Πώς είμαστε βέβαιοι ότι υπάρχουμε;

Πώς είμαστε βέβαιοι ότι υπάρχουμε;

Το διήγημα του Αριστείδη Αντονά επαναφέρει πλαγίως το ερώτημα του Ντεκάρτ μέσω του πρωταγωνιστή του, του Τάρκεν

4' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΑΝΤΟΝΑΣ
Ο πολτός των πραγμάτων
εκδ. Αντίποδες, 2020, σελ. 128

Μάλλον είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος ότι υπάρχει έλλογο ον το οποίο να μην έχει αναρωτηθεί για τη βεβαιότητα της ύπαρξής του. Οχι για τον λόγο ή την ποιότητα αυτής, αλλά για την αποδεδειγμένη οντότητα της υπάρξεώς του. Ομως, είναι ελάχιστοι αυτοί που δέσμευσαν τον εαυτό τους στην αναζήτηση μιας πλήρους απαντήσεως η οποία προϋποθέτει την άρνηση πολλών υποθέσεων στο πλαίσιο εντός του οποίου έχουν τεθεί αρχικώς. Ενας από τους σημαντικότερους αυτών των ανθρώπων είναι ο Ρενέ Ντεκάρτ (31 Μαρτίου 1596 – 11 Φεβρουαρίου 1650). Γάλλος φιλόσοφος, μαθηματικός και επιστήμονας ο οποίος επινόησε την αναλυτική γεωμετρία συνδέοντας τα, μέχρι πρότινος, ξεχωριστά πεδία της γεωμετρίας και της άλγεβρας. Η μέθοδος που χρησιμοποιεί για να προσεγγίσει τη βεβαιότητα της γνώσεως και κατ’ επέκταση της υπάρξεως, ίσως μπορεί να ειπωθεί σε μία πρόταση: Απορρίπτει κάθε ιδέα που μπορεί να αμφισβητηθεί και στη συνέχεια την επαναφέρει, προκειμένου να αποκτήσει μια σταθερή βάση για τη γνήσια γνώση. Χτίζει τις ιδέες του από το μηδέν ως αρχιτέκτονας. Αποκαλεί την αμφιβολία του «χώμα» και τη νέα γνώση «κτίριο». Καταλήγει σε μία πρώτη αρχή που σκέφτεται. Αυτό εκφράζεται με τη λατινική φράση στο βιβλίο του «Λόγος περί μεθόδου»: Cogito, ergo sum («Σκέφτομαι, άρα είμαι»).

Φέρει πάντα μαζί του μια τσάντα με την ελπίδα ότι θα βρει το κουράγιο να την καταστρέψει – και μαζί με αυτήν τη βαρύτητα της υπάρξεώς του.

Ο Ντεκάρτ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αν αμφιβάλλει τότε κάτι ή κάποιος πρέπει να είναι το υποκείμενο της αμφιβολίας· επομένως, το ίδιο το γεγονός ότι αμφιβάλλει αποδεικνύει την ύπαρξή του. Με άλλα λόγια υπάρχω γιατί μπορώ να αμφιβάλλω. «Υποθέτω λοιπόν ότι όλα όσα βλέπω είναι ψευδή: πιστεύω ότι τίποτα από όσα απεικονίζει η φιλοψευδής μνήμη μου δεν υπήρξε ποτέ, ότι δεν έχω καμιά αίσθηση ότι το σώμα, το σχήμα, η έκταση, η κίνηση και ο τόπος είναι χίμαιρες. Τι θα είναι λοιπόν αληθές; Πιθανότατα τούτο μόνο: ότι δεν υπάρχει τίποτα βέβαιο». (Απόσπασμα από τον δεύτερο στοχασμό σε μετάφραση του Ευάγγελου Βανταράκη, εκδ. Εκκρεμές, 2003.) Ετσι διαμόρφωσε τη μεθοδολογία του. Ο τρόπος για να φτάσει σε ένα ασφαλές συμπέρασμα για μια αρχική αιτία της υπάρξεως –αλλιώς ονοματίζεται Θεός– είναι η βεβαιότητα της αβεβαιότητας ή αλλιώς του σκέπτεσθαι.  

Ο Αριστείδης Αντονάς, στο διήγημά του «Ο πολτός των πραγμάτων», επαναφέρει πλαγίως το ερώτημα του Ντεκάρτ μέσω του πρωταγωνιστή του ο οποίος κουβαλάει μία τσάντα εντός της οποίας βρίσκονται πράγματα, μάρτυρες της ζωής του, αποδεικτικά της υπάρξεώς του και οι συντελεστές της μνήμης του. Ομως αυτός δεν θέλει να θυμάται: «…τα πράγματα κρατάνε τη μνήμη κι εγώ δεν θέλω να θυμάμαι…». Θέλει να ξεκοιλιάσει την τσάντα για να χυθεί και να χαθεί το περιεχόμενό της. Να καταστρέψει τα πράγματα που τον κρατάνε δέσμιο μέσω του ελέγχου που ασκούν πάνω του. Φυσικά, όχι μόνο δεν μπορεί να απαλλαγεί από την πραγματικότητα αλλά βρίσκεται σε μια αμφίθυμη σχέση μαζί της. Την απεχθάνεται, ίσως γιατί δεν τον αφήνει ελεύθερο –από τι και προς τι, άραγε;– την ίδια στιγμή που είναι η μόνη του βεβαιότητα. Την τσάντα τη φέρει πάντα μαζί του με την ελπίδα ότι θα βρει το κουράγιο να την καταστρέψει – και μαζί με αυτήν τη βαρύτητα της υπάρξεώς του. Ομως για την ώρα κινείται προσπαθώντας να δώσει νόημα στην αντανακλαστική κίνηση του σώματός του: «Περπατάω επειδή ξέρω ότι ανοίγω το βήμα (τώρα που σκέφτομαι το βήμα ανοίγω το βήμα)…» ώσπου στον σκοτεινό δρόμο αντιλαμβάνεται κάτι φωτεινό, μια βιτρίνα.

Πώς είμαστε βέβαιοι ότι υπάρχουμε;-1

Πλησιάζει προς τα εκεί όπου μαζί με άλλους ανθρώπους βλέπει έναν πεσμένο άντρα και δίπλα του μία τσάντα, αμφότερους κατακρεουργημένους. «Να λοιπόν ξαφνικά η σκέψη μου σε εικόνα». Η τσάντα κομματιασμένη. Και ο άνθρωπος; «Ο άνθρωπος είναι μια ακόμα βρωμιά της τσάντας». Ο άνθρωπος είναι αποκύημα μιας πραγματικότητας των αισθήσεων, ανίκανος να ελευθερωθεί από αυτές. Ο ναρκισσισμός του επιβάλλει, αμέσως, το ερώτημα: «Κι αν το έκανα εγώ;». Αδύνατον να αποφύγει το εγώ του το οποίο έρχεται σαρωτικά να συρρικνώσει τον εαυτό του, δηλαδή την επεξεργασμένη εκδοχή της οντότητάς του. Η διανοητική διάσταση του εαυτού του παραμένει στο περιθώριο της υπάρξεώς του. Αγεται και φέρεται από τα πράγματα χωρίς να μπορεί να τα κάνει «κόσμο», δηλαδή μία σύνθεση δική του, η οποία ως συνεπής δημιουργία θα πρέπει να καταλήγει πάνω και πέραν του δημιουργού της. Η μόνη του αντίσταση στη θλιβερή και θνητή ύπαρξη των πραγμάτων εξαντλείται στην αμφιβολία της οντότητάς του την οποία βασίζει σε χάσματα συνειδήσεως και μνήμης. Η διήγηση των πεπραγμένων του με τον φύλακα και τον διευθυντή, παρατείνει την ψευδεπίγραφη αμφιβολία, καλλιεργεί την αγωνία για τον θύτη του εγκλήματος αλλά, τελικώς, πίσω από αυτά κρύβεται η δειλία του απέναντι στη ζωή. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, αντιγράφοντας τον Καντ (από τα επιλεγόμενα της «Κριτικής του πρακτικού λόγου»): Στην έλλειψη γενναιότητας να δεχτεί το παράδοξο της υπάρξεως ενός έλλογου όντος που το μοναδικό του στήριγμα εντός ενός απέραντου σύμπαντος είναι «ο ηθικός νόμος, που αποκαλύπτει μια ζωή ανεξάρτητη από τη ζωώδη φύση αλλά ακόμη και από ολόκληρο τον αισθητό κόσμο».

Τελικώς, ούτε η βιντεοσκοπημένη καταγραφή της δολοφονίας που του παρουσιάζει ο φύλακας θα βγάλει τον Τάρκεν από την επιλογή μιας ζωής ανυπαρξίας και το διήγημα κλείνει με μία σπαρακτική ερώτηση από μέρους του συμπρωταγωνιστή του: «Ποιος είσαι Τάρκεν; Ακούει τη φωνή μου αυτός που είσαι; Ποιος είσαι αν όχι αυτός που βλέπουμε και οι δύο εδώ μπροστά μας, στην οθόνη;».

Ο καθηλωτικός τρόπος γραφής του διηγήματος, λόγω των μικρών σε έκταση περιόδων και την κατίσχυση του ρήματος και του ουσιαστικού σε σχέση με το επίθετο, αναδεικνύει με πιστότητα τη δικαιολογημένη αγωνία του πρωταγωνιστή από την αναπόδραστη επιρροή των πραγμάτων πάνω του. Ο αναγνώστης βρίσκεται εντός μιας σπειροειδούς κινήσεως άνευ ορατού τερματισμού. Ακόμα και η τελευταία φράση είναι ερωτηματική. Δεν υπάρχει βατό πεδίο.

Δεν δίνεται απάντηση, όχι γιατί ο Τάρκεν απλώς δεν μπορεί να βάλει ένα όριο στην αγωνία του και ίσως να αρέσκεται στο δεδομένο που του προσφέρει αυτή, αλλά ακριβώς γιατί η απάντηση είναι ένα προσωρινό όριο που προϋποθέτει εμπιστοσύνη στον κόσμο και στις αισθήσεις όταν αυτές είναι το περιεχόμενο των εννοημάτων και όχι απλώς ατάκτως ερριμμένες εμπειρίες.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή