Πλάσματα της αβύσσου του νου μας

Πλάσματα της αβύσσου του νου μας

5' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μερικά από τα σπάνια πλάσματα που ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες ανέσυρε από τα βάθη της γνώσης των μεγαλύτερων παραμυθάδων και περιηγητών του κόσμου, εκείνα που ζουν στα σύνορα όπου διασταυρώνεται ο πραγματικός με τον φανταστικό κόσμο, είναι όντα της θάλασσας. Το «Βιβλίο των φανταστικών όντων» είναι ένας ζωολογικός κήπος που απευθύνεται σε ονειροπόλους· και προφανώς, δεν θα μπορούσε να λείπει το aquarium. Κολλάμε λοιπόν τη μύτη μας στο κρύσταλλο και θαυμάζουμε τα φρικτά και υπέροχα γεννήματα του ανθρώπινου νου. Ή μήπως κάποια από αυτά τα τέρατα κολυμπούν ακόμη στα σκοτάδια της αβύσσου, στα κατάμαυρα νερά των ωκεανών;

Το άλογο της θάλασσας, σε αντίθεση με τα περισσότερα φανταστικά ζώα, δεν είναι σύνθετο πλάσμα· δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα άγριο άλογο που ζει στη θάλασσα και βγαίνει στην ακτή μόνο τις αφέγγαρες νύχτες, όταν ο μπάτης τού φέρνει μυρωδιές από φοράδες. Σε κάποιο απροσδιόριστο νησί –ίσως πρόκειται για το Βόρνεο– οι σταβλίτες φέρνουν και δένουν στην ακτή τις καλύτερες φοράδες του βασιλιά και κρύβονται κάτω από τη γη. Εδώ είναι που ο Σεβάχ ο θαλασσινός αντίκρισε τον επιβήτορα να υψώνεται από τη θάλασσα, τον είδε να βατεύει το θηλυκό και άκουσε την κραυγή του.

Κατά τον Μπέρτον, η οριστική έκδοση των «Χιλίων και μιας νυχτών» χρονολογείται περί τον 13ο αιώνα. Τον ίδιο αιώνα έζησε και ο κοσμογράφος Ζακαρίγια αλ Καζίνι, ο οποίος, στην πραγματεία του «Θαύματα της δημιουργίας», έγραφε τα εξής: «Το άλογο της θάλασσας είναι σαν το άλογο της στεριάς, μόνο που η χαίτη του κι η ουρά του είναι μακρύτερες· το χρώμα του είναι πιο αστραφτερό, οι οπλές του είναι σχιστές σαν του άγριου βοδιού, κι ενώ το μπόι του δεν διαφέρει από εκείνο του αλόγου της στεριάς, είναι κομμάτι πιο ψηλό από το γαϊδούρι». Ο ίδιος παρατηρεί ότι μια διασταύρωση των δύο ειδών, του θαλάσσιου δηλαδή και του στεριανού, μας δίνει μια πολύ όμορφη ράτσα, κάπου δε μιλάει για ένα μαύρο πόνι με άσπρες βούλες σαν ασημένιες πούλιες. Ενας Κινέζος περιηγητής του 18ου αιώνα, ο Ουάνγκ Τάι-Χάι, γράφει: «Το άλογο της θάλασσας κάνει την εμφάνισή του στην ακρογιαλιά όταν ψάχνει για φοράδα· καμιά φορά το πιάνουν. Το τρίχωμά του είναι μαύρο και γυαλιστερό, η ουρά του είναι μακριά και σέρνεται στο χώμα. Οταν είναι στη στεριά, πηγαίνει σαν όλα τ’ άλλα άλογα· είναι πολύ ήμερο και μπορεί μέσα σε μια μέρα να διανύσει εκατοντάδες μίλια. Καλό είναι όμως να μην το βάλεις σε ποτάμι για να το λούσεις, γιατί, μόλις δει νερό, ξαναγίνεται όπως παλιά και φεύγει μακριά κολυμπώντας». Πολλοί εθνολόγοι αποδίδουν τον ισλαμικό αυτό θρύλο στον ελληνορωμαϊκό θρύλο για τον άνεμο που γονιμοποιεί τις φοράδες. Ο Βιργίλιος, στο Τρίτο Βιβλίο των Γεωργικών μετέγραψε αυτήν τη δοξασία σε στίχους. Η ερμηνεία του Πλίνιου (Η΄, 92) είναι πιο πεζή: «Είναι γνωστό ότι στη Λουσιτανία, στην περιοχή της Ολίσιπο κατά μήκος του Τάγου, οι φοράδες στέκονται με το πρόσωπο στον δυτικό άνεμο που φυσάει και συλλαμβάνουν την ανάσα της ζωής, έτσι γεννιέται ένα πολύ γρήγορο πουλάρι, που όμως δεν ζει πάνω από τρία χρόνια». Ο ιστορικός Ιουστίνος διακινδυνεύει την εικασία ότι η γέννηση αυτού τον μύθου οφείλεται στη ρητορική υπερβολή «γιοι τον ανέμου», που λέγεται για τα πολύ γρήγορα άλογα.

Ο Λυκόφρων, ο Κλαυδιανός και ο Βυζαντινός χρονογράφος Ιωάννης Τζέτζης έχουν κατά καιρούς αναφερθεί στον Ιχθυοκένταυρο· σε κλασικά κείμενα δε βρίσκουμε άλλες αναφορές. Η λέξη χρησιμοποιείται για τα όντα εκείνα που ορισμένοι μυθολόγοι αποκαλούν και Κενταυρο-τρίτωνες. Οι απεικονίσεις τους αφθονούν τόσο στην ελληνική όσο και στη ρωμαϊκή γλυπτική. Από πάνω ώς τη μέση είναι άνθρωποι, έχουν ουρά δελφινιού και τα μπροστινά τους πόδια είναι σαν του αλόγου ή του λιονταριού. Η θέση τους είναι μεταξύ των εναλίων θεοτήτων, κοντά στους ιππόκαμπους.

Προτού γίνει τέρας και μεταμορφωθεί σε βράχια, η Σκύλλα ήταν μια νύμφη που την είχε ερωτευθεί ο Γλαύκος, ένας από τους ενάλιους θεούς. Για να την κερδίσει, ο Γλαύκος ζήτησε βοήθεια από την Κίρκη, που όλοι ήξεραν πόσο καλά γνώριζε τα βότανα και τις μαγγανείες. Ομως η Κίρκη, μόλις είδε τον Γλαύκο, τον ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα, μόνο που δεν κατάφερε να τον κάνει να ξεχάσει τη Σκύλλα· έτσι, για να τιμωρήσει την αντίζηλό της, έχυσε ένα απόσταγμα από δηλητηριώδη βότανα στην πηγή όπου λουζόταν η νύμφη. Τότε (Οβιδίου Μεταμορφώσεις, ΙΔ΄, 59-67): «Ερχεται η Σκύλλα και μπαίνει στο νερό μέχρι τη μέση, ξαφνικά βλέπει τα λαγόνια της να παραμορφώνονται σε τερατώδη σχήματα που αλυχτάνε. Στην αρχή, μη θέλοντας να πιστέψει ότι αυτά τα πράγματα που αλυχτάνε αγριεμένα είναι μέλη τον δικού της του κορμιού, το βάζει στα πόδια και πασχίζει να τ’ αποδιώξει. Φεύγοντας όμως παίρνει μαζί της κι αυτό από το οποίο θέλει να ξεφύγει· και ψηλαφώντας τους μηρούς της, τις κνήμες και τα πόδια της, δεν βρίσκει παρά μόνον κεφάλια σκυλιών που χάσκουν, σαν κι αυτά που πρέπει να ’χε ο Κέρβερος. Στέκεται πάνω σε λυσσασμένα σκυλιά· τα λαγόνια κι η κοιλιά της είναι κλεισμένα μέσα σ’ έναν κλοιό τεράτων». Στο τέλος ένιωσε να στηρίζεται σε δώδεκα πόδια, κι είχε έξι κεφάλια, με τρεις σειρές δόντια το καθένα. Τόσο πολύ την τρομοκράτησε αυτή η μεταμόρφωση, που ρίχτηκε στη θάλασσα, στο στενό που χωρίζει την Ιταλία από τη Σικελία· εκεί οι θεοί την έκαναν βράχια. Οταν έχει φουρτούνα, οι ναυτικοί ακούν τον φοβερό βρυχηθμό που κάνουν τα κύματα όταν μπαίνουν στις σπηλιές των βράχων. Τον θρύλο αυτόν βρίσκουμε και στις σελίδες του Ομήρου και του Παυσανία.

Αφήνοντας τώρα τον μεγάλο Μπόρχες, οι θρύλοι και οι αφηγήσεις για τέρατα έχουν τη δική τους, ξεχωριστή θέση στη ναυτική ιστορία – και στη λεγόμενη κρυπτο-ζωολογία. Το πιο θρυλικό από αυτά τα θαλάσσια τέρατα είναι το Κράκεν, το οποίο άλλοτε ταυτοποιείται ως γιγαντιαίο χταπόδι και άλλοτε ως καλαμάρι. Ενα τέτοιο πλάσμα επιτίθεται και στον «Ναυτίλο» του πλοιάρχου Νέμο στις «Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα» του Ιουλίου Βερν. Δεν είναι ξεκάθαρο πού τελειώνει η αλήθεια και πού αρχίζει ο μύθος, πάντως, στους ωκεανούς της Γης έχουν όντως παρατηρηθεί γιγάντια καλαμάρια, συχνά ξεβρασμένα σε ακτές (όπου και φωτογραφήθηκαν). Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ένα καλαμάρι έξι μέτρων που ξεβράστηκε στις ακτές του κόλπου Τρίνιτι του Καναδά και εξετάστηκε από επιστήμονες του Πανεπιστημίου Μεμόριαλ το 1965. Η ονομασία «κράκεν» παραπέμπει στους Βίκινγκ και πιθανώς σε μια αρχαία σκανδιναβική διάλεκτο να σημαίνει «χταπόδι». Υποτίθεται πως ήταν ο φόβος και ο τρόμος των υπερβόρειων ναυτικών του βόρειου Ατλαντικού. Τον 19ο αιώνα, το φαλαινοθηρικό «Κάσλοτ» βρέθηκε μπροστά στο απροσδόκητο θέαμα μιας φάλαινας να έχει πιαστεί στα πλοκάμια ενός μεγάλου καλαμαριού. Η μάχη επιβίωσης που ακολούθησε ήταν τιτάνια.

Ωστόσο, θεάσεις του, ακόμη και επιθέσεις, έχουν καταγραφεί και μέσα στον εικοστό αιώνα. Σύμφωνα με τον Αρθουρ Κλαρκ, τη δεκαετία του ’30, ένα τάνκερ 15.000 τόνων έπλεε στις Νότιες Θάλασσες ανοιχτά από τη Σαμόα. Ταξίδευε με 12 κόμβους όταν ένα μεγάλο καλαμάρι το προσπέρασε, στη συνέχεια όμως επιτέθηκε αρπάζοντας το πλοίο από τη μέση της καρίνας. Είχε όμως φρικτό τέλος, καθώς κομματιάστηκε από τις προπέλες του πλοίου. Επίσης, μεσούντος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Βρετανοί ναυαγοί που δέχθηκαν την επίθεση γερμανικού υποβρυχίου στον νότιο Ατλαντικό, δέχθηκαν την επίθεση ενός Κράκεν, το οποίο μάλιστα άρπαξε έναν άτυχο ναύτη ινδικής καταγωγής. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή