Ο Βενιζέλος και ο Θεοτοκάς, ο Καραμανλής και ο Ανδρέας

Ο Βενιζέλος και ο Θεοτοκάς, ο Καραμανλής και ο Ανδρέας

Αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ν. Αλιβιζάτου

9' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι παρεμβάσεις του στον δημόσιο πολιτικό λόγο, η αρθρογραφία του (και εδώ, στην «Κ») και τα βιβλία του, κυρίως γύρω από τη συνταγματική και κοινοβουλευτική ιστορία της Ελλάδας, έχουν καταστήσει τον Νίκο Αλιβιζάτο αυτό που οι αγγλόφωνοι αποκαλούν household name: σχεδόν όλοι γνωρίζουν ποιος είναι και τι πρεσβεύει: ένας συστηματικός (ακόμα και ρομαντικός) υπέρμαχος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και των θεσμών της. Τώρα, με το νέο του βιβλίο, «Δύο βήματα μπρος, ένα πίσω», που κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από το Μεταίχμιο, ο αγαπητός συνταγματολόγος (και δάσκαλος) μας «συστήνεται» αλλιώς: αυτοβιογραφείται αλλά και καταγράφει την πολιτική ιστορία της χώρας. Η «Κ» προδημοσιεύει τρία αποσπάσματα.

Προδημοσίευση
 
Ο Βενιζέλος και ο Θεοτοκάς, ο Καραμανλής και ο Ανδρέας-1Περί Καραμανλή πάντοτε ο λόγος. Από παλιά, βέβαια, ήθελα να τον γνωρίσω, αλλά δεν τα είχα καταφέρει. Ωσπου κάποια στιγμή, μετά τα γεγονότα του 1985, δόθηκε η ευκαιρία. Αφορμή ήταν μια μελέτη που είχα αναλάβει το 1988 για τις επιρροές του γαλλικού συντάγματος και του στρατηγού Ντε Γκωλ στο δικό μας Σύνταγμα. Το ραντεβού το έκλεισε η Πέγκυ Βεζανή, παλιά και αγαπητή φίλη, στενή συνεργάτιδα του Καραμανλή. Ζούσε τότε στη βίλα του αδελφού του, στην Πολιτεία, όπου και δεχόταν τους επισκέπτες του. Με δέχθηκε στο σαλόνι, που είχε εξαίσια θέα. Ηταν Φεβρουάριος και ο καιρός μάλλον μουντός. Η Αθήνα απλωνόταν στα πόδια μας και το βλέμμα έφθανε μέχρι τη θάλασσα που ασήμιζε έως την Αίγινα. Χάζευα από τη μεγάλη μπαλκονόπορτα, όταν μπήκε στο δωμάτιο αθόρυβα, χωρίς να τον καταλάβω. Ηταν χαλαρός, χωρίς γραβάτα, και φορούσε μια 
ελαφριά ζακέτα. 

Δεν χρειάστηκαν πάνω από δέκα λεπτά για να εξαντλήσουμε το θέμα για το οποίο είχα ζητήσει να τον δω: τον Ντε Γκωλ δεν τον συμπαθούσε. Διαφωνούσε με την εξωτερική πολιτική του, «η οποία διασπούσε την ενότητα της Δύσεως», αλλά τον σεβόταν για τη μεγάλη προσφορά του στην πατρίδα του, τη Γαλλία. Το 1940 «είχε σώσει την τιμή της» και το 1958 «τη δημοκρατία της». Οσο για το γαλλικό σύνταγμα του 1958, έμοιαζε με το δικό μας μόνο σε ένα σημείο: ενίσχυαν και τα δύο τη θέση της εκτελεστικής εξουσίας. Κάτι που θεωρούσε αυτονόητο και επιβεβλημένο στον σύγχρονο κόσμο. 

Από εκεί και πέρα, η συζήτηση γύρισε στα γενικά. Εχω κρατήσει λεπτομερείς σημειώσεις, στις οποίες έκτοτε ανατρέχω: «Ακουσε να δεις. Τα είπα και στον Μάνεση. Δεν υπάρχουν γενικοί κανόνες. Κάθε χώρα χρειάζεται το δικό της Σύνταγμα, γιατί έχει τις δικές της παραδόσεις, τα δικά της ήθη, άλλη γεωγραφία και άλλο κλίμα. Πρώτος τα είπε αυτά ο Αριστοτέλης. Εσείς οι συνταγματολόγοι αυτά δεν μπορείτε να τα καταλάβετε. Μόνον οι πολιτικοί τα καταλαβαίνουν. Γι’ αυτό πρέπει να μας ακούτε».

Επειτα από αυτό το πρώτο ξεκαθάρισμα, έτσι για να ξέρω με ποιον συνομιλώ, συνέχισε: «Από το ’21, στην Ελλάδα οι διχασμοί δεν είναι η εξαίρεση, όπως λες εσύ! Είναι ο κανόνας! Η Ελλάδα κυβερνήθηκε για ελάχιστα χρονικά διαστήματα δημοκρατικά: την πρώτη τριετία του Χαρίλαου Τρικούπη, την πρώτη τετραετία του Ελευθέριου Βενιζέλου και τα δεκατέσσερα χρόνια της δικής μου πρωθυπουργίας!».

Από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι τον Ανδρέα Παπανδρέου δεν τον θεωρούσε αντίπαλο του ύψους του. Τα είχε κυρίως με τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον οποίο κατηγόρησε ευθέως για έλλειψη αρχών. Μεγάλος «αντίπαλός» του, πάντως, ήταν άλλος: ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο μόνος που προφανώς θεωρούσε ότι μπορούσε να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του, τουλάχιστον στον 20ό αιώνα. «Αυτός ήταν τυχερός», είπε σε κάποια στιγμή. «Διότι κυβέρνησε σε περίοδο πολέμου. Τότε γίνεσαι πιο εύκολα ήρωας». Καθώς εκείνη ακριβώς τη μέρα οι εφημερίδες δημοσίευαν την είδηση ότι το νέο αεροδρόμιο στα Μεσόγεια θα ονομαστεί «Ελευθέριος Βενιζέλος», ξέσπασε: «Τι δουλειά έχει αυτός; Εγώ έκανα τις απαλλοτριώσεις 
στα Σπάτα». […]

Πού πήγαινε τότε στον κόσμο η δημοκρατία; «Υπάρχουν τριών ειδών δημοκρατίες», είπε. «Η αγγλοσαξονική, που είναι και η καλύτερη, η σκανδιναβική, όπου χάρη στην ωριμότητα των λαών τους καταφέρνουν να κυβερνούν και οι μειοψηφίες, και η μεσογειακή. Γι’ αυτήν άσ’ τα καλύτερα και μην τα ρωτάς!». Και με μια κίνηση του χεριού του, που έλεγε πολύ περισσότερα από εκατό λόγια, συνέχισε: «Η δημοκρατία σε μας δεν κινδύνευε», γιατί την είχε «σταθεροποιήσει» ο ίδιος και γιατί είχε βάλει την Ελλάδα στην Ευρώπη. Ηταν όμως μια μίζερη δημοκρατία, που δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καιρών. Κάποια στιγμή, όταν του είπα ότι επί των ημερών του δεν είχε εκτελεστεί κανένας κομμουνιστής, χάρηκε που το ήξερα και υπερηφανεύτηκε που μειώθηκε και ο αριθμός των εκτοπισμένων και των κρατουμένων του Εμφυλίου, γενικά. Πήρα τότε θάρρος και του μίλησα για την καταστροφή της Αθήνας λόγω αυθαιρέτων και αντιπαροχής, μετά το 1955. Αγρίεψε τότε, σηκώθηκε σαν ελατήριο, με έπιασε από το πέτο και φώναξε τσατισμένος: «Και τι ήθελες να τους κάνω; Ξέρεις πόσες χιλιάδες είχαν μαζευτεί στην Αθήνα εκείνα τα χρόνια;». 

Η συζήτηση τέλειωσε με μια μνημειώδη γκάφα μου: από επαγγελματική διαστροφή, όταν κάποια στιγμή με ρώτησε «ποια αναθεώρηση» του Συντάγματος στην Ελλάδα θεωρούσα την πιο «σωστή», νόμιζα ότι εννοούσε ποια έγινε σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος. «Η τελευταία», του απάντησα αφελώς, δηλαδή του 1986, που είχε περικόψει τις προεδρικές «υπερεξουσίες». Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται. Είδα κι έπαθα να τον πείσω ότι είχα παρεξηγήσει την ερώτησή του. Τελικά, χωρίσαμε καλά. Δεν τον ξαναείδα έκτοτε, αλλά του έστελνα τα βιβλία μου, όπως μου ζήτησε. Χάρη στην Πέγκυ πάντοτε, λίγα χρόνια αργότερα, μου έστειλε και τη γνωστή φωτογραφία του με αφιέρωση. Εκτοτε, πολλοί φίλοι μού προσάπτουν ότι ενέδωσα κι εγώ στον «μύθο» του Καραμανλή, παραβλέποντας τα ελαττώματά του, τον «υπερφίαλο» χαρακτήρα του, τον «υπέρμετρο εγωισμό» του κ.λπ. κ.λπ. Δεν αρνούμαι ότι, από το 1974 που παρακολουθώ από κοντά τον βίο και την πολιτεία του, θαυμάζω την ικανότητά του να συλλαμβάνει πολύ γρήγορα την ουσία των πραγμάτων, να στέκεται σε αυτήν και να παραβλέπει τα δευτερεύοντα. Και όλα αυτά με μια τετράγωνη, μια μαθηματική λογική του αυτονόητου. 

Από αυτή την άποψη, οι ολιγάριθμες αγορεύσεις του στην πρώτη και στη δεύτερη μεταδικτατορική Βουλή ήταν όλες αξιοθαύμαστα δομημένες. Και αυτό, παρότι δεν χρησιμοποιούσε καν σημειώσεις. Θα προσθέσω, όμως, και κάτι ακόμα. Μήπως είχε δίκιο να θεωρεί «χρυσή εποχή» του την πρώτη οκταετία 1955-1963 και όχι τη Μεταπολίτευση; Το βέβαιο είναι ότι οι συνθήκες στη δεκαετία του 1950, με έναν νωπό εμφύλιο πόλεμο, τα πάθη τεταμένα και την οικονομία της χώρας κατεστραμμένη, ήταν πιο δύσκολες. Ενώ το 1974-75, από τη στιγμή που κατάφερε, χάρη στον Ευάγγελο Αβέρωφ και τον Σόλωνα Γκίκα, να ελέγξει τον στρατό, είχε όλο τον κόσμο με το μέρος του. Από την άλλη, επειδή άφησε ανέλεγκτους κάποιους σκοτεινούς μηχανισμούς στο κράτος το 1958, φτάσαμε στο σχέδιο «Περικλής», στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, στο σαμποτάζ του Εβρου και λίγο αργότερα στην ίδια τη χούντα. Μήπως, όμως, και να ήθελε να τους ελέγξει, δεν μπορούσε; Να ένα ωραίο θέμα στο οποίο ένας ερευνητής με ζωηρό μυαλό θα μπορούσε αύριο να αφιερώσει τη διατριβή του. Το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα θα του χρωστάει πάντοτε το βελούδινο πέρασμα από τη δικτατορία στη δημοκρατία. Σε ό,τι με αφορά, αυτό και η ένταξή μας στην ΕΟΚ ήταν τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του. 

Ο Βενιζέλος και ο Θεοτοκάς, ο Καραμανλής και ο Ανδρέας-2
Ο πατέρας του Νίκου Αλιβιζάτου καταθέτει ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του Πολυτεχνείου (24.10.1975).
 

1989: Ρήξεις

Δεν θα ήμουν ειλικρινής αν έλεγα ότι τον Δεκέμβριο του 1989 παρακολουθούσα με την ένταση που θα περίμενε κανείς από κάποιον που θεωρούσε τον εαυτό του αριστερό τις εξελίξεις στην Ανατολική Ευρώπη· εκεί, δηλαδή, όπου παίζονταν οι τύχες του κόσμου. Διότι ούτε η πτώση του Τείχους του Βερολίνου ούτε η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων –του ενός μετά το άλλο, σαν σε ντόμινο– με είχαν ταρακουνήσει, όπως κανονικά θα έπρεπε. Αδιαφορία; Επαρχιωτισμός; Ποιος ξέρει; Το βέβαιο είναι ότι σε μένα, όπως και σε πολλούς ακόμα, οι τελευταίοι μήνες του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία είχαν προκαλέσει αισθήματα αγανάκτησης και ντροπής. Ετσι, το «ελληνικό 1989» δεν το βλέπαμε ως αφορμή για κυνικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών, όπως πολλοί έκτοτε το παρουσιάζουν. Το αντιμετωπίζαμε ως μοναδική ευκαιρία για να ξεπεράσουμε, με την ενεργό συμβολή της Αριστεράς, τα αδιέξοδα στα οποία είχαν οδηγήσει τη χώρα το σκάνδαλο Κοσκωτά και η προκλητική συμπεριφορά των κυβερνώντων.

Η πρώτη φορά που άκουσε ομιλία του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ

Πριν κλείσω το κεφάλαιο Παρίσι, θέλω να σταθώ σε ένα τελευταίο περιστατικό της εκεί ζωής μου. Τον χειμώνα του 1975-1976, δεν θυμάμαι ακριβώς πότε, είχε έρθει στο Παρίσι ο Ανδρέας Παπανδρέου. Δεν τον είχε καλέσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα, με το οποίο το ΠΑΣΟΚ δεν είχε ακόμη σχέσεις, αλλά το PSU, το ιστορικό κόμμα του Μισέλ Ροκάρ, το οποίο όμως ο τελευταίος είχε εγκαταλείψει, για να προσχωρήσει στο κόμμα του Μιτεράν. Ηταν η εποχή του ζιβάγκο, όταν ο Ανδρέας κατάγγελλε την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία σχεδόν εξίσου έντονα με τη Δεξιά. Το ΠΑΣΟΚ στο Παρίσι ήταν εντελώς ανίσχυρο και τα τοπικά στελέχη του απευθύνθηκαν σε μερικούς από μας για να μας καλέσουν σε μιαν ομιλία που ο Παπανδρέου επρόκειτο να δώσει σε φοιτητικό ακροατήριο. Εμένα ειδικά με είχε καλέσει ο Νίκος Σωτηριάδης.  Η συγκέντρωση έγινε στο υπόγειο ενός σπιτιού της Cité Universitaire, νομίζω του βέλγικου. Καθώς ο χώρος δεν ήταν καλά φωτισμένος, η ατμόσφαιρα θύμιζε περισσότερο ακτίφ κομμουνιστικού κόμματος παρά δημόσια εκδήλωση νόμιμου φορέα. Δίπλα στον Ανδρέα καθόταν μια σκοτεινή φυσιογνωμία με χαίτη, ο Ακης Τσοχατζόπουλος. Ο Ανδρέας άρχισε με μια γλαφυρή –πρέπει να ομολογήσω– περιγραφή της διεθνούς κατάστασης, την οποία ανέλυσε με βάση τη λεγόμενη θεωρία της «εξάρτησης», δηλαδή το σχήμα Κεντροπεριφέρεια, που τότε είχαν διαδώσει οι θεωρητικοί της νεομαρξιστικής σχολής σε Αμερική και Ευρώπη, με πρωτεργάτη τον Αντρέ Γκούντερ Φρανκ. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η Ελλάδα ήταν περιφερειακή χώρα και μόνο να χάσει είχε αν ενωνόταν με τις καπιταλιστικές μητροπόλεις. Εκείνες θα πλούτιζαν, ενώ εμείς θα γινόμασταν φτωχότεροι. Γι’ αυτό και δεν έπρεπε να προσχωρήσουμε ποτέ στην ΕΟΚ. Απεναντίας, οφείλαμε να αναζητήσουμε την τύχη μας με τους Αδεσμεύτους και τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, τους μόνους συνεπείς αντιπάλους του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Γιατί και η άλλη υπερδύναμη, η Σοβιετική Ενωση, και οι σύμμαχοί της δεν φαίνονταν διατεθειμένοι να ρισκάρουν πολλά σε μιαν ευθεία αντιπαράθεση με τον ιμπεριαλισμό, με τον οποίο κάπου τα είχε βρει. 

Ο Βενιζέλος και ο Θεοτοκάς, ο Καραμανλής και ο Ανδρέας-3

Στο τέλος της ομιλίας, δεν έγινε πολλή συζήτηση, γιατί ο ομιλητής έπρεπε κάπου να πάει. Θυμάμαι, πάντως, ότι ο Τσοχατζόπουλος έκοψε μιαν ερώτηση από το ακροατήριο για τις πρόσφατες, τότε, διαγραφές στο ΠΑΣΟΚ και τον αρχηγικό χαρακτήρα του Κινήματος. Γυρίζοντας το βράδυ στο σπίτι, όπου με περίμεναν για τις εντυπώσεις η Γιάννα και μερικοί ακόμα φίλοι, τους είπα ότι ο Ανδρέας ως ομιλητής απείχε παρασάγγας απ’ όσα ξέραμε ώς τότε. Είχε τη σπάνια ικανότητα να συνθέτει με νηφαλιότητα πράγματα και καταστάσεις που εκ πρώτης όψεως δεν σχετίζονταν. Επί της ουσίας, εντούτοις, η ομιλία του με είχε απογοητεύσει. Πώς είναι δυνατόν, διερωτώμουν, μια χώρα που είχε βγάλει στην πολιτική έναν Ελευθέριο Βενιζέλο, στην ποίηση έναν Γιώργο Σεφέρη και στη λογοτεχνία και στις εικαστικές τέχνες τη γενιά του ’30, να θεωρείται σχεδόν τριτοκοσμική; 
Δεν επρόκειτο για ιδεατά σχήματα, αλλά για πραγματικότητες τις οποίες ο Ανδρέας, ως γιος του Γεωργίου Παπανδρέου, μαθητής του Κολλεγίου Αθηνών και μεγαλωμένος στο περιβάλλον της αστικής Αθήνας, ήταν αδύνατον να αγνοεί. Μήπως δεν πίστευε όσα υποστήριζε, αλλά τα έλεγε επειδή τον βόλευαν πολιτικά; Πολύ περισσότερο που σε κανένα σημείο της ομιλίας του δεν μου έδωσε την εντύπωση ότι η Ελλάδα τον συγκινεί. 

Ηταν σαν να μιλούσε ένας εμπειρογνώμονας του ΟΗΕ για μιαν αφρικανική ή νοτιοαμερικανική χώρα, στην οποία είχε σταλεί για να τη συμβουλέψει πώς θα απαλλαγεί από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση. Κοντολογίς, οι επιφυλάξεις μου για τον άνθρωπο αυτόν από τα χρόνια της δικτατορίας, αντί να αμβλυνθούν, ενισχύθηκαν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή