Δύο γεωγραφικές περιοχές: τα σύνορα της Αριζόνα με το Μεξικό και η ενδοχώρα της Αυστραλίας, που τις χωρίζουν πάνω από 7.500 μίλια. Δύο συγγραφείς που ποτέ δεν συναντήθηκαν: ο Βέλγος γαλλόφωνος Ζορζ Σιμενόν (1903-1989), που η εργογραφία του περιλαμβάνει εκατοντάδες τίτλους, και η Αγγλίδα Τζέιν Χάρπερ (1980), που ζει στην Αυστραλία και έχει γράψει έως τώρα τρία βιβλία – το τρίτο μόλις εκδόθηκε στην Ελλάδα.
Δύο αστυνομικά μυθιστορήματα που η συγγραφή τους απέχει σχεδόν 70 χρόνια: «Ο πάτος του μπουκαλιού» (μτφρ. Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. Αγρα) του Σιμενόν και «Ο χαμένος» (μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Μεταίχμιο) της Χάρπερ. Το πρώτο χαρακτηρίζεται ψυχολογικό θρίλερ, το δεύτερο είναι ένα είδος «νουάρ της ενδοχώρας», όπως το ονόμασαν οι κριτικοί.
Κι όμως, υπάρχει κοινό σημείο μεταξύ τους: πραγματικός πρωταγωνιστής και των δύο είναι η γεωγραφία. Το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα –σαν έμβιο ον– καθορίζει τη μοίρα των ηρώων. Μια κατακλυσμιαία βροχή πλημμυρίζει τον ποταμό Σάντα Κρους αποχαλινώνοντας την ντόπια κοινωνία.
Ο καυτός ήλιος του Κουίνσλαντ και η σκληρότητα της ερήμου εισέρχονται στην ψυχή των κατοίκων και τη στεγνώνουν.
Μια βιβλική πλημμύρα
Το 1946 ο Ζορζ Σιμενόν αναλαμβάνει την υποχρέωση να διασχίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ξεκινώντας από τη Νέα Υόρκη –έφθασε εκεί το 1945– και να στείλει τις ανταποκρίσεις του στην εφημερίδα France Soir. Ταξιδεύει με αυτοκίνητο, εκείνος, η σύζυγός του Τιγκύ και η ερωμένη του Ντενίζ. Στο τέλος της χρονιάς εγκαθίστανται όλοι μαζί στη Φλόριντα, λίγο αργότερα στην Τουσόν και για ένα διάστημα πάνω στα σύνορα με το Μεξικό, στο μικρό χωριό Τουμακακόρι. Αυτή η ανεκτική ευρωπαϊκή οικογένεια έμεινε στην περιοχή περίπου τρία χρόνια. Οι συνήθειές τους, η συγγραφική φήμη που ακολουθούσε τον Σιμενόν και τα ιδιότυπα «γουέστερν» που εμπνεύστηκε εδώ, κατάφεραν το ακατόρθωτο: Στην Τουσόν οι κάτοικοι προφέρουν σωστά, με γαλλικό τονισμό, το επώνυμό του.
«Ο πάτος του μπουκαλιού», το μυθιστόρημα που πρωτοκυκλοφόρησε το 1949 και μερικά χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, ανήκει στη σειρά των αμερικανικών ιστοριών του Σιμενόν· τα «σκληρά μυθιστορήματα», όπως τα ονόμαζε ο ίδιος. Ολα διαθέτουν σοβαρό ψυχολογικό βάθος και, αν δεν υπήρχε η αστυνομική πλοκή, θα μπορούσαν να αποτελούν χρονικά της ζωής στη μεταπολεμική νότια Αριζόνα. Το φυσικό τοπίο έχει τον πρώτο λόγο και συνδυάζεται με την κοφτερή ματιά του συγγραφέα επάνω στην τοπική κοινωνία. Η πλοκή στο συγκεκριμένο βιβλίο ξετυλίγεται αργά και κλιμακώνεται μέσα σε 4 ημέρες, παράλληλα με την καταιγίδα που πλημμυρίζει την κοιλάδα του Μεξικού. Με τις πρώτες σταγόνες που γρήγορα γίνονται κατακλυσμός, ξεκινάει η περίοδος των βροχών. Τα νερά ξεχύνονται ορμητικά από τα βουνά του Μεξικού και ο άδειος ποταμός Σάντα Κρους, που αποτελεί φυσικό όριο με το Μεξικό, αρχίζει να φουσκώνει απειλώντας τους κατοίκους με αποκλεισμό. «Ωσπου να διασχίσει το πεζοδρόμιο κάτω απ’ τη βροχή που έπεφτε με το τουλούμι, το πουκάμισό του είχε κολλήσει στο σώμα του […] ο Π.Μ. είχε την εντύπωση ότι έμπαινε σε έναν κόσμο αλλόκοτο, αμφιλεγόμενο, απαγορευμένο», γράφει ο Σιμενόν.
Σε αυτές τις συνθήκες, δύο αδέλφια συναντιούνται έπειτα από πολλά χρόνια – ο ένας επιτυχημένος δικηγόρος και κτηματίας πλέον, ο άλλος φτωχός, δολοφόνος και δραπέτης των φυλακών. Οι εκ διαμέτρου αντίθετοι χαρακτήρες, παράλληλα με τα φυσικά φαινόμενα, τους εξωθούν στα άκρα πυροδοτώντας το παλιό τους μίσος. Μίσος σαν αυτό που γεννήθηκε ανάμεσα στον Κάιν και στον Αβελ. Το ποτάμι στέκεται κυριολεκτικά ανάμεσά τους. Καθώς η στάθμη του ανεβαίνει, η ένταση μεταξύ τους κλιμακώνεται. Την ίδια στιγμή, οι κάτοικοι της κοιλάδας γίνονται όλο και πιο νευρικοί, μεθοκοπούν, κουτσομπολεύουν και ερωτοτροπούν – «αντέδρασαν σαν ζώα, οι γυναίκες περισσότερο από τους άντρες», γράφει ο συγγραφέας. Στο τέλος κάθε μέρας, όλοι μαζί καταλήγουν στις όχθες του ποταμού, «που ανάσαινε σαν θηρίο, κουβαλώντας κλαδιά δέντρων, μπιτόνια, ένα σωρό βρωμιές», προκαλώντας τον μεθυσμένο ενθουσιασμό τους. Τι άλλο παρά έκρηξη θα μπορούσε να συμβεί με τέτοιο εύφλεκτο υλικό;