Μαύρος Φλόιντ

3' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Τζορτζ Φλόιντ αποφάσισε να μετακομίσει στη Μινεσότα, μήπως τα πράγματα βελτιώνονταν. Είχε γεννηθεί στη Βόρεια Καρολίνα. Είχε μεγαλώσει στο Χιούστον. Στο γυμνάσιο έπαιζε μπάσκετ. Εγινε ράπερ. Υστερα παντρεύτηκε. Εκανε παιδιά. Δεν τα έφερνε βόλτα. Ωσπου έμπλεξε.

Το 2009 φυλακίστηκε. Τέσσερα χρόνια αργότερα αποφυλακίστηκε. Ηρθε στη Μινεάπολη. Ξεκίνησε να εργάζεται σε φορτηγό, οδηγός. Φύλακας σε εστιατόριο. Σεκιούριτι. Το αφεντικό τον αποκαλούσε «Μεγάλο Φλόιντ». «Αγαθό γίγαντα». «Ευγενικό Φλόιντ». Μα ο Φλόιντ ήξερε πως ήταν μόνο ο Φλόιντ. Ο μαύρος. Τίποτα άλλο.

Η οικογένεια είχε μείνει στο Χιούστον. Τουλάχιστον τώρα μπορούσε να τη βοηθάει. Εστελνε χρήματα στις κόρες. Νοίκιαζε ένα μικρό διαμέρισμα. Τις νύχτες έπινε μια μπίρα πριν κοιμηθεί. Μιλούσε με τη γυναίκα του στο τηλέφωνο. Επιτέλους ν’ αναπνεύσουμε λίγο, της έλεγε. Μα ήρθε ο ιός και τον απέλυσαν. Αυτή ήταν η ζωή του Φλόιντ. Ως τα τέλη Μάη. Εκατόν πενήντα λέξεις. Τι περισσότερο να γράψω για την εφημερίδα;

Ψάχνω στο Διαδίκτυο. Ο καιρός στη Μινεάπολη. Δευτέρα 25 Μάη. Η θερμοκρασία είναι καλή, αθηναϊκή. Ρωτώ μια φίλη που σπούδαζε εκεί, για επιβεβαίωση. Πολιτεία που συνορεύει με τον Καναδά. Κρύο τον χειμώνα. Ζέστη το καλοκαίρι. Εκείνο το απόγευμα ο Φλόιντ φορούσε μια μαύρη φανέλα. Αυτές τις λίγες πληροφορίες έχω για τον καιρό.

Σημειώνω μια φράση. Η ανάσα γίνεται πέτρα, κολλά στον λαιμό. Πού να τη στριμώξω τούτη την αράδα; Δεν ξέρω. Μερικές λέξεις δεν χωράνε πουθενά. Αλλωστε τα γραπτά δεν φτιάχνονται με λέξεις. Μα με την αναπνοή. Τα κείμενα τα μετράς. Ενα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, επτά. Οκτώ λεπτά. Σαράντα έξι δευτερόλεπτα. Ή χρόνια. Τι σημασία έχει;

Συνεχίζω. Σχεδιάζω μια τεθλασμένη γραμμή στο χαρτί, ενώνω δυο συμβάντα που φαινομενικά δεν είναι συγγενή: ο Φλόιντ μάλλον δεν ήξερε για τον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Ούτε είχε δει τη φωτογραφία που είχε τραβηχτεί στην Μπιέλινα, μια μέρα του Απρίλη. Ενας Σέρβος παραστρατιωτικός ετοιμάζεται να κλωτσήσει το κεφάλι μιας γυναίκας από τη Βοσνία. Η γυναίκα κείτεται στο πεζοδρόμιο, ήδη νεκρή. Ούτε βέβαια είχε ακούσει τη φωνή του Γκοντάρ στο δίλεπτο βίντεο «Χαίρε Σεράγεβο», βασισμένο στη φωτογραφία του ’92. Ενα βίντεο που είναι λουλούδια στους τάφους. Οχι, δεν το είχε δει. Δεν είχε ακούσει τη φωνή.

Το απόγευμα πάω στο Ζάππειο με τον γιο μου. Ο καιρός είναι ζεστός. Τον χαζεύω που κάνει ποδήλατο. Στο παγκάκι, δυο κύριοι. Τ’ αυτί μου πιάνει τον διάλογο. Ο πρώτος: «Εντάξει, τον σκοτώσανε. Αυτός είναι λόγος για να κάψουνε όλη την Αμερική;». Ο δεύτερος απαντά, μα προτιμώ ν’ απομακρυνθώ σιωπώντας. Το ποδήλατο αναπτύσσει ταχύτητα. Κοιτάζω τις ακτίνες του. Μοιάζουν έτοιμες να τρυπήσουν τη ρόδα, τη σαμπρέλα. Τα γεγονότα είναι αιχμηρά. Σαν ακτίνες. Υπάρχουν γεγονότα που δεν μπορείς να τα περιφράξεις μέσα στα όριά τους. Δραπετεύουν, σκάνε.

Αυτό είναι ένα άρθρο ασφυξίας, για τη χαμένη μαύρη ανάσα. Επιστρέφω στη φωνή του Γκοντάρ. Λες και ανήκει σε άντρα που δυσκολεύεται ν’ αναπνεύσει. Που είναι έτοιμος να πνιγεί: «Ο φόβος είναι η κόρη του Θεού. Υπάρχει ο κανόνας και υπάρχει η εξαίρεση. Ο κανόνας θέλει τον θάνατο της εξαίρεσης. Είδα τόσους ανθρώπους να ζουν τόσο άσχημα και τόσους ανθρώπους να πεθαίνουν τόσο καλά». Το βίντεο τελειώνει.

Είναι 8 το βράδυ, γυρίζουμε σπίτι. Ενα περιπολικό έχει σταθμεύσει στην Αμαλίας. Προσπαθώ να θυμηθώ αν οι αστυνομικοί φορούσαν κοντομάνικα πουκάμισα, όπως οι συνάδελφοι στη Μινεάπολη. Σπάω το κεφάλι μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ. Ο Φλόιντ βγαίνει από τ’ αυτοκίνητο. Αγοράζει τσιγάρα στο γωνιακό κατάστημα.

Το χαρτονόμισμα είναι πλαστό. Το ξέρει. Δεν το ξέρει. Τι σημασία έχει; Κατά βάθος όλα τα χαρτονομίσματα είναι πλαστά, ψεύτικα. Συνδέονται παράνομα με την αξία των πραγμάτων. Η αληθινή τους αξία δεν μπορεί να κοστολογηθεί. Και μετά τον συλλάβανε.

Βλέπω το βίντεο. Του έχουν περάσει χειροπέδες. Γονατίζει στον τοίχο. Προσπαθούν να τον βάλουν στο περιπολικό. Ο Φλόιντ αντιστέκεται. Ενα δεύτερο περιπολικό καταφθάνει. Κι ένα τρίτο. Οι αστυνομικοί προσπαθούν να τον στριμώξουν μέσα. Η οπτική γωνία αλλάζει. Τώρα ο Φλόιντ είναι ξαπλωμένος στην άσφαλτο. Τρεις αστυνομικοί πάνω από το σώμα του. Οι στρατιώτες ήταν τρεις. Εκείνος που κλώτσησε, κάπνιζε τσιγάρο. Η οπτική γωνία αλλάζει.

Ο αστυνόμος Σόβιν πιέζει τον λαιμό με το πόδι. Ο Φλόιντ τον παρακαλά. Δεν μπορεί ν’ αναπνεύσει. Ο χρόνος περνά. Λιγοστεύει. Επικαλείται τη μητέρα του. Επειδή καταλαβαίνει πως επιστρέφει στην κοιλιά της, στο χώμα. Και μετά φεύγει. Δεν κουνιέται πια. Παγώνει. Γίνεται εικόνα. Μαύρο κεφάλι κάτω από μαύρη μπότα λευκού. Υπάρχει η εξαίρεση, ο κανόνας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή