ΤΖΩΝ ΦΑΝΤΕ
Το όργιο
μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής
σελ. 84, εκδ. Δώμα
Τι σόι συγγραφέας θα ήταν ο Φάντε αν ζούσε σήμερα; Θα ήταν διάσημος; Θα έτρεχε σε λογοτεχνικές παρουσιάσεις; Θα είχε ακολούθους στο Instagram; Αραγε, θα τολμούσε να κυκλοφορήσει τα βιβλία του ένας τόσο εκλεκτικός οίκος όπως οι εκδόσεις Δώμα; Αμφιβάλλω. Περισσότερο τον φαντάζομαι να πηγαίνει στην αβάσταχτη πρωινή δουλειά του και να μουρμουρίζει οργισμένος: «Πού ακούστηκε ένας συγγραφέας να έχει πιστούς, πελάτες; Το Instagram θυμίζει καταστήματα ψιλικών».
Ιδού συνοπτικά ο βίος του Τζoν Φάντε, για όποιον δεν επιθυμεί να ανατρέξει στο Διαδίκτυο: γεννήθηκε το 1909 στο Κολοράντο, εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα στην ηλικία των τριάντα, συνέχισε με το «Ρώτα τη σκόνη», ένα βιβλίο που θεμελίωσε λογοτεχνικά την πόλη του Λος Αντζελες στον εικοστό αιώνα (δίχως βέβαια να πουλήσει ικανοποιητικά), για να χαθεί τη δεκαετία του ’50 στο Χόλιγουντ, με την ιδιότητα του σεναριογράφου. Επρεπε να έρθει ο Μπουκόφσκι για να τον τραβήξει από την αφάνεια, με τη χαρακτηριστική έπαρση που διαθέτουν οι μεγάλοι ποιητές. Πρέπει οπωσδήποτε να μας συστήσουν τους προγόνους τους.
Το πρόβλημα που προκύπτει με συγγραφείς όπως ο Φάντε είναι πως έχουμε την απερισκεψία να τους ανιχνεύουμε εκ των υστέρων, ποτέ στον καιρό τους. Ισως επειδή ο καιρός τους είναι αργότερα, μετά. Κι εμείς, οι αναγνώστες, είμαστε ένα βήμα πίσω, παρόλο που περηφανευόμαστε πως διαθέτουμε πιο ευαίσθητες κεραίες από τις προηγούμενες γενιές. Επομένως, εικάζω πως αν έγραφε στις μέρες μας, δεν θα διακρίναμε τη δύναμή του, ένα κράμα από αφέλεια, αυθάδεια και συγκινησιακή ετοιμότητα. Θα προτιμούσαμε αδιαμφισβήτητα κάτι περισσότερο φρέσκο ή λαμπερό. Τέτοιους συγγραφείς –απλούς και άχρονους και εκτός μόδας– τους υποδεχόμαστε συνήθως νεκρούς.
Ισως θα έπρεπε να απολογηθούμε στον σύγχρονο Φάντε, τον οποίο θ’ ανακαλύψουμε έπειτα από χρόνια, με τον ίδιο τρόπο που ανακαλύπτουμε και απολαμβάνουμε το διάβασμα τούτης της πρόσφατα μεταφρασμένης μικρής νουβέλας, 38 έτη από τον θάνατο του συγγραφέα της. Απόλαυση που έχει καλά κρυμμένη μέσα της (όπως μια κουφάλα δέντρου που φυλά ένα κιούπι φλουριά και μια σφηκοφωλιά) εκείνη την αναγνωστική ενοχή που επιβεβαιώνει, για μια ακόμα φορά, την αμείλικτη στρατηγική της λογοτεχνίας που δεν παύει να διψά για ανατροπές, ανακατατάξεις, λάθη, λήθη. Η λογοτεχνία ευφραίνεται να εξαπατά το κοινό, την κριτική, τους συγγραφείς. Δεν δείχνει επιείκεια. Είναι ένα φάντασμα που μας διαπερνά.
Αλήθεια, πού βρίσκονται οι ευπώλητοι συνάδελφοί του οι οποίοι μεσουράνησαν την περίοδο που ο ίδιος εργαζόταν στα υπόγεια της κινηματογραφικής βιομηχανίας; Μάλλον πουθενά. Ενα βιβλίο που διαβάζεται με ενθουσιασμό σε μία συγκεκριμένη φέτα χρόνου, δεν σημαίνει πως θα διαβάζεται εσαεί. Κάτι που ισχύει και για τον Φάντε. Το γεγονός πως διαβάζουμε χωρίς ανάσα το «Οργιο», δεν υλοποιεί ένα παντοτινό κοινό.
Γιατί η λογοτεχνία μοιάζει με ορυχείο, για να συνδέσω τις προηγούμενες 400 λέξεις που πληκτρολόγησα, με την πρόσφατη κυκλοφορία που συμπληρώνει την περσινή έκδοση της πατρικής νουβέλας «Ο σκύλος μου ο Ηλίθιος», δύο ιστορίες που εκδόθηκαν παρέα το ’85, υπό τον τίτλο «Δυτικά της Ρώμης».
Ενα δεκάχρονο αγόρι ακολουθεί τον ονειροπόλο πατέρα του και τον άθεο φίλο του –οικοδόμοι αμφότεροι– σ’ ένα αποστραγγισμένο ορυχείο, με τη φρούδα ελπίδα πως θα βρουν χρυσάφι και θα πιάσουν την καλή. «Αμα ήσουν μόνος σου, θα έσκαβες για σιδηροπυρίτη, εκατό τα εκατό», λέει ο φίλος εμφατικά. Ο πατέρας δεν καταλαβαίνει. «Ψευδόχρυσος», συμπληρώνει ο φίλος. «Πολύς κόσμος έχει γελαστεί, μπερδεύοντας το σιδηροπυρίτη με το χρυσό». Ο,τι λάμπει, δεν είναι απαραίτητα πολύτιμο. Και ό,τι διαβάζεται ως νεόκοπο αριστούργημα, δεν έχει απαραίτητα διάρκεια.
Αμηχανία
Αυτά περί πλοκής. Αλλωστε, το οπισθόφυλλο της έκδοσης μας προσφέρει με ακρίβεια την περιληπτική εικόνα, και σίγουρα παραπάνω το εξώφυλλο: δύο κόκκινα κέρατα, κέρατα διαβόλου, δίχως κεφάλι, να τρυπούν το παραδεισένιο γαλάζιο ενός κενού ουρανού. Κάπως έτσι δεν είναι και η ανάγνωση; Σε τσιμπά, ανοίγει μικρές οπές, σε κάνει να αισθάνεσαι έκθετος, άγιος, διαβολικός, ζωντανός.
Κλείνοντας, μια ομολογία: συχνά δεν ξέρεις τι να γράψεις αφού έχεις ολοκληρώσει την ανάγνωση ενός βιβλίου. Από τη μία, η παρουσίαση της ιστορίας αποτελεί αναγκαία χειρονομία. Μα είναι οκνηρή και ανιαρή. Από την άλλη, το ύφος δεν γίνεται να μεταδοθεί: πώς να μεταφέρεις τους κυματισμούς, τις πτυχώσεις, το βάθος και τον πάτο της γλώσσας; Στέκεσαι με αμήχανο βλέμμα απέναντι στο κείμενο. Είναι σαν να κοιτάς ένα ορυχείο γεμάτο φλέβες χρυσού. Δεν έχεις τα εργαλεία να τις συλλέξεις. «Μήπως είναι ψευδόχρυσος;» αναρωτιέσαι. Κουρασμένος παρατηρείς στοιχεία που βρίσκονται στην είσοδο του ορυχείου, στην περιφέρεια του κειμένου. Επιστρέφεις σπίτι με άδεια χέρια. Και γράφεις. Ενα κριτικό σημείωμα φτιάχνεται από αμηχανία.