Ο εφιάλτης του να μην πετάς ποτέ τίποτα

Ο εφιάλτης του να μην πετάς ποτέ τίποτα

2' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Ε. Λ. Ντόκτοροου είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς. Είναι επίσης ένας από τους πιο αθόρυβους, παρότι παραγωγικός, βραβευμένος, βιβλία του έγιναν ταινίες, ενώ γενικά χαίρει μεγάλης εκτίμησης. Ωστόσο δεν τον διακρίνει το «αστέρι» ενός Μακάρθι, ενός Ροθ, ενός Ντελίλο, ενός Οστερ – για να αναφερθούμε σε μερικούς από τους (περίπου) συνομηλίκους του.

Με μυθιστορήματα όπως το «Ράγκταϊμ» (εκδόσεις Επιλογή), το «Βιβλίο του Ντάνιελ» και τη «Στρατιά» (και τα δύο από τις εκδόσεις Πόλις), ο Ντόκτοροου μοιάζει να διατρέχει την ιστορία της Αμερικής με τέτοιο τρόπο ώστε σε ορισμένες περιπτώσεις να δημιουργεί ένα δικό του, εντελώς ιδιότυπο ιστορικό μυθιστόρημα μέσα από το οποίο όμως επιλέγει να εντρυφήσει στη μικροϊστορία. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το νέο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε στα ελληνικά, αυτή τη φορά από τις εκδόσεις Πατάκη, το «Χόμερ & Λάνγκλεϊ» (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου). Μια ευφυώς μεταμφιεσμένη αναδρομή στην ιστορία και τη ζωή των Νεοϋορκέζων αδελφών Κόλιερ, οι οποίοι έζησαν επί σειρά δεκαετιών στο διαμέρισμά τους ψηλά στην Πέμπτη Λεωφόρο του Μανχάταν, στο ύψος του Χάρλεμ, συλλέγοντας με έναν αλλόκοτο ψυχαναγκασμό βιβλία, έπιπλα, μουσικά όργανα και διάφορα άλλα αντικείμενα, παγιδεύοντας μάλιστα το σπίτι σε διάφορα σημεία προκειμένου να εμποδίσουν επίδοξους κλέφτες. Βρέθηκαν νεκροί την ίδια ημέρα, τον Μάρτιο του 1947, θαμμένοι σχεδόν κάτω από 150 περίπου τόνους αντικειμένων που είχαν συλλέξει με μια μανία που άγγιζε τα όρια της παράνοιας. Ασιτία και αφυδάτωση ήταν μερικές από τις αιτίες του θανάτου τους.

Η ροπή αυτή των αδελφών Κόλιερ σήμερα είναι αντικείμενο μελέτης και θεραπείας σε ψυχιατρικές κλινικές. Και όχι μόνο: το 2009, κατά το 1ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου «Ιπποκράτης», στην Κω (το οποίο διοργάνωνε με μεγάλη έμπνευση η πρόωρα χαμένη Λουκία Ρικάκη) είχα παρακολουθήσει ένα εξαιρετικό εικοσάλεπτο ντοκιμαντέρ με τον τίτλο «Εμμονές», του νεαρού Αγγλου αρχιτέκτονα Μάρτιν Χάμπτον. Ηταν οι ιστορίες τεσσάρων φαινομενικά συνηθισμένων ανθρώπων, οι οποίοι όμως μοιράζονται μιαν άκρως αυτοκαταστροφική εμμονή: συλλέγουν ή αγοράζουν μετά μανίας αντικείμενα χωρίς να πετούν ποτέ τίποτα. Ζουν βίους σιωπηρής απόγνωσης μέσα σε αυτοσχέδιους λαβύρινθους, σε χώρους ασφυξίας – τα σπίτια τους. Μια γυναίκα δεν πετά ούτε τα ρολά από το χαρτί υγείας ή τα αδειανά μπουκάλια των σαμπουάν – ονειρεύεται όμως ότι κοιμάται μέσα σε ένα άδειο σπίτι που έχει μόνον ένα κρεβάτι. Ονειρεύεται τον μινιμαλισμό αλλά την έλκει ένας εφιαλτικός μαξιμαλισμός. «Δεν πετάω τίποτα», λέει στην κάμερα, «μπορεί να το χρειαστώ κάποια στιγμή και δεν θα το έχω, και τότε τι θα γίνει;».

Ή αλλιώς, πώς το να συλλέγεις πράγματα –μια άκακη, ευγενής κατά τα άλλα δραστηριότητα– μπορεί να μεταλλαχθεί σε εφιάλτη. Οντως: ιδανικό θέμα για μυθιστόρημα, ειδικά στα χέρια ενός μάστορα όπως ο Ε. Λ. Ντόκτοροου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή