Η καλύτερη «Κόλαση» από όλες

Η καλύτερη «Κόλαση» από όλες

5' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΔΑΝΤΗ

Θεία Κωμωδία, Κόλαση

έμμετρη μετάφραση:

Δημήτρης Μαυρίκιος

εκδ. Ευρασία, σελ. 220

Από έναν κατάλογο με τα σημαντικότερα έργα της δυτικής λογοτεχνίας, μιας παραγωγής δηλαδή που εκτείνεται στο μάκρος τριών περίπου χιλιετιών, δύσκολα θα απέκλειε όποιος αρέσκεται σε τέτοιου είδους παιχνίδια την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια» του Ομήρου, την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, την «Αινειάδα» του Βιργίλιου, τις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου, τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, τον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες, τον «Αμλετ» και τον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ. Αφήνω σκόπιμα μια κενή θέση στη δεκάδα, για να προσθέσει ο αναγνώστης όποιο έργο εκείνος προτιμάει – εγώ χωρίς δεύτερη σκέψη θα έβαζα τον «Τρίστραμ Σάντι» του Λόρενς Στερν.

Κι ενώ θα έλεγε κανείς πως κανένα από αυτά τα έργα δεν έχει ανάγκη ιδιαίτερων συστάσεων, η «Θεία Κωμωδία» διαβάζεται σήμερα, στην Ελλάδα τουλάχιστον, λιγότερο απ’ όλα τ’ άλλα. Κι ας είναι, σύμφωνα με τον Μπόρχες, το καλύτερο βιβλίο που γράφτηκε από άνθρωπο. Ενα βιβλίο που όλοι πρέπει να διαβάσουμε. Να μην το κάνουμε σημαίνει να στερηθούμε το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να μας προσφέρει η λογοτεχνία, σημαίνει να καταδικάσουμε τον εαυτό μας σ’ ένα περίεργο ασκητισμό. Γιατί να αρνηθούμε τη χαρά να διαβάσουμε την «Κωμωδία»;

Ο Δάντης στη «Θεία Κωμωδία» αφηγείται, ως γνωστόν, το ταξίδι του στη χώρα των νεκρών, όπως είχαν κάνει στη δική τους εποχή ο Ομηρος και ο Βιργίλιος. Εκείνοι, ωστόσο, έστειλαν στον Κάτω Κόσμο τους ήρωες των ποιημάτων τους, τον Οδυσσέα και τον Αινεία αντίστοιχα, ενώ ο Δάντης περιγράφει το δικό του ταξίδι στην «Κόλαση», το «Καθαρτήριο» και τον «Παράδεισο», όπου θα συναντήσει (θα τοποθετήσει για την ακρίβεια) όσους τον παίδεψαν και τον αγάπησαν στη ζωή του. Γι’ αυτό ο Νίτσε, αναφερόμενος στο πρώτο από τα τρία μέρη του ποιήματος, τον ονομάζει ύαινα που κάνει ποίηση μέσα στους τάφους, επειδή, όπως εξηγεί ο Νίκος Καζαντζάκης, κυρίαρχο κίνητρο για να γράψει ο Φλωρεντινός συγγραφέας το μέγιστο έργο του ήταν η επιθυμία του για εκδίκηση, η λύσσα του ενάντια στους εχθρούς του που τον είχαν εξορίσει από την αγαπημένη του Φλωρεντία και του είχαν στερήσει τις τιμές που άξιζαν σε έναν ποιητή του μεγέθους του.

Ο Μπόρχες, απ’ την άλλη, προτείνει ή επαναλαμβάνει την ερεθιστική υπόθεση ότι ο Δάντης έγραψε ολόκληρη τη «Θεία Κωμωδία» μόνο και μόνο για να πραγματοποιήσει στο πλαίσιό της τη συνάντηση με την αγαπημένη του Βεατρίκη που η αληθινή ζωή τού στέρησε. Ή, διαφορετικά, απλώς για να βρει την ευκαιρία να μιλήσει γι’ αυτήν όπως της άξιζε: στην αρχή της Νέας Ζωής διαβάζουμε ότι μια φορά σε μια επιστολή του ο Δάντης ανέφερε εξήντα γυναικεία ονόματα για να περιλάβει, μυστικά, το όνομα της Βεατρίκης. Πιστεύω ότι και στην «Κωμωδία» επανέλαβε αυτό το μελαγχολικό παιχνίδι.

Η ιστορία, όπως και να ’χει, είναι συναρπαστική και έτσι θα έπρεπε να διαβάζεται, την πρώτη φορά τουλάχιστον, σαν μια εκπληκτική αφήγηση και σαν μια εκπληκτική ποίηση, απαλλαγμένη από το βάρος των θεολογικών, πολιτικών, βιογραφικών ή όποιων άλλων ερμηνειών που κατά καιρούς έχουν δοθεί: ένας ζωντανός ποιητής περιπλανιέται, συνοδευόμενος από έναν πεθαμένο ποιητή, στον κόσμο των νεκρών συζητώντας μαζί τους, άλλοτε με συμπόνια και άλλοτε με χαιρεκακία, για τους λόγους που τους οδήγησαν εκεί, ενώ στο τέλος συναντάει τον έρωτα της ζωής του, τη Βεατρίκη, στην οποία έχει, αυθαίρετα και ενάντια σε κάθε χριστιανική παράδοση, αποδώσει αγγελική μορφή.

Η καλύτερη «Κόλαση» από όλες-1

Το βιβλίο διατηρεί τη χάρη και την ελαφρότητα της μετρικής μορφής του πρωτοτύπου και συγχρόνως αποφεύγει τις αδικαιολόγητες λεξιλογικές και συντακτικές ακρότητες.

Ο Δημήτρης Αρμάος έχει μετρήσει οκτώ πλήρεις μεταφράσεις της «Θείας Κωμωδίας» στα ελληνικά, από το 1844 ώς τις μέρες μας, και άλλες έξι εκδόσεις της «Κόλασης» μόνο. Μία ακόμα ήρθε να προστεθεί τώρα, 720 χρόνια μετά την κάθοδο του Δάντη στον Κάτω Κόσμο, καμωμένη από τον Δημήτρη Μαυρίκιο. Εναυσμα για την τελευταία αυτή απόπειρα υπήρξε μια θεατρική μεταφορά του έργου, γεγονός που καθόρισε και τη μεταφραστική προσέγγιση του μεταφραστή.

Ο Μαυρίκιος μας δίνει ένα ελληνικό κείμενο που απευθύνεται σε μεγάλο βαθμό στο αυτί του αναγνώστη, επιχειρώντας να διασώσει –ή να αναπαράγει στη γλώσσα μας– τη μουσικότητα και τη θεατρικότητα του ιταλικού ποιήματος. Ετσι κρατάει τη χάρη και την ελαφρότητα της μετρικής μορφής τού πρωτοτύπου και συγχρόνως αποφεύγει τις αδικαιολόγητες λεξιλογικές και συντακτικές ακρότητες που δυσχεραίνουν την πρόσληψη του κειμένου, παρέχοντας στον Ελληνα αναγνώστη την πιο απολαυστική μετάφραση της «Κόλασης» που έχουμε δει ώς σήμερα.

Σύγκριση στίχων

Μια σύγκριση λίγων έστω στίχων από τις τέσσερις μεταφράσεις του έργου που κυκλοφορούν σήμερα είναι, πιστεύω, διαφωτιστική. Πρώτα ο Δημήτρης Μαυρίκιος: Ποιος άραγε, όσο κι αν προσπαθούσε, / θα ιστορούσε, σε πεζό έστω λόγο, / αυτά που είδα εδώ, πληγές και αίμα; / Φτωχή στ’ αλήθεια μοιάζει κάθε γλώσσα / να πει και να ερμηνεύσει τα μεγέθη / που δεν χωρούν στον λόγο και στον νου μας.

Υστερα ο ιδιοσυγκρασιακός και κάποτε δυσανάγνωστος Νίκος Καζαντζάκης: Ποιος και με λόγια λεύτερα θα μπόραε / πλέρια το γαίμα, τις πληγές να δείξει, / που βλέπω εδώ, συχνά κι αν τα στορήσει; / Ασφαλτα κάθε γλώσσα θα υστερούσε, / γιατί η λαλιά και το μυαλό μας τόπο / δεν έχουν αρκετό να τα χωρέσουν. Ο Γιωργής Κότσιρας, που δίνει ένα μάλλον άνευρο και αποδυναμωμένο απείκασμα του καζαντζακικού κειμένου: Ποιος και με λόγια ελεύθερα μπορούσε, / Τέλεια κ’ αίμα και πληγές να δείξει / Που τώρα είδα εδώ, όσο κι αν πασχίσει; / Σίγουρα κάθε γλώσσα θα υστερούσε, / Γιατί κι ο νους μας κ’ η έκφραση δεν έχουν / Τόση απλωσιά να τα χωρέσουν όλα.

Και τελευταία η κατά βάση ερμηνευτική, και γι’ αυτό ίσως άρρυθμη, απόδοση του Ανδρέα Ριζιώτη: Οσες φορές κι αν προσπαθούσε, / έστω σε πρόζα, ποιος θα το μπορούσε / για το αίμα και τις πληγές που είδα να μιλούσε; / Του καθενός η γλώσσα δε θ’ αρκούσε / γιατ’ είν’ ο νους μα και τα λόγια λιγοστά / για να εννοήσουν και να πούνε για τόσα πράγματα πολλά.

Ο προβληματισμένος αναγνώστης ας έχει, ωστόσο, στον νου του πως είναι τέτοια η δύναμη του δαντικού οράματος, που δύσκολα κάποια απόδοση σε άλλη γλώσσα μπορεί να το πλήξει σε συντριπτικό βαθμό. Πόσο μάλλον μια μεταφραστική εκδοχή σαν αυτή του Δημήτρη Μαυρίκιου, που κατορθώνει να ισορροπεί σχεδόν ιδανικά μεταξύ ρυθμού και νοήματος – ευχής έργον θα ήταν να αποφασίσει να μας δώσει και τα άλλα δύο μέρη της «Κωμωδίας».

* Ο κ. Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος είναι ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, «Το 24ωρο ενός αναγνώστη», εκδ. Πόλις.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή