JOHN LAMBERTON HARPER
Ο Ψυχρός Πόλεμος
μτφρ.: Κώστας Σκορδύλης
επιστημονική επιμέλεια: Θανάσης ∆. Σφήκας, εκδ. Gutenberg, σελ. 445
ODD ARNE WESTAD
Ο Ψυχρός Πόλεμος – Μια Παγκόσμια Ιστορία
μτφρ.: Δέσποινα – Γεωργία
Κωνσταντινάκου, εκδ. Πατάκη, σελ. 610
Κανένα κείμενο για τον Ψυχρό Πόλεμο δεν μπορεί να γραφτεί χωρίς αναφορά στον Αμερικανό διπλωμάτη και ιστορικό Τζορτζ Φροστ Κέναν. Τον έναν εκ της επιτροπής των Σοφών που δημιουργήθηκε όταν ο Χάρι Τρούμαν έγινε πρόεδρος το 1945, η οποία –εκτός των άλλων– βοήθησε στη δημιουργία θεσμών και πρωτοβουλιών όπως το ΝΑΤΟ, η Παγκόσμια Τράπεζα και το Σχέδιο Μάρσαλ. Το «μακρύ τηλεγράφημα από τη Μόσχα» το 1946 και το επακόλουθο άρθρο του 1947 με τίτλο «Οι πηγές της σοβιετικής συμπεριφοράς» υποστήριζαν ότι το σοβιετικό καθεστώς ήταν εγγενώς επεκτατικό και η επιρροή του έπρεπε να «περιοριστεί» στις περιοχές ζωτικής στρατηγικής σημασίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το πολύ γνωστό, σε Ελληνες και Τούρκους, Δόγμα Τρούμαν ήταν αποτέλεσμα αυτής της «πολιτικής ανάσχεσης» την οποία υποστήριξε ο Κέναν.
Αρκετά από το κείμενο του 1947 για τη ρωσική ψυχολογία και συμπεριφορά (διότι ως «ρωσική» αναφέρεται σε πολλά σημεία) μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την ερμηνεία της κρίσης στην Ουκρανία από όποιον ερευνά τις «ρίζες του κακού» ανεξάρτητα από τη χρησιμότητά τους στην παρούσα φάση:
• «Από τον ρωσο-ασιατικό κόσμο από τον οποίο είχαν αναδυθεί έφεραν μαζί τους έναν σκεπτικισμό ως προς τις δυνατότητες μόνιμης και ειρηνικής συνύπαρξης αντίπαλων δυνάμεων».
Ο όρος «Ψυχρός Πόλεμος» επινοήθηκε από τον Τζορτζ Οργουελ το 1945 για να δηλώσει τους καπιταλιστικούς – σοσιαλιστικούς ανταγωνισμούς μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της ΕΣΣΔ μετά την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας.
• «Το αίσθημα της ανασφάλειάς τους ήταν πολύ μεγάλο. Ο ιδιαίτερος φανατισμός τους δεν είχε τροποποιηθεί από καμία από τις αγγλοσαξονικές παραδόσεις του συμβιβασμού».
• «Αναζητώντας την ασφάλεια της δικής τους εξουσίας ήταν έτοιμοι να μην αναγνωρίσουν κανέναν περιορισμό, είτε από τον Θεό είτε από τον άνθρωπο, στον χαρακτήρα των μεθόδων τους».
• «Η ιδεολογία τους δίδαξε ότι ο εξωτερικός κόσμος ήταν εχθρικός και ότι ήταν καθήκον τους να ανατρέψουν τελικά τις πολιτικές δυνάμεις πέρα από τα σύνορά τους. Τα ισχυρά χέρια της ρωσικής ιστορίας και παράδοσης έφτασαν να τους στηρίξουν σε αυτό το αίσθημα».
• «Η επιδίωξη απεριόριστης εξουσίας στο εσωτερικό, συνοδευόμενη από την καλλιέργεια του ημι-μύθου της αδυσώπητης εξωτερικής εχθρότητας, έχει διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τον πραγματικό μηχανισμό της σοβιετικής εξουσίας όπως τον γνωρίζουμε σήμερα».
• «Η Ρωσία βρίσκεται πάντα σε κατάσταση πολιορκίας».
Ανάμεσα στις εντυπωσιακές προβλέψεις του Κέναν είναι αυτή για την επόμενη μέρα της διάλυσης της ΕΣΣΔ: «Η σοβιετική εξουσία είναι μόνο μια κρούστα που κρύβει μια άμορφη μάζα ανθρώπινων όντων μεταξύ των οποίων δεν είναι ανεκτή καμία ανεξάρτητη οργανωτική δομή. Αν, κατά συνέπεια, συνέβαινε ποτέ κάτι που να διαταράξει την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του κόμματος ως πολιτικού μέσου, η Σοβιετική Ρωσία θα μπορούσε να μετατραπεί εν μια νυκτί από μία από τις ισχυρότερες σε μία από τις πιο αδύναμες και αξιοθρήνητες εθνικές κοινωνίες. Το μέλλον της σοβιετικής εξουσίας μπορεί να μην είναι σε καμία περίπτωση τόσο ασφαλές όσο η ρωσική ικανότητα για αυταπάτη θα το έκανε να φαίνεται».
Τι ήταν όμως ο Ψυχρός Πόλεμος, η διάρκεια του οποίου ορίζεται χρονικά από το 1945 μέχρι τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1989, και οι συνέπειές του παραμένουν ορατές μέχρι σήμερα;
Η δικαίωση του Κέναν
Ο Τζον Λάμπερτον Χάρπερ, καθηγητής Αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Τζον Χόπκινς –που θεωρεί ότι η «πρωτότυπη ιδέα» του Κέναν για μια «σταθερή ανάσχεση σε συνδυασμό με την προθυμία για συζήτηση» συνιστά μια πολύ υγιή προσέγγιση, η οποία τελικά δικαιώθηκε από τον τρόπο με τον οποίο ολοκληρώθηκε ο Ψυχρός Πόλεμος– δίνει έναν σύντομο ορισμό: Ο Ψυχρός Πόλεμος «ήταν ο ανταγωνισμός για επικυριαρχία ανάμεσα στις ΗΠΑ, οι οποίες αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως την ηγέτιδα δύναμη του “Ελεύθερου Κόσμου”, των καπιταλιστικών και φιλελεύθερων δημοκρατιών (μολονότι πολλές χώρες από εκείνες που ευθυγραμμίστηκαν με την Ουάσιγκτον κάθε άλλο παρά δημοκρατικές ήταν), και την ΕΣΣΔ, που ισχυριζόταν ότι ήταν ηγέτιδα ενός κομμουνιστικού ή σοσιαλιστικού στρατοπέδου (αν και μερικοί από τους οπαδούς της μόνο κατ’ όνομα ανταποκρίνονταν στην περιγραφή αυτή). Ηταν ένας αγώνας για τον έλεγχο εδαφών που θεωρούνταν ζωτικής σημασίας και για τις δύο πλευρές, κυρίως τη Γερμανία, τη Μέση Ανατολή και τα γύρω εδάφη, τη βορειοανατολική και νοτιοανατολική Ασία». Ο Χάρπερ εντοπίζει τρεις έννοιες που καθοδηγούσαν τις αφηγήσεις και τις επιλογές τους: τον ιδεολογικό μεσσιανισμό, τη «χομπσιανή μοιρολατρία», την οποία ορίζει ως τη συχνά αυτοκαταστροφική τάση και των δύο αντιπάλων να αποδέχονται ο καθένας τη χειρότερη εκδοχή για τον άλλον και για το εξωτερικό περιβάλλον, και να αναζητούν την ασφάλεια μέσω της επέκτασης. Τέλος, την αποδοχή και από τους δύο του γεωπολιτικού ντετερμινισμού του Χάλφορντ Μακιντάιρ, του θεωρούμενου ως πατέρα της αγγλοσαξονικής σχολής της γεωπολιτικής, για τη σημασία του ελέγχου της ευρασιατικής ενδοχώρας.
Βλέπει τη «νίκη» των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο όχι ως θρίαμβο της αμερικανικής αρετής ή ηγεσίας, αλλά ως προϊόν τόσο των εγγενών όσο και των τυχαίων πλεονεκτημάτων της ισχύος. Η ηθική αξιολόγηση του συγγραφέα για τον Ψυχρό Πόλεμο είναι ότι αυτός οδηγήθηκε από ανοησία, ύβρη, «χομπσιανή μοιρολατρία» (ίσως ακόμη και παράνοια) και μεσσιανισμό και από τις δύο πλευρές, προκάλεσε τεράστια ανθρώπινη και περιβαλλοντική ζημία σε μεγάλες εκτάσεις της Γης και έστρεψε λανθασμένα τεράστιους κοινωνικούς και οικονομικούς πόρους σε στείρο μιλιταρισμό. Επισημαίνει ότι δεν ήταν μια διπολική αντιπαλότητα, αλλά μια αντιπαλότητα περίπλοκων συμμαχιών και άγριων πολέμων δι’ αντιπροσώπων, με άλλα κράτη ικανά να χρησιμοποιήσουν τα όποια κίνητρα εντός των συστημάτων συμμαχιών και μεταξύ των «υπερδυνάμεων» για να συμβάλουν στη διαμόρφωση των αποτελεσμάτων. Η μετατόπιση της απροκάλυπτης βίας από το κέντρο στην περιφέρεια σήμαινε ότι εκατομμύρια άνθρωποι στον αναπτυσσόμενο κόσμο σήκωσαν το κύριο βάρος του Ψυχρού Πολέμου. Η χρήση της στρατιωτικής βίας στις αμερικανικές επεμβάσεις σε όλο τον κόσμο δεν παρήγαγε τον «ενιαίο, φιλελεύθερο δρόμο προς τον εκσυγχρονισμό», σημειώνει ο Χάρπερ.
Στο δικό του βιβλίο για τον Ψυχρό Πόλεμο, ο νορβηγικής καταγωγής μελετητής Οντ Αρνε Βέσταντ, καθηγητής Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, μας υπενθυμίζει ότι ο όρος «Ψυχρός Πόλεμος» επινοήθηκε από τον Τζορτζ Οργουελ το 1945 για να δηλώσει τους καπιταλιστικούς – σοσιαλιστικούς ανταγωνισμούς μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της ΕΣΣΔ μετά την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας. Επιχειρεί να τον εξετάσει ως παγκόσμιο φαινόμενο με προοπτική 100 ετών. Ξεκινάει με τη δεκαετία του 1890, παρακολουθώντας την πρώτη παγκόσμια οικονομική κρίση, τη ριζοσπαστικοποίηση του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος και την εξάπλωση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας ως διηπειρωτικών αυτοκρατοριών. Τελειώνει γύρω στο 1990 με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης.
Η σύγκρουση έληξε, υποστηρίζει ο Βέσταντ, επειδή ο δυτικός τρόπος ζωής αποδείχθηκε πιο καινοτόμος, ευέλικτος και, το σημαντικότερο, επιθυμητός. Η παγκοσμιοποίηση επέτρεψε την εξάπλωση της αμερικανικής και της σοβιετικής ιδεολογίας και η τεχνολογικά τροφοδοτούμενη «συρρίκνωση» του κόσμου επέτρεψε στην καθεμία να ασκήσει εξουσία πιο αποτελεσματικά από τις προηγούμενες αυτοκρατορίες. Οπως γράφει: «Η τεχνολογία έγινε “ο κύριος λόγος για την ανθεκτικότητα του Ψυχρού Πολέμου ως διεθνούς συστήματος”, καθώς επέτρεψε την ταχύτερη ανταλλαγή πληροφοριών, τη μεταφορά αγαθών και, όταν ήταν απαραίτητο, την προβολή σκληρής ισχύος». Ο Βέσταντ τονίζει πώς η αποτυχία της ΕΣΣΔ να συμβαδίσει με τις δυτικές εξελίξεις στις υποδομές και την τεχνολογία οδήγησε σε αναποτελεσματικότητα και αποτυχία. Οι επενδύσεις στο Διάστημα (ο Γκαγκάριν πήγε πρώτος) και στη στρατιωτική τεχνολογία αποτέλεσαν την αρχική εξαίρεση, αλλά ο Βέσταντ δείχνει πώς οι αυξημένες οικονομικές πιέσεις οδήγησαν τους Σοβιετικούς να μείνουν πίσω σε αυτούς τους κρίσιμους τομείς, αφήνοντάς τους μη ανταγωνιστικούς μέχρι τη δεκαετία του 1980. Στον αντίποδα, καταδεικνύει πώς η τεχνολογία στήριξε τις αμερικανικές ιδέες της ατομικής ελευθερίας και βοήθησε στη διάδοση της απήχησης των αμερικανικών ιδεολογικών απόψεων.
Η προειδοποίηση Μπρεζίνσκι
Το 1992, ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι είχε μια προειδοποίηση, ωστόσο, για τη θριαμβεύουσα Δύση. Η διασφάλιση της ειρήνης, τόνιζε ο Μπρεζίνσκι, θα απαιτούσε «γεωπολιτικό όραμα μεγαλύτερης εμβέλειας» για την υλοποίηση ενός πιο φιλόδοξου στόχου: «την ανάδυση μιας πραγματικά μετα-ιμπεριαλιστικής Ρωσίας που θα μπορούσε να πάρει τη θέση που της αρμόζει στο κονσέρτο των κορυφαίων δημοκρατικών εθνών του κόσμου».
Προς το παρόν ο ηγέτης της, που από το 2000 και στα πρώτα χρόνια της προεδρικής του θητείας χρησιμοποίησε ουκ ολίγον Ιμάνουελ Καντ προκειμένου να πείσει τους δυτικούς για τις προθέσεις του να οδηγήσει τη Ρωσία στις διεθνείς εξελίξεις με βάση τους δυτικούς κανόνες, δεν τα πάει και τόσο καλά. Ο τότε δηλώσας ότι «η Ρωσία είναι μια χώρα ευρωπαϊκή, κυρίως σε ό,τι αφορά τον τρόπο σκέψης της, τη νοοτροπία και τον πολιτισμό της», και υποκλινόμενος στις αρχές του καντιανού ορθολογισμού: του χειραφετημένου ανθρώπου, της ηθικής του καθήκοντος, της ελευθερίας και της ισότητας όλων απέναντι στον νόμο, του Λόγου ως μόνου μέσου συνύπαρξης… γρήγορα απομακρύνθηκε από τις φιλελεύθερες διακηρύξεις με πρώτα δείγματα ανυπακοής προς τον Καντ τις επεμβάσεις στην Τσετσενία και στη Γεωργία. Μερικά χρόνια αργότερα οι καντιανές αρχές θα γίνουν κομμάτια και θρύψαλα στην Ουκρανία.