι τακτοποιημένα έως θανάτου και υπακούουν σε έναν ανάλγητο νόμο. Το κορίτσι τρύπωσε σε αυτή την περίφραχτη περιοχή, που θα μπορούσε να ήταν φυλακή, στρατόπεδο εργασίας, τρελοκομείο ή στρατώνας, τρύπωσε και κούρνιασε και αυτό – ενταφιάστηκε. Γιατί εκείνο που πάνω από όλα μοιάζει να θέλει το παράξενο αυτό πλάσμα είναι να μείνει ξεχασμένο.
Έχω την αίσθηση ότι η ιστορία του γερασμένου παιδιού έρχεται και δένει παράξενα και ανησυχητικά με όσα συμβαίνουν αυτή την εποχή. Μια άλλη ανάγνωση του εγκλεισμού. Αλληγορία μιας ανησυχητικά οικείας ύπαρξης, μιας χώρας ή ενός άλλου πλανήτη που κάποτε ονομαζόταν Γη. Το ξαναδιαβάζω με μια ανανεωμένη μέσα μου ένταση. Η σπουδαία γραφή μεταμορφώνει το ανυπόφορο αναδεικνύοντας το. Η σπουδαία γραφή βρίσκει τον τρόπο της να θρυμματίζει την παγωμένη μέσα μας θάλασσα.
*Η Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι συγγραφέας, καθηγήτρια ψυχολογίας