Ανατομία ανθρώπων σε εποχές οριακές

Ανατομία ανθρώπων σε εποχές οριακές

Ο τολμηρός και ανυποχώρητος Οργουελ

6' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΤΖΟΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ
Ανάσες
μτφρ. Πάνος Τομαράς
εκδ. Αίολος, σελ. 267

ΤΖΩΡΤΖ ΟΡΓΟΥΕΛ
Τέσσερα δοκίμια
μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος
εκδ. υψιλον/βιβλία, σελ. 144

«Ενιωσα κάτι τόσο σπάνιο στις μέρες μας, που θ’ ακουστεί ανόητο αν το πω. Ενιωσα ευτυχισμένος. Ενιωσα ότι αν και δεν θα ζούσα για πάντα, ήμουν έτοιμος να πεθάνω και τώρα». Εννοεί να πεθάνει στην εξοχή, την πρώτη μέρα της άνοιξης, βλέποντας μια αφημένη φωτιά, όπου τα κλαδάκια έχουν γίνει μια άσπρη στάχτη αλλά συντηρούν το σχήμα τους και τον κάνουν να αισθάνεται ζωντανός, έτοιμος να κόψει μια πρίμουλα που σκύβει μα δεν μπορεί να την πιάσει, τον εμποδίζει η κοιλιά του. Μοιάζει με φάρσα. Ο Οργουελ δημιουργεί μια εικόνα μεγάλης συγκίνησης, απλότητας, μοναχικότητας, τόσο εσωτερική κι ευαίσθητη, και όμως επιλέγει να την αποδομήσει απολύτως προτάσσοντας τα κιλά του ήρωά του.

Υπερασπίζεται απόλυτα τη λογοτεχνική δημιουργία χωρίς περιορισμούς, θεωρώντας αδύνατη την παραγωγή της χωρίς αυθορμητισμό.

Είναι ο τρόπος του. Ελκυστικός και απωθητικός μαζί, γοητευτικός μα γήινος, απόλυτα ευφυής, τρομακτικά ειλικρινής και διεισδυτικός. Να μιλάει για τα σοβαρά και παντοτινά ερωτήματα, να διατυπώνει με ενάργεια αυτά που συμβαίνουν και αυτά που θα συμβούν στην καθημερινότητα μα και στον ιστορικό χρόνο, όσα απασχολούν τον νου μπροστά στις οριακές εποχές πριν και μετά τον πόλεμο, κι έπειτα με χιούμορ, ειρωνεία, ζωντάνια και αμεσότητα να καταλύει κάθε σοβαροφάνεια και να μένει διάφανη και καθαρή μονάχα η ουσία.

Ο Τζορτζ Μπόουλινγκ, σαράντα πέντε χρονώ, οικογενειάρχης, σύζυγος και πατέρας δύο παιδιών, ασφαλιστικός αντιπρόσωπος, βουτηγμένος σε μια ζωή που τον απωθεί, έχει κερδίσει δεκαεπτά λίρες κρυφά, που δεν προορίζονται να καλύψουν καμία ανάγκη, υποχρέωση, εκκρεμότητα, παρά μόνο να του επιτρέψουν να κάνει το κέφι του. Να πληρώσει για έρωτα, να κάνει δώρα στον εαυτό του, να του ζεσταίνουν απλά την τσέπη ίσως. Θα αποφασίσει να τις ξοδέψει για ένα κρυφό ταξίδι, μια αθώα εκδρομή, μια φιάλη οξυγόνου.

Φτιάχνοντας ένα ολόκληρο σχέδιο διαφυγής από τον οικογενειακό κλοιό, θα επιστρέψει στη γενέθλια πόλη του, μια μικρή κωμόπολη στις όχθες του Τάμεση, που την είδε για τελευταία φορά πριν από 20 χρόνια, μετά τον θάνατο και της μητέρας του. Η επιστροφή αυτή μοιάζει ενδόμυχα να θέλει να τον οδηγήσει στη σιγουριά και στην ασφάλεια των παιδικών του χρόνων. Δεν ήταν εύκολα, μα ήταν σταθερά χρόνια. Υπήρχαν οι γονείς του, το σπίτι του, το σχολείο, η μικρή κοινωνία της κωμόπολης κι όλα έμοιαζαν να κυλούν ομαλά. Καμία απειλή, καμία ανατροπή, καμία διακινδύνευση δεν φαινόταν. Ηταν τα χρόνια πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο ο ίδιος πολέμησε και ξέρει πια τι σημαίνουν τα βρωμερά χαρακώματα, ο εχθρός, ο φόβος, ο θάνατος.

Ανατομία ανθρώπων σε εποχές οριακές-1

Ο νέος πόλεμος

Τώρα, το 1939, ξέρει ότι ο πόλεμος έρχεται πάλι κι επιστρέφει στον τόπο του για να ξορκίσει το μέλλον. Αγοράζει σύνεργα για να ψαρέψει ξανά, το πάθος του όταν ήταν μικρός, περιδιαβαίνει στον αγνώριστο πια τόπο, πίνει ανελέητα και ξοδεύει το κρυφό κομπόδεμα. Μα δεν καταφέρνει να πετύχει αυτό που προσδοκούσε απ’ αυτό το ταξίδι. Τις ανάσες. Τις ανάσες της ελπίδας ότι όλα μπορούν να πάνε καλά, τις ανάσες της απόστασης από την πνιγηρή συζυγική του ζωή, τις ανάσες της παρηγοριάς από την αστοχία της ζωής που θέλησε.

Πριν κάνει αυτό το ταξίδι, ο Μπόουλινγκ έχει επιστρέψει με τον νου του στη ζωή που έχει ζήσει, οι αναμνήσεις τον έχουν κατακλύσει εξιδανικεύοντας το παρελθόν, που φαντάζει πραγματικός παράδεισος. Μαθητικά χρόνια, δάσκαλοι, συγγενείς, γείτονες, η καθημερινή ζωή και το μαγαζί του πατέρα του, η μάνα που μαγειρεύει, φροντίζει, αγαπάει, οι φίλοι του, κι αργότερα ο πρώτος του δεσμός, το ψάρεμα που ήταν χαρά και εμμονή, οι λίμνες και τα αγροτόσπιτα, ο περίφημος οίκος Μπίνφιλντ, που δεσπόζει και ονοματοδοτεί την κωμόπολη, η χρεοκοπία του πατέρα του, η ανάγκη να δουλέψει, η φυγή του αδελφού του που δεν τον ξαναείδαν ποτέ, όλα παρελαύνουν μέσα του για να γίνουν νέοι πνεύμονες, καινούργιες ανάσες που θα του επιτρέψουν να ζήσει. Κι ενώ δεν συντηρεί καμία ψευδαίσθηση για τον κόσμο που χάθηκε, για τη ζωή που ανατρέπεται, για τον εαυτό του τον ίδιο, έναν μέτριο χοντρό μεσήλικα, που καμαρώνει για την καινούργια του οδοντοστοιχία, έχοντας ένα αυτοκίνητο που η μηχανή του είναι δεμένη με σχοινιά και που είναι αδύνατον να μοιάζει με κύριο της καλής κοινωνίας, δεν μπορεί να αποδεχθεί την ταχύτητα των αλλαγών στον κόσμο που ζει, δεν μπορεί να τις ακολουθήσει, αισθάνεται παρείσακτος, αποκλεισμένος. Η μεγάλη έγνοια, ο τρόμος του, είναι ο κόσμος που θα αποκαλυφθεί μετά τον επερχόμενο πόλεμο. Η απώλεια, η ισοπέδωση, η ανεργία, η φτώχεια, ο αποκλεισμός, η κοινωνική σκληρότητα, το μίσος, ένας κόσμος που δεν θα επικοινωνεί, θα παράγει μονάχα συνθήματα, ένας κόσμος υπό παρακολούθηση, υπό επιτήρηση, υπό περιορισμό.

Ο Οργουελ με κυνισμό και διορατικότητα αποτυπώνει την αγωνία. Γιατί ο ήρωάς του φοβάται και αγωνιά. Χάνει τις ανάσες του στο παρόν, τόσο αβέβαιο, απειλητικό, ζοφερό και προσπαθεί ν’ ανασάνει στο παρελθόν του. Δεν θα τα καταφέρει. Εκείνο που έφυγε, έφυγε οριστικά χωρίς να αφήσει σωτήρια απομεινάρια, μικρά σωσίβια διάσωσης. Θα επιστρέψει στο σπίτι του πιο μόνος από ποτέ, απολογούμενος για την κρυφή εκδρομή, κουρασμένος και τόσο έντρομος, όσο έφυγε. Ισως και περισσότερο. Και απλά θα αισθανθεί ότι είναι νεκρός, αλλά δεν το βάζει κάτω.

Το 1940 ο Οργουελ γράφει το δοκίμιο «Μέσα στην κοιλιά της φάλαινας». Μια κριτική ματιά στο έργο και στον ίδιο τον Χένρι Μίλερ, ως αφορμή για να προσεγγίσει και άλλους συγγραφείς του Μεσοπολέμου. Ο Οργουελ συναντά τον Χένρι Μίλερ το 1936, όταν περνούσε από το Παρίσι για να πάει στην Ισπανία. Τον είχε παραξενέψει πραγματικά πολύ, ότι ο Μίλερ δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τον πόλεμο στην Ισπανία, χαρακτηρίζοντας ηλιθιότητα την απόφασή του να πάει εκεί. Ο Μίλερ, απόλυτος αρνητής του αγώνα, διακηρύσσει, κατά τον Οργουελ, την ανευθυνότητα, η οποία στους συγγραφείς εμφανίζεται ως άρνηση να ταυτιστούν με την ιστορική πορεία του καιρού τους, ή την αγνοούν ή πολεμούν εναντίον της. Μετατρέπονται σε ελαφρόμυαλους με την αγνόηση ή σε αιθεροβάμονες αφού δεν μπορούν να καταλάβουν πως δεν μπορούν να νικήσουν. Ο Μίλερ, σαν άλλος Ιωνάς, βρίσκεται για τον Οργουελ μέσα στην κοιλιά της φάλαινας. Γιάρδες λίπους μεσολαβούν ανάμεσα σ’ εκείνον και στην πραγματικότητα, η μακάρια αδιαφορία στα κύματα της πραγματικότητας προστατεύεται στον σκοτεινό χώρο της κοιλιάς, οι χαρακτηριστικότερες σελίδες του έχουν την οπτική του Ιωνά. Τίποτα δεν τον παρακινεί να μεταβάλει ή να ελέγξει αυτό που συμβαίνει, παραμένει ασυγχώρητα παθητικός, αποδεχόμενος, σαν πεθαμένος φθάνει στο τελικό αξεπέραστο στάδιο της ανευθυνότητας. Ωστόσο, ο Οργουελ του αναγνωρίζει ότι δεν είναι ένας κοινός συγγραφέας, μα αξίζει κάτι παραπάνω από μια σύντομη ματιά.

Ακολουθεί «Το προνόμιο του κλήρου» με τον Οργουελ να «τεμαχίζει» τον Σαλβαντόρ Νταλί. Παρεκκλίνοντα από το φυσιολογικό, με αρρωστημένους και αηδιαστικούς πίνακες, τον βρίσκει αποκρουστικό. Ο ναρκισσισμός του ζωγράφου, που του επιβάλλει να δίνει μια ωραιοποιημένη εικόνα του εαυτού του, προκαλεί την αποστροφή του Οργουελ, που ανατέμνει αυστηρά, μα προσεκτικά, την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Νταλί, φτάνοντας σε αδιέξοδο για τι πραγματικά είναι ο μη κοινότοπος αυτός άνθρωπος.

Ανατομία ανθρώπων σε εποχές οριακές-2

Ιστορίες εγκλήματος

Στο τρίτο δοκίμιο του βιβλίου ο Οργουελ καταπιάνεται με τις ιστορίες εγκλήματος, τα βιβλία του Χόρνουνγκ με ήρωα τον Ράφλες, γνωστότατο χαρακτήρα του αγγλικού μυθιστορήματος, και το βιβλίο «Οχι ορχιδέες για τη Μις Μπλάντις». Προσεγγίζει κριτικά και συγκριτικά τα έργα και ανατέμνει τις κοινωνικές προεκτάσεις των περιγραφόμενων συμπεριφορών, με μεγάλη ευθύτητα, οξυδέρκεια, απογοήτευση. Τέλος, «Η παρακώλυση της λογοτεχνίας», το τελευταίο δοκίμιο, ασχολείται με την ελευθερία του λόγου, τα όριά της, την επίδραση των ορίων αυτών στη λογοτεχνία. Υπερασπίζεται απόλυτα τη λογοτεχνική δημιουργία χωρίς περιορισμούς, θεωρώντας αδύνατη την παραγωγή της χωρίς αυθορμητισμό, φαντασία, ελευθερία και προειδοποιεί ότι η άρνηση της ελευθερίας ζητάει στην πραγματικότητα την καταστροφή της λογοτεχνικής γραφής.

Ο Οργουελ είναι ευθύς και οξύς, τολμηρός και ανυποχώρητος, με πραγματική παρρησία, κάποτε σκληρότητα. Είναι όμως ακριβής και θαρραλέος, συνειδητός και άγρυπνος. Και αυτή του η εγρήγορση διασώζει την αλήθεια των λέξεών του.

 

 

Ανατομία ανθρώπων σε εποχές οριακές-3
Στο δοκίμιο «Το προνόμιο του κλήρου», ο Οργουελ «τεμαχίζει» τον Σαλβαντόρ Νταλί. Παρεκκλίνοντα από το φυσιολογικό, με αρρωστημένους και αηδιαστικούς πίνακες, τον βρίσκει αποκρουστικό.

Ανατομία ανθρώπων σε εποχές οριακές-4

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή