Σα βγεις στον πηγαιμό για το Δουβλίνο

Σα βγεις στον πηγαιμό για το Δουβλίνο

Στις 2 Φεβρουαρίου του 1922 εκδόθηκε ο «Οδυσσέας» του Τζέιμς Τζόις – εκατό χρόνια μετά, ο μύθος του συνεχίζει να μεγαλώνει

7' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ας δούμε πώς φαντάστηκε όσα συνέβησαν στο Παρίσι στις 2 Φεβρουαρίου του 1922 ο Ισπανός συγγραφέας Ενρίκε Βίλα-Μάτας: «Η ταχεία έφτασε στις επτά το πρωί ακριβώς. Και η Σίλβια Μπιτς έτρεξε προς τον ελεγκτή που κρατούσε ένα δέμα και έψαχνε να βρει σε ποιον έπρεπε να δώσει αυτά τα πρώτα δύο αντίτυπα του Οδυσσέα, σταλμένα απ’ τον τυπογράφο Μορίς Νταραντιέρ, ο οποίος είχε κυριολεκτικά φτύσει αίμα σε κάθε διόρθωση, κάθε παραγράφου, κάθε δοκιμίου, που είχε διαγραφτεί, ξαναγραφτεί και αλλάξει μέχρι παραληρήματος. Εκεί βρίσκονταν το πρώτο και το δεύτερο αντίτυπο της πρώτης έκδοσης, με τα θαλασσιά εξώφυλλά τους, όπου ο τίτλος και το όνομα του συγγραφέα ήταν τυπωμένα με άσπρα γράμματα. Hταν τα γενέθλια του Τζέιμς Τζόις, και το δώρο της Σίλβια Μπιτς θα του γινόταν αξέχαστο. Iσως αυτή να ήταν μια από τις μεγάλες κρυφές στιγμές της εποχής της τυπογραφίας, του γαλαξία του Γουτεμβέργιου».

Τα γεγονότα που περιγράφει ο Βίλα-Μάτας στο παραπάνω απόσπασμα της «Δουβλινιάδας» (εκδ. Καστανιώτη) είναι ως επί το πλείστον ακριβή. Το τρένο έφτασε πράγματι από την Ντιζόν στο Παρίσι τις πρώτες πρωινές ώρες, η Σίλβια Μπιτς παρέλαβε το δέμα με τα δύο πρώτα από τα συνολικά χίλια αντίτυπα που είχε παραγγείλει για την πρώτη έκδοση του «Οδυσσέα», πήγε με ταξί μέχρι το ξενοδοχείο του Τζόις στην οδό de l’Université και του χάρισε το ένα, ως δώρο για τα 40ά του γενέθλια, ενώ το άλλο το τοποθέτησε στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου της, του περίφημου Shakespeare and Company.

Είχαν προηγηθεί οι δημοσιεύσεις ορισμένων κεφαλαίων σε περιοδικά της Αγγλίας (The Egoist) και των Ηνωμένων Πολιτειών (The Little review), που είχαν ως αποτέλεσμα την απαγόρευση της κυκλοφορίας του, ώς ένα βαθμό εξαιτίας της διαβόητης σκηνής της αυτοϊκανοποίησης στο κεφάλαιο της «Ναυσικάς».

Στη δίκη που πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1921 ακούστηκε από την πλευρά των δικαστών ότι το βιβλίο αποτελεί «παραλήρημα ενός διαταραγμένου μυαλού». Η απόφαση της Σίλβια Μπιτς, μιας Αμερικανίδας εγκατεστημένης στο Παρίσι, να εκδώσει ολόκληρο αυτό το καταδικασμένο ως «άσεμνο» βιβλίο ήταν ασφαλώς γενναία, όχι όμως μόνο λόγω των νομικών μπελάδων που το συνόδευαν, αλλά και επειδή ήταν αμφίβολο αν θα βρισκόταν κανείς που θα μπορούσε να το διαβάσει.

Οι αναγνώστες στα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου ήταν μαθημένοι στα πιο «βατά» μυθιστορήματα του ρεαλισμού: ποιος θα αντιλαμβανόταν τους γλωσσικούς πειραματισμούς του Τζόις, τους εσωτερικούς μονολόγους, τους φιλοσοφικούς υπαινιγμούς και τα μυθικά σύμβολα, σε ένα μυθιστόρημα μάλιστα εξαιρετικά ογκώδες και χωρίς καμία ιδιαίτερη πλοκή;

Ακόμη και μια κεντρική φιγούρα του αναδυόμενου μοντερνιστικού κινήματος, η Βιρτζίνια Γουλφ, έπειτα από τις πρώτες 200 σελίδες σημείωσε στο ημερολόγιό της ότι βαρέθηκε και μπερδεύτηκε. Σήμερα, 100 χρόνια μετά την κυκλοφορία του «Οδυσσέα», το βιβλίο εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως αναγνωστική πρόκληση, έχει τη φήμη του «αδιάβαστου», λίγοι μπορούν να ισχυριστούν ότι το έχουν ολοκληρώσει και ακόμη λιγότεροι μπορούν να εξηγήσουν γιατί θεωρείται σπουδαίο.

Σα βγεις στον πηγαιμό για το Δουβλίνο-1
Το άγαλμα του Τζέιμς Τζόις στέκει στο κέντρο του Δουβλίνου. Η ημέρα του Μπλουμ, η 16η Ιουνίου, γιορτάζεται κάθε χρόνο στην πόλη.

Ο Λέοπολντ Μπλουμ

Ο Τζόις οραματίστηκε την «Οδύσσεια» προσαρμοσμένη στο Δουβλίνο των αρχών του 20ού αιώνα. Ο δικός του Οδυσσέας είναι ο Λέοπολντ Μπλουμ, τον οποίο δεν διακρίνουν ηρωικά χαρακτηριστικά, όπως τον αντίστοιχο ομηρικό, αντιθέτως έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που τον καθιστούν τρωτό, καθημερινό, μέτριο. Η δε σύζυγός του, Μόλι, σε αντίθεση με την Πηνελόπη, είναι άπιστη.

Ολο το βιβλίο διατρέχουν αντιστοιχίες: η ομηρική Νέκυια αποτυπώνεται στην κηδεία του Πάντι Ντίγκναμ στο έκτο κεφάλαιο, ο μονόφθαλμος Πολύφημος ταυτίζεται με τον κοντόφθαλμο Ιρλανδό εθνικιστή που τσακώνεται με τον Μπλουμ στη σκηνή της παμπ κ.ά. Οσο για τη φύση του ταξιδιού, δεν αποτελεί εν προκειμένω κάποια επική επιστροφή, αλλά την τυπική διεκπεραίωση μιας τυχαίας ημέρας. Συγκεκριμένα, της 16ης Ιουνίου του 1904, η οποία αντιστοιχεί στη βιογραφία του Τζόις με τη μέρα του πρώτου του ραντεβού με τη μετέπειτα σύντροφο της ζωής του, Νόρα Μπάρνακλ.

«Θεωρώ αυτό το έργο την πιο σημαντική έκφραση που η σύγχρονη εποχή έχει βρει· είναι ένα βιβλίο στο οποίο όλοι μας χρωστάμε πολλά», έγραψε ο Ελιοτ.

Το βιβλίο γράφτηκε σε διάστημα οκτώ ετών και, σύμφωνα με υπολογισμούς του ιδίου του συγγραφέα, μέσα σε 20.000 ώρες. Λίγους μήνες πριν από την τελική έκδοση του βιβλίου, σε μια επιστολή του στη Χάριετ Γουίβερ, η οικονομική στήριξη της οποίας κατέστησε δυνατή τη συγγραφική του δραστηριότητα, ο Τζόις έγραψε τα εξής: «Το κεφάλι μου είναι γεμάτο με πετραδάκια, σκουπίδια, σπασμένα σπίρτα και κομματάκια γυαλί μαζεμένα λίγο πολύ από παντού. Το καθήκον που επέβαλα στον εαυτό μου, τεχνικά, να γράψω ένα βιβλίο ξεκινώντας από δεκαοκτώ απόψεις και με άλλα τόσα στιλ –όλα φαινομενικά άγνωστα στους συναδέλφους μου ή παραγνωρισμένα–, αυτό και η φύση του μύθου που επέλεξα θα αρκούσαν για να διαταράξουν την ψυχική ισορροπία του οποιουδήποτε». («Επικίνδυνη γραφή», εκδ. Πατάκη).

Η φαινομενικά αδιάφορη περιπλάνηση του Μπλουμ στο Δουβλίνο είναι συγχρόνως και μια περιπλάνηση στις τεχνικές της αφήγησης που εναλλάσσονται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, αλλά και σε παραμέτρους της φιλοσοφίας, της τέχνης, της επιστήμης, της πολιτικής. Ο Τζόις έσπασε σε κομμάτια ό,τι συνθέτει την ύπαρξη, έπειτα τα κόλλησε με τη μορφή μιας αποσπασματικής αφήγησης και τα ενέταξε στην καθημερινή ζωή – στη ζωή του Μπλουμ, στη ζωή γενικά, στη ζωή συγκεκριμένα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο, μια στιγμή επαναπροσδιορισμού, απόρριψης, αμηχανίας. «Θεωρώ αυτό το έργο την πιο σημαντική έκφραση που η σύγχρονη εποχή έχει βρει· είναι ένα βιβλίο στο οποίο όλοι μας χρωστάμε πολλά και από το οποίο κανένας μας δεν μπορεί να δραπετεύσει», έγραψε ο Ελιοτ σε κριτική του στο περιοδικό The Dial το 1923.

Οδηγοί ανάγνωσης

Οι συνδέσεις με την Οδύσσεια συνιστούν έναν άξονα για το μυθιστόρημα, ωστόσο υπάρχει και ένα άλλο πανίσχυρο σημείο αναφοράς για τον Τζόις: ο κριτικός Χάρολντ Μπλουμ, κατά σύμπτωση συνεπώνυμος του ήρωα, αφιέρωσε όλο το κεφάλαιο του Τζόις στον «Δυτικό Κανόνα» (εκδ. Gutenberg) στις σαιξπηρικές του επιρροές – αναφέρει ότι ο στόχος του συγγραφέα ήταν να «απορροφήσει τον Σαίξπηρ στον εαυτό του», στηριζόμενος εν μέρει στο ένατο κεφάλαιο («Σκύλλα και Χάρυβδη»), στο οποίο ο Στίβεν Δαίδαλος (Τηλέμαχος) αναλύει ενώπιον ενός μικρού ακροατηρίου τη θεωρία του για τον Αμλετ. Η ερμηνεία του κεφαλαίου που συνδέει τον Δαίδαλο ως νεανικό alter ego του Τζόις με τον Αμλετ ως προβολή της προσωπικής ζωής του Σαίξπηρ, δεν είναι δυνατόν να εντοπιστεί από τον μέσο αναγνώστη και εδώ τίθεται το ερώτημα: μπορεί ο «Οδυσσέας» να διαβαστεί ως ένα «απλό» μυθιστόρημα;

Λέγεται συχνά ότι δεν πρόκειται για ένα βιβλίο, αλλά για δύο. Στο πρώτο μπορεί κανείς να διαβάσει τις περιπέτειες του Μπλουμ και των υπόλοιπων χαρακτήρων, να γνωρίσει τους δρόμους του Δουβλίνου, τις γεύσεις, τις μυρωδιές και τα χρώματα, να νιώσει τον παλμό της εποχής μέσα από τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές, να εκτιμήσει ενδεχομένως την πρωτοποριακή γραφή, τη χρήση της τεχνικής της ροής της συνείδησης (ακόμη κι αν δεν ξέρει περί τίνος πρόκειται) που λειτουργεί ως κλειδαρότρυπα για τις πιο κρυφές σκέψεις, να θαυμάσει τον συγκλονιστικό, καταληκτικό μονόλογο της Μόλι. Υπό αυτό το πρίσμα, ο «Οδυσσέας» είναι ένα απαιτητικό μεν, αλλά πλούσιο και ιδιαίτερο μυθιστόρημα, ένα σημείο αναφοράς στο κίνημα του μοντερνισμού και στη λογοτεχνία του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.

Ομως, ο Τζόις δεν έγραψε αυτό το βιβλίο. Εγραψε ένα μυθιστόρημα για να διαβαστεί γραμμή γραμμή: σε κάθε φράση σχεδόν υπάρχει ένα λογοπαίγνιο, μια διακειμενική αναφορά, μια κρυφή σημασία, ένα καινούργιο μήνυμα.

Ο Αρης Μαραγκόπουλος στο «Ulysses, Οδηγός ανάγνωσης» (εκδ. Τόπος) κάνει λόγο για «πολλαπλά στρώματα ανάγνωσης», ενώ στο Διαδίκτυο υπάρχουν ορισμένοι ακόμη «οδηγοί» (π.χ. Ulysses guide, The Joyce project) με χιλιάδες λεπτομέρειες που παραπέμπουν στην παραδοχή του Τζόις ότι δημιούργησε εν γνώσει του αμέτρητα αινίγματα που θα κρατούσαν απασχολημένους τους κριτικούς για χρόνια.

Το μεγαλείο του «Οδυσσέα» έγκειται στο ότι υπήρξε. Η δημιουργία του συνιστούσε μια επανάσταση. Μια διαφορετική λογοτεχνία ήταν εφικτή και το μυθιστόρημα του 20ού αιώνα δεν θα είχε περιορισμούς. Η πολυπλοκότητα της λογοτεχνίας ήταν απλώς ένας καθρέφτης της πολυπλοκότητας της ζωής. Το 1933 επανεξετάστηκε από το αμερικανικό δικαστήριο και άρθηκε η απαγόρευση της κυκλοφορίας του. Η Αγγλία ακολούθησε το 1936.

Ο Χέμινγουεϊ διάβασε το βιβλίο και το βρήκε θαυμάσιο, ο Κορτάσαρ πέρασε ένα καλοκαίρι μελετώντας το, ο Ναμπόκοφ το χαρακτήρισε «θεϊκό έργο τέχνης», ο Μπέκετ ακολούθησε τον Τζόις ως μεσσία, ο Οργουελ είπε ότι ο «Οδυσσέας» τού δημιούργησε σύνδρομο κατωτερότητας. Οι θαυμαστές του ήταν πάντα λιγότεροι από τους επικριτές, τους αμφισβητίες ή τους αδιάφορους, όμως φρόντισαν ο μύθος του «Οδυσσέα» να διαρκέσει.

Σα βγεις στον πηγαιμό για το Δουβλίνο-2
Ο Τζόις πέθανε το 1941 αυτοεξόριστος στην Ελβετία. Η συζήτηση για τον επανενταφιασμό του στο Δουβλίνο παραμένει ανοιχτή. Φωτ. SHUTTERSTOCK

Ο Τζόις πέθανε το 1941 στην Ελβετία και δεν πρόλαβε να δει ότι η ημέρα του Μπλουμ, η 16η Ιουνίου, άρχισε να γιορτάζεται κάθε χρόνο στο Δουβλίνο, δειλά δειλά από τη δεκαετία του ’50, παρά το ότι στα βιβλιοπωλεία της πόλης το βιβλίο δεν κυκλοφορούσε επίσημα μέχρι τη δεκαετία του ’60. Αλλωστε, παραμένει θαμμένος στη Ζυρίχη· η Νόρα επιδίωξε τη μεταφορά της σορού του στο Δουβλίνο, αλλά ο αυτοεξόριστος καλλιτέχνης που γύρισε την πλάτη στην καθολική παράδοση ήταν ανεπιθύμητος. Η συζήτηση για τον επανενταφιασμό του είναι μέχρι σήμερα ανοιχτή.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή