Tα έθνη και το παγκόσμιο τσουνάμι

Tα έθνη και το παγκόσμιο τσουνάμι

Μια προσπάθεια απάντησης στη δύσκολη και πολυπαραγοντική ερώτηση «τι επιφυλάσσει το μέλλον για τον κόσμο;»

8' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

JARED DIAMOND
Εθνη σε αναταραχή
μτφρ. Ρηγούλα Γεωργιάδου
εκδ. Διόπτρα, 2020, σελ. 496

Tα έθνη και το παγκόσμιο τσουνάμι-1

Στα 1898 ο Πολ Γκωγκέν, απομονωμένος στην Γαλλική Πολυνησία, ολοκλήρωσε έναν εμβληματικό πίνακά του σε ασυνήθιστα για τον ίδιο μεγάλο μέγεθος (1.50 μ. επί 3,60 μ.). Είναι το «Από πού ερχόμαστε / Ποιοι είμαστε / Πού πάμε» («D’où Venons Nous / Que Sommes Nous / Où Allons Nous»). Στον πίνακα αυτό ο (εν πολλοίς) αισθησιοκράτης Γκωγκέν επιχείρησε μια απροσάρμοστη «τελική αναμέτρηση» με την υπόθεση του στοχασμού πάνω στην ύπαρξη – σε έναν προφανή διάλογο με την θρυλική «Άνοιξη» του Σάντρο Μποτιτσέλι. Ο Γκωγκέν είχε ορκιστεί πως θα αυτοκτονούσε μετά την ολοκλήρωση του πίνακα – θα έπινε ένα μπουκαλάκι με αρσενικό. Όλα δείχνουν πως, σύμφωνα με μια ακόμη από τις παλινωδίες της αλλοπρόσαλλης μεγαλοφυΐας του, το ψευτο-επιχείρησε δίχως να το επιτύχει.

Είναι προφανές πως το ερώτημα του πίνακα του Γκωγκέν, που διαχρονικά υπήρξε λειτουργικός καταλύτης στα χέρια ποιητών, καλλιτεχνών και φιλοσόφων, έγινε ο δύσκολος δρόμος προς την ενηλικίωση της Ιστορίας – για την ακρίβεια, της στοχαστικής ή και επιστημονικής σκέψης που μελετά την Ιστορία. Τα τελευταία 150 χρόνια ο ιστοριογραφικός λόγος εκκινώντας από την προσπάθεια σύνθεσης ενός πολιτικού αφηγήματος για το παρελθόν μας μετεξελίχτηκε (σταδιακά και με πολύμορφες εκφάνσεις) σε ένα λόγο πρωτίστως υπαρκτικό για την ταυτότητα του ανθρώπου, για την ταυτότητα των κοινωνιών και για την ταυτότητα του φαντασιακού μέλλοντός μας.

Ο Μαρξ εμβόλισε στην Ιστορία την οικονομία, ο Νίτσε απαίτησε από την Ιστορία την φιλοσοφία (ή και την προφητεία), ο Σπένγκλερ καταλόγισε στην Ιστορία την πεπρωμένη παρακμή της, ο Μπένγιαμιν της απέδωσε τον ζοφερό της άγγελο, η Σχολή των Annales έβαλε στο πλάνο της ιστοριογραφίας την ανθρωπολογία, την κοινωνική ψυχολογία, την γεωγραφία, την βιολογία, την περιβαλλοντολογία, την στατιστική, την δημογραφία, την λογοτεχνία, την ιστορία της τέχνης και των ιδεών. Από τον Μπροντέλ και μετά η ιστοριογραφία γίνεται περισσότερο βιοπολιτκή ανθρωπολογία – επί της ουσίας γίνεται (για να θυμηθώ έναν όρο που πρότεινε από το 1941 ο Ορτέγκα ι Γκάσετ) ιστοριολογία: μια στοχαστική διαδρομή που ανασυνθέτει την ταυτότητα ανθρώπων και κοινωνιών διά της ταυτότητας των ανθρώπων και των κοινωνιών του παρελθόντος. Και καθώς ο άνθρωπος από τον Διαφωτισμό και μετά είναι ο άνθρωπος μαζί με το προσδοκώμενο μέλλον του, πολύ γρήγορα η ιστοριολογία απέκτησε θαλερό λόγο επί του μέλλοντος. Στην (κρίσιμη για τον ταυτοτικό αυτοπροσδιορισμό της Δύσης) δεκαετία του 1990 όλοι θυμόμαστε πόσο μας εξόργισαν ή και πόσο μας ενθουσίασαν (ίσως ακριβώς για αυτό: επειδή είχαν την δυνατότητα να μας εξοργίζουν) τα βιβλία του Φράνσις Φουκουγιάμα και του Σάμιουελ Χάντιγκτον: Το «Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος» και η «Σύγκρουση των Πολιτισμών κι ο Ανασχηματισμός της Παγκόσμιας Τάξης» ήταν δυο μετα-ιστορικά ιστοριολογικά βιβλία που εξερευνούσαν την βιοπολιτική της Δύσης. Αν σήμερα τα ξαναδιαβάσει κανείς ψύχραιμα, δίχως την ρητορική πολιτική ένταση που δημιούργησαν καταγγελλόμενα, συνήθως με αναχρονιστική σχηματικότητα, ως εγχειρίδια του «μεταμοντέρνου ανιστορικού αναθεωρητισμού», και συνάμα προσπεράσει τις (όχι αμελητέες) απλουστεύσεις τους, θα δει σε αυτά, πρώτα από όλα, μια καίρια αγωνία του New Age: Οι άνθρωποι γυρεύουμε δια της Ιστορίας να μιλήσουμε για το μέλλον μας, ενδεχομένως και να το τραβήξουμε προς το μέρος μας.

Δεν χωρά αμφιβολία πως ο Τζάρεντ Ντάιαμοντ (Η.Π.Α., γεν. 1937) εκφράζει με κάθε κύτταρο του μυαλού του αυτήν την ακολουθία σκέψης. Καθηγητής Γεωγραφίας στο UCLA με εξειδίκευση στην βιογεωγραφία, φυσιολόγος, ανθρωπολόγος, ιστορικός και ιστοριολόγος, (αλλά και ορνιθολόγος) δεσπόζει ανάμεσα στους κορυφαίους εν ζωή εκπροσώπους της βιοπολιτικής ανθρωπολογίας/ιστοριολογίας – δεν είναι τυχαίο πως επηρέασε καθοριστικά (πιθανώς όσο κανένας άλλος) τον πιο προφανή επίγονό του και τρομερό παιδί της σύγχρονης βιοπολιτικής σκέψης, τον Γιουβάλ Νόε Χαράρι. Με μια σειρά από «εκλαϊκευτικά» βιβλία-προκλήσεις που δημοσίευσε τα τελευταία 30 χρόνια ο Ντάιαμοντ έβαλε στο κέντρο της αφήγησής του τις εξελικτικές διαδρομές των ανθρώπινων κοινωνιών: «Ο Τρίτος Χιμπατζής – η εξέλιξη και το μέλλον του ανθρώπου» το 1991, «Όπλα, μικρόβια και ατσάλι» το 1997, «Γιατί το σεξ είναι διασκεδαστικό;» το 2001, «Η κατάρρευση – Πώς οι κοινωνίες επιλέγουν να αποτύχουν ή να επιτύχουν» το 2005, «Ο κόσμος μέχρι χθες – Τι μπορούμε να μάθουμε από τις παραδοσιακές κοινωνίες» το 2012 (όλα τα παραπάνω κυκλοφορούν στα ελληνικά από της Εκδόσεις Κάτοπτρο).

Στα βιβλία αυτά ο Ντάιαμοντ μελετάει κοινωνίες προϊστορικές, πρωτοϊστορικές, αρχαίες, παραδοσιακές ή και σύγχρονες, κάνοντας μια σειρά από γοητευτικές υπερσυνδέσεις και αναγωγές (άλλοτε ιδιοφυείς και άλλοτε εκβιαστικά υπερβολικές) για την καταγωγική ρίζα τους και την δημιουργία της δομής τους, για την δυνατότητά τους να επιβιώνουν ή για την πορεία τους προς τον αφανισμό, για το κατά πόσο μπορούν να χρησιμεύσουν ως πρότυπο στον επερχόμενο καιρό. Η ιδιαίτερη persona του συγγραφέα τους, η αφοπλιστική όσο και παιγνιώδης πολυμάθειά του και το ανάλαφρο αφηγηματικό ύφος του (όπου ιστορικά γεγονότα συχνά συμπλέκονται με προσωπικές εμπειρίες) προφανώς δημιούργησαν στυλιστική σχολή (στο νου μου έχω και πάλι την περίπτωση του Χαράρι) και εξασφάλισαν στα βιβλία του μια εξακολουθητική θέση στην λίστα των best sellers, μια σειρά από βραβεία αλλά και απρόβλεπτες ενθουσιώδεις κρίσεις (είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Μπιλ Γκέιτς που δηλώνει ότι τα βιβλία του Ντάιαμοντ επηρέασαν καθοριστικά την σκέψη του τις τελευταίες δεκαετίες).

Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά της σκέψης και του ύφους του Ντάιαμοντ επαληθεύονται και στο τελευταίο βιβλίο του, το «Έθνη σε αναταραχή – Πώς αντιμετώπισαν την πιο κρίσιμη περίοδο της ιστορίας τους» («Upheaval: How Nations Cope with Crisis and Change», 2019) το οποίο μόλις κυκλοφόρησε στα Ελληνικά από τις Εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση της Ρηγούλας Γεωργιάδου (και με ένα πολύ πρόσφατο κείμενο του Ντάιαμοντ για την πανδημία του Covid 19 να προτάσσεται του βιβλίου). Εδώ η παραδειγματική αφετηρία του στοχασμού του (τον οποίο ο ίδιος ονομάζει «συγκριτικό») μετατοπίζεται από τις παραδοσιακές κοινωνίες σε εφτά περιπτώσεις σύγχρονων εθνικών κρατών («εθνών» όπως τα ονομάζει ο ίδιος) που βρέθηκαν σε αναταραχή (upheaval) και κατάφεραν να ανασυνθέσουν τον εαυτό τους σε μια νέα κανονικότητα: Eίναι η Φιλανδία από το 1939 και μετά (και η δύσκολη σχέση της με την Σοβιετική Ένωση), η Ιαπωνία από το 1853 και μετά (η Εποχή Μέιτζι), η Χιλή μετά το πραξικόπημα του Πινοσέτ, η Ινδονησία μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 1965 και τις σφαγές που ακολούθησαν, η μεταπολεμική Γερμανία, η μεταπολεμική Αυστραλία, και (όπως κανείς ευνόητα περιμένει) οι Ηνωμένες Πολιτείες του σήμερα. Ένα τελικό Κεφάλαιο (πιθανώς το πιο ενδιαφέρον και σίγουρα το ενδεικτικό του τρόπου που σκέφτεται ο Ντάιαμοντ) διερευνά την εφαρμογή του πίνακα πορισμάτων που προέκυψαν από τις προηγούμενες περιπτώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, στην παγκοσμιοποιημένη ανθρωπότητα του παρόντος και του μέλλοντος.

Ο πίνακας των δώδεκα παραγόντων που θα κρίνουν αν ένα «Έθνος» θα ξεπεράσει την κρίση ή θα καταποντιστεί είναι εξαιρετικά ερεθιστικός – και συνάμα χωράει πολύ συζήτηση και πολλές αντιρρήσεις. Ο Ντάιαμοντ θεωρεί καθοριστικά τα ακόλουθα: την κατανόηση της κρίσης, την ανάληψη της ευθύνης αντιμετώπισης, την δημιουργία ενός πλέγματος που θα οριοθετεί τα προς αντιμετώπιση προβλήματα, την λήψη οικονομικής βοήθειας από άλλες χώρες, την αξιοποίηση της εμπειρίας άλλων χωρών, την ενίσχυση και την επανεφεύρεση της εθνικής ταυτότητας, την ειλικρινή αυτοαξιολόγηση, την ιστορική εμπειρία προηγούμενων κρίσεων, την αντιμετώπιση της συλλογικής αποτυχίας, την στοχευμένη ευελιξία, τις βασικές συνεκτικές εθνικές αξίες, την ελευθερία από διαφόρους γεωπολιτικούς περιορισμούς. Είναι προφανές πως τα κριτήριά επαληθεύονται καθαρά στην Ιαπωνία της Εποχής Μέιτζι ή στην Φιλανδία των χρόνων από το 1939 και μετά, ωστόσο φαντάζουν μάλλον στενά (ακόμη και στον ίδιο των Ντάιαμοντ) ή και λειψά, όταν μιλάει για τις Η.Π.Α. του παρόντος και του μέλλοντος, και ακόμη περισσότερο, στο πλέον ενδιαφέρον κεφάλαιο του βιβλίου, που έχει τον εύγλωττο τίτλο «Τι επιφυλάσσει το μέλλον για τον κόσμο;»

Τι εννοώ: τα παραδείγματα του Ντάιαμοντ έρχονται από τον κόσμο των αυτόνομων οικονομιών που καλλιέργησαν τα αυτόνομα έθνη – όταν πάνε να εφαρμοστούν στα σημερινά παγκόσμια βιοπολιτικά αιτήματα/αινίγματα δείχνουν να αυτοϋπονομεύονται. Ο Ντάιαμοντ επαναλαμβάνει στα δώδεκα κριτήριά του μια πολύ σωστή αρχή: μόνο κοινωνίες που βρίσκουν συνεκτικούς λογικούς, ηθικούς και ταυτοτικούς άξονες μπορούν να προχωρήσουν. Έτσι καταφεύγει στην ιδέα των «εθνών»» τα οποία για δύο αιώνες, ως λειτουργική κατασκευή, παρήγαγαν αυτή την συνοχή (προκαλώντας, βέβαια, μίσος, φανατισμό, πόλεμο, πόνο και θάνατο). Ωστόσο στον παγκοσμιοποιήμενο κόσμο (ακριβώς λόγω της οικονομικής υπερ-δομής του) τα «έθνη» είναι μια μάλλον θανατηφόρα νοσταλγία – διότι συνοδεύεται με μια πεισματική άρνηση του παρόντος. Και το παρόν μας λέει ότι δεν έχουμε κανένα πειστικό αφήγημα που να μας συνέχει ως ανθρωπότητα να προτάξουμε απέναντι στα δύο πρωτεύοντα (και κατά τον Ντάιαμοντ) παγκόσμια προβλήματα – την ανισότητα και την κλιματική αλλαγή. Κι πως η Ιστορία διδάσκει πως όταν δεν δημιουργείται το συνεκτικό αφήγημα έρχεται ένας μεγάλος πόλεμος να το επιβάλει.

Είναι άραγε εφικτό ένα καινούριο παγκόσμιο συνεκτικό αφήγημα που θα επαναπυροδοτήσει την πολιτισμική πείνα των ανθρώπων; Είναι άραγε εφικτές (για να θυμηθώ τον Ανδρέα Εμπειρίκο) οι Ηνωμένες Πολιτείες όλου του Κόσμου; Οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος μας. Συνήθως τα συνεκτικά αφηγήματα είναι είτε περιχαρακώσεις της ταυτότητας (ας πούμε τα αφηγήματα γύρω από την ιδέα του «έθνους») είτε σωτηριολογίες (προφανώς οι θρησκείες), είτε αφηγήματα μίσους και πολέμου (ρατσισμός, φονταμενταλισμός κ.ο.κ.). Συχνά και όλα μαζί. Ο Διαφωτισμός επιχείρησε να φτιάξει το αφήγημα του ορθολογικού ανθρωπισμού – το οποίο κουβαλάει μεν το αίτημα της ηθικής μα πιθανώς να αποτελεί αντίφαση εν εαυτή: ο ανθρωπισμός δεν είναι απαραιτήτως ορθολογικός και το αντίστροφο. Οι μεγάλοι πόλεμοι συνήθως λύνουν τις αδιέξοδες εξισώσεις.

Η ιστορία του Γκωγκέν και του διάσημου πίνακά του που προτάχτηκε στον πρόλογο αυτού του κειμένου μπορεί να διαβαστεί και ως μία αλληγορία: Οι άνθρωποι έχουμε ζωτική ανάγκη να απαντήσουμε στην μάταιη ζωή μας στο τρίπτυχο ερώτημα «Από πού ερχόμαστε; Ποιοι είμαστε; Πού πάμε;» – και μάλιστα γυρεύουμε μια απάντηση «οριστική», «τελική» και «πέρα από κάθε αμφιβολία». Την ίδια ώρα δεν είμαστε έτοιμοι να αντέξουμε το βάρος ενός προκαθορισμένου πεπρωμένου, μια «οριστικής» απάντησης – προτιμάμε να εξαγγείλουμε μελοδραματικές «αυτοκτονίες» – τις οποίες δεν θα πραγματοποιήσουμε διότι η ζωή είναι γλυκύτερη από τον μελοδραματισμό μας. Μπορούμε ωστόσο να διατυπώνουμε ξανά και ξανά το ερώτημα – ελπίζοντας πως η απάντηση θα καθυστερήσει.

* Ο κ. Θανάσης Τριαρίδης είναι συγγραφέας και υπεύθυνος των διαδικτυακών σεμιναρίων για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό «Τα μελένια λεμόνια». Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Θα μας ξεπλύνει η θάλασσα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Guttenberg. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή