ΦΟΙΒΗ ΓΙΑΝΝΙΣΗ
Θέτις και Αηδών. Χιμαιρικό ποίημα
εκδ. Καστανιώτη, σελ. 136
Η Φοίβη Γιαννίση (γενν. 1964) διαγράφει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες τροχιές στην καινούργια ελληνική ποίηση. Κορυφαία στιγμή της είναι μέχρι τώρα ασφαλώς τα «Ομηρικά» (2009) που, όταν μεταφράστηκαν στα αγγλικά, διακρίθηκαν δίκαια από την Αν Κάρσον ως ένα από τα καλύτερα βιβλία του 2017, αν και στην Ελλάδα μονάχα οι συνοδοιπόρες κριτικές φωνές της γενιάς της ασχολήθηκαν μαζί του. Η Γιαννίση έδωσε ερεθιστικά δείγματα γραφής και ως περφόρμερ. Την ενδιαφέρουν με τρόπο πρόδηλο ζητήματα φύλου, ενώ αθροίζεται στις ποιητικές φωνές που τις απασχολεί το ζήτημα της μητρότητας υπό μια χειραφετημένη γυναικεία οπτική. Εξίσου σταθερές «γραμμές» στην ποιητική της ενασχόληση αποτελούν η ελληνική μυθολογία και η αρχαία ποίηση, καθώς και η ζωολογία.
Το υπό συζήτηση βιβλίο είναι μια μεικτή κατασκευή που περιλαμβάνει κείμενα ποικίλης μορφής, φωτογραφίες κειμένων, φωτογραφίες αρχαιολογικών ευρημάτων και άλλων αντικειμένων τέχνης, αλλά και καθημερινών αντικειμένων. Το «στήσιμο» των σελίδων παραπέμπει λιγότερο σε βιβλίο και περισσότερο σε ένα χώρο όπου όλα τούτα συνεκτίθενται και μας καλούν να τα περιηγηθούμε, δηλαδή να σεργιανήσουμε ελεύθερα και με πολλούς τρόπους ανάμεσά τους. Η ύλη χωρίζεται σε επτά ενότητες: Προοίμιο, Θέτις, Αηδών, Αμήχανος Μηχανικός, Χελιδών, Επίλογος, Παράρτημα.
Δεν πρόκειται για ένα πυκνό ποιητικό καταστάλαγμα, μολονότι δεν λείπουν, κατά σημεία, στίχοι που δεν φτεροκοπούν αλλά καρφώνονται «σαν πρόκες», όπως τις θέλησε ο Αναγνωστάκης. Παραθέτω το ποίημα υπ’ αρ. 92 (μετά το προοίμιο όλα τα ποιήματα είναι αριθμημένα και άτιτλα ή με τον τίτλο σε αγκύλη): [θρήνος και θρήνος, Αηδών και Πηνελόπη]/ πιο δύσκολο είναι για την Αηδόνα να μιλήσω/ η Θέτις μετά τον έρωτα και τη φωτιά/ μεγάλωσε τον Αχιλλέα./ κανείς δεν ξέρει πώς./ ήταν εκεί; ή έλειπε;/ βουτούσε πάντα στης θάλασσας/ τα βάθη και επέστρεφε; πού ήταν ο Πηλέας;/ πώς μεγαλώνει ένα παιδί/ με βάσανα και κόπο έκπληξη και χαρά/ κι έπειτα τίποτα δεν θυμάμαι./ εγώ η μάνα. // ίσως οι πατεράδες όταν δεν ζουν μαζί/ με τα παιδιά τους/ να έχουν περισσότερα να θυμηθούν./ και τα παιδιά τους απ’ αυτούς./ υπάρχει μία μνήμη των στιγμών, των γεγονότων,/ μνήμη της ιστορίας/ την κέρδισαν οι πατεράδες./ κι υπάρχει η άλλη της διάρκειας/ της πλεύσης στη φροντίδα/ μνήμη στο σώμα κι όχι στο μυαλό/ την κέρδισαν οι μάνες.
Σε αυτό το ποίημα όπως και σε άλλα κείμενα της συλλογής που έχουν περισσότερο τη μορφή σημείωσης, φαίνεται καθαρά ο τρόπος που η Γιαννίση εργάστηκε στο βιβλίο αυτό. Δεν μεταπλάθει τον μύθο. Τον ξαναλέει με δικά της λόγια, τον εφαρμόζει απλά και φυσικά σε ένα καθημερινό παρόν. Αν και άνισο ποιητικά, το αποτέλεσμα έχει την αναζωογονητική χάρη του επίμονου λόγου και του σιγανού τραγουδιού, που γνωρίζουν καλά πώς να αντλήσουν τα περιεχόμενά τους από άφθαρτες πηγές.
Ο εκθεσιακός τρόπος της έκδοσης και η κατά σημεία αραιή γραφή δίνουν την εντύπωση ότι η ποιήτρια δεν μας προσφέρει ένα τελειωμένο βιβλίο, αλλά μας ανοίγει το τετράδιο των σημειώσεών της. Φυσικά, είναι ένα τετράδιο στην εντέλεια σκηνοθετημένο. Το ποιητικό εγώ βρίσκεται από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο στίχο αντιμέτωπο με τη μητρότητα, που πολλαπλώς προσεγγίζεται με τη βοήθεια του μύθου αλλά και σύγχρονων, καθημερινών βιογραφιών. Τα μεγάλα δράματα που και σήμερα εγκυμονεί ο ανταγωνισμός της γυναικείας ανάγκης για αυθύπαρκτη υπόσταση με τη μητρική ιδιότητα εξυφαίνονται και πραΰνονται από τη Γιαννίση μαστόρικα, μαγικά, ανεπαίσθητα. Με κάθε νέα ανάγνωση, το βιβλίο κερδίζει.