Το μέρος που ονομάζουμε σπίτι

Το μέρος που ονομάζουμε σπίτι

4' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το μέρος που ονομάζουμε σπίτι-1Δεν διαβάζουμε τα ποιήματα του Κάρβερ, κατοικούμε μέσα τους. Αλλωστε η λογοτεχνία δεν φτιάχνεται από λέξεις. Φτιάχνεται όπως χτίζονται τα σπίτια. Και ο Κάρβερ δεν είναι λέξεις. Μπορεί να είναι αγάπη, φόβος, πόνος, συμπόνια, παραδοχή της καταιγίδας, πρωινή γαλήνη, σκυλιά που μας κυνηγούν μέσα στη νύχτα. Πάντως, λέξεις δεν είναι. 

Τούτη την έκδοση την περίμενα καιρό. Και ήρθε την κατάλληλη στιγμή. Επειδή μας υπενθυμίζει την τρυφερότητα της ανθρωπότητας, το μαλακό μας σπλάχνο. Την ώρα μάλιστα που βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι στην άτρακτο ενός μυστήριου αεροπλάνου, μιας κιβωτού. Κοιτάζουμε από ψηλά την πόλη, τα σπίτια, το εσωτερικό των σπιτιών, όπως το μεθυσμένο ζευγάρι στο «Θαύμα». Αν και είναι το δικό μας σπίτι που βλέπουμε, η στέγη μας, το δικό μας στρωμένο τραπέζι την ώρα του βραδινού. Κάπως έτσι ανταποκρίνομαι στα ποιήματα που μετέφρασε με φροντίδα ο συγγραφέας Ακης Παπαντώνης («Εκεί που είχαν ζήσει», εκδ. Κίχλη). Μια προσωπική επιλογή από τις τέσσερις συλλογές του Κάρβερ, παρέα με μια χούφτα αθησαύριστα. Μια προσεγμένη ανθολογία η οποία έχει τη συνήθη έκταση που προτιμούσε ο Κάρβερ για τις συλλογές του: καμιά εξηνταριά ποιήματα, χωρισμένα σε ενότητες, σαν τραγούδια στις πλευρές ενός ροκ δίσκου.

Η ποίηση του Κάρβερ είναι σπουδαία γιατί από τη μία αστράφτει στιβαρή σαν πυραμίδα στον ουρανό, από την άλλη διατηρεί τη γρηγοράδα, τη σπίντα μιας πρόχειρης σημείωσης ενός ανθρώπου που έζησε για χρόνια στο χάος και εντέλει κατόρθωσε να δοξάσει τη ζωή, την ευλογημένη ροή της: την εργασία, την ανάπαυλα, τα ταξίδια, τη συντροφικότητα, το σεξ. Ακόμα κι εκείνο το άγριο παρελθόν. Λακωνικότητα, μικρό πλάτος στίχων, ρυθμός σαν σφυρί που χτυπά τη στίξη στο χαρτί, καθόλου φιλολογία. Ιδού τα υλικά του Κάρβερ, ο οποίος άφησε περίπου τριακόσια ποιήματα πλάι στα διηγήματά του. Το γράψιμό του είναι σαν δέντρο δίχως φύλλωμα. Μόνο κορμός, κλαδιά. Οπότε το γύρισμα στα ελληνικά ζορίζει. Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να το διαπιστώσει ιδίοις όμμασι, αφού η έκδοση το επιτρέπει, με το πρωτότυπο ν’ αυτονομείται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου.
Είναι επομένως φυσιολογικό οι στίχοι να πλαταίνουν, το ποίημα να χάνει την όψη βέργας που έχει καρφωθεί στη σελίδα, η οικειότητα της επανάληψης κάποιων λέξεων να εξαφανίζεται –λέξεις-κλειδιά σαν μονότονος μα ανακουφιστικός σκοπός πουλιού– και η απόδοση στη γλώσσα μας να ζυγίζει διαφορετικά. Με αποτέλεσμα τα ποιήματα να γίνονται ποιήματα, ανεπιστρεπτί. Ολοκληρώνονται, κλείνουν, εγκαταλείπουν το προνόμιο της διαρροής σε μια φόρμα πιο υγρή, αποκτούν περίγραμμα κι αποχαιρετούν την επείγουσα νερένια τους υπόσταση. Παύουν να θυμίζουν φαντάσματα που κυλάνε στο ποτάμι.

Γιατί τα ποιήματα του Κάρβερ έχουν κάτι από νερό, καταρράκτη, ποτάμι. Αρκεί να κοιτάξει κανείς τους τίτλους των συλλογών του: «Εκεί που το νερό συναντά κι άλλο νερό« (1985), «Ουλτραμαρίν» (1986), «Ενα καινούργιο μονοπάτι μέχρι τον καταρράκτη» (1989). Ισως τελικά ο Κάρβερ μοιάζει περισσότερο με άνδρα που ψαρεύει ήσυχα πέστροφες παρά με συγγραφέα.

Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι ικανός να γράψω ούτε μισή αράδα για τον Κάρβερ. Τι να γράψω άλλωστε; Μέσα στον Νοέμβρη, ξυπνούσα κάθε πρωί, διάβαζα μερικά ποιήματα του τόμου και ξεκίναγα τη μέρα μου. Αυτό θα μπορούσε να είναι το μοναδικό μου σχόλιο. Τι παραπάνω να προσθέσω; Διαβάζω Κάρβερ σχεδόν τριάντα χρόνια, δίχως τούτο να σημαίνει πως τον ξέρω καλά. Οχι, δεν τον ξέρω διόλου καλά. Δεν έχω διαβάσει όλα τα ποιήματά του, δεν θυμάμαι συνήθως το περιεχόμενο των ιστοριών του, μπερδεύω τις συλλογές διηγημάτων μεταξύ τους, μου διαφεύγουν πράγματα. 
Εν ολίγοις, όλα έχουν ανακατωθεί μέσα μου, σαν κομμάτια ζωής και μνήμης που αιωρούνται λες και είναι προβολές από όνειρο διαρκείας. Ομως, ένα έχω να πω: η φωνή του αντηχεί συχνά σπίτι μου, τουλάχιστον στα δικά μου αυτιά, και έχω δει το ωραίο μελαγχολικό του πρόσωπο να βολτάρει από δωμάτιο σε δωμάτιο, όπως εκείνο το σπουργίτι που εγκλωβίστηκε τις προάλλες στο καθιστικό κι έψαχνε ζαλισμένο τ’ ανοιχτό παράθυρο ν’ αποδράσει. Αν ζούσα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ίσως να έλεγα τα ίδια για τον Τσέχωφ. Οχι επειδή ο Κάρβερ χαρακτηρίστηκε κάποτε ως η αμερικανική εκδοχή του Ρώσου –αυτές είναι δημοσιογραφικές υπερβολές, κανένας συγγραφέας δεν μοιάζει με κανέναν–, αλλά επειδή είναι δύο συγγραφείς απλοί και τρυφεροί, όπως η καρδιά ενός παιδιού. Κι αυτό είναι το δυσκολότερο επίτευγμα στη λογοτεχνία. Είναι πιο δύσκολο από κάθε είδους πειραματισμούς, σοβαρότητα, περίτεχνο ύφος, μεγάλες φράσεις όσο το χέρι ενός γίγαντα. Γιατί είναι σπάνιο.  

Ο Κάρβερ πέθανε στα πενήντα, έζησε έξι χρόνια παραπάνω από τον Τσέχωφ. Αλλες συνθήκες τότε, άλλες τώρα, θα πει κάποιος. Ομως εκείνα τα έξι επιπλέον χρόνια πρόλαβε να τελειοποιήσει το τρέμουλο της αγωνίας και της βαθιάς του συγκίνησης για τον κόσμο που διαπερνά τα γραπτά του, επιβεβαιώνοντας ξανά τον κανόνα: σημασία έχει η θέση, η οπτική γωνία, η μοναδικότητα του βλέμματος, η φωνή. Σε αντίθεση με τους κακούς συγγραφείς που έχουν πολλές φωνές, οι καλοί συγγραφείς έχουν μία. Μικρή και τρομαγμένη. Σαν τιτίβισμα. 

Αγόρασα το βιβλίο, με τον ωραίο τίτλο και την ασπρόμαυρη φωτογραφία στο εξώφυλλο, μία μέρα πριν από το δεύτερο lockdown. Το μισό είναι στ’ αγγλικά, με προειδοποίησε ευγενικά ο ασπρομάλλης βιβλιοπώλης. Κι ενώ του απάντησα πως το γνώριζα και δεν με πείραζε καθόλου, βαθιά μέσα μου λυπήθηκα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή