Ασκήσεις ισορροπίας σε ντάνες από στίχους

Ασκήσεις ισορροπίας σε ντάνες από στίχους

Η ευθύτητα της ποίησης του Αϊλήν Μάιλς

3' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΑΪΛΗΝ ΜΑΪΛΣ
Εύα και άλλα ποιήματα
Μτφρ: Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Δημήτρης Αθηνάκης, Νίκος Ερηνάκης, Ευτυχία Παναγιώτου, Κάλλια Παπαδάκη, Θεόδωρος Χιώτης
εκδ. Αντίποδες, σελ. 168

Ξεκινώ με το βίντεο. Τραβηγμένο πριν είκοσι χρόνια. Εικόνες ενός μικρού διαμερίσματος στη Νέα Υόρκη. Eνα ξέστρωτο κρεβάτι. Eνα μαύρο γραφείο γεμάτο χαρτιά. Ράφια με βιβλία. Λευκοί τούβλινοι τοίχοι. Eνα μπουκέτο λουλούδια. Eνα σκυλί. Είναι το σπίτι που ζει η Αϊλήν Μάιλς. Ή ο Αϊλήν Μάιλς. Ή το Αϊλήν Μάιλς. Ή, όπως προτιμάει, οι Αιλήν Μάιλς. Στον πληθυντικό. Μα αυτό θα το προτιμούσε κάθε συγγραφέας. Και δεν ξέρω κανέναν που το κατάφερε. Εκτός από έναν.

Θα μπορούσα να συνεχίσω την περιγραφή του σπιτιού, με πάσα λεπτομέρεια, επειδή θυμίζει τα ποιήματα της συλλογής που είναι ακατάστατα, ορμητικά, αγενή, ντόμπρα. Λες και κάποιος έχει πετάξει τα προσωπικά του αντικείμενα στο πάτωμα, αδιαφορώντας αν ο αναγνώστης πρόκειται να τα ποδοπατήσει.

«Η αποστολή μου/ ήταν να ζήσω εγώ τη μοίρα/ οποιουδήποτε/ οποιουδήποτε διασήμου/ προφανώς/ όμως/ κανείς/ διάσημος/ δεν την πατάει/ έτσι».

Το Αϊλήν Μάιλς –αποδέχομαι την επιλογή της ουδέτερης αντωνυμίας από τις εκδόσεις αντίποδες– γράφει γρήγορα, απότομα. Με μια αμεσότητα μεγάλων απαιτήσεων. Είναι σαν μαγνήτης. Καθώς περπατά, κολλάνε τα πράγματα πάνω του. Κι αυτό είναι δύσκολο. Επειδή προηγουμένως πρέπει να έχεις αποδεχτεί τον εαυτό σου. Να τον έχεις αγαπήσει και να τον έχεις μισήσει αρκετά.

Μπορεί να είναι καλός επίγονος του Γκίνσμπεργκ, του Ασμπερι ή του Ο’ Χάρα, αλλά από την άλλη, έχει μια αυθεντική ρευστότητα που προκύπτει από τη ρευστότητα των φύλων, την αδιαφορία με την οποία αντιλαμβάνεται το σώμα του: ούτε γυναίκα, ούτε άντρας, ούτε ανδρόγυνη περσόνα. Κάτι ανάμεσα. Σχεδόν τίποτα. Μόνο δύο πόδια, δύο χέρια, δύο μάτια που περιφέρονται στο Ιστ Βίλατζ. Κουβαλά πάντα στην τσέπη τα λιγνά του σημειωματάρια και σημειώνει λίγες λέξεις ανά σελίδα, τη μία κάτω από την άλλη, ακριβώς όπως είναι τα ποιήματά του. Σαν ρωμαϊκοί κίονες ή διατομές σπιτιών, «σύντομοι στίχοι που μοιάζουν να κατρακυλάνε στη σελίδα», για να δανειστώ μια εύστοχη παρατήρηση από την εισαγωγή του βιβλίου.

Οταν το καλέσανε από το πρόγραμμα σύγχρονης τέχνης Phenomenon στην Ανάφη, πριν την πανδημία, αποδέχτηκε την πρόσκληση και έγραψε μερικά ποιήματα για τον τόπο με την αφοσίωση ενός ανθρώπου που έχει μάθει να ζει σε μια σπηλιά, σε μια τρύπα στο πουθενά. Είχε ονειρευτεί να έρθει στην Ελλάδα, ήδη από τη δεκαετία του ’80, όταν ήταν τριάντα χρόνων, και επειδή δεν τα είχε καταφέρει ελλείψει χρημάτων, είχε γράψει ένα ποίημα, το πρώτο ποίημα αυτής της ανθολογίας: «Την 1η Ιουλίου/ θα κάθομαι στο διαμέρισμά μου/ φορώντας τα σανδάλια μου/ και θα ‘μαι στην Ελλάδα». Μπορεί να είναι αδύνατον να ταξιδέψεις με την επιθυμία, μα η επιθυμία αρκεί για να γράψεις.

Ασκήσεις ισορροπίας σε ντάνες από στίχους-1

Στην πραγματικότητα, ακόμα και η πιο φλογερή επιθυμία δεν επαρκεί. Συχνά, η επιθυμία για γράψιμο σε οδηγεί να μιμηθείς το ύφος ενός ποιητή. Δεν αντέχεις το δικό σου βάρος και το μόνο που ζητάς είναι να σε προσέξουν κι έτσι γλιστράς στη σκιά κάποιου που έχει ήδη αγαπηθεί. Αλλά είναι μια αποτυχημένη τακτική. Επειδή είναι ασφαλής. Η μοναδική τακτική είναι να εκτεθείς. Και είναι κοπιώδης. Το Αϊλήν Μάιλς το αποδεικνύει. Του πήρε χρόνια και κάμποσα βιβλία για να φτάσει η φωνή του σ’ ένα ευρύτερο κοινό, μια φωνή –όχι περισσότερες, το υπογραμμίζω– που αναπτύσσεται με ειλικρίνεια από το ’78: «Η αποστολή μου/ ήταν να ζήσω εγώ τη μοίρα/ οποιουδήποτε/ οποιουδήποτε διασήμου/ προφανώς/ όμως/ κανείς/ διάσημος/ δεν την πατάει/ έτσι».

Το διάβασμα των δεκαπέντε ποιημάτων της συλλογής, από το βραχύτερο –«26 Μαΐου»– ως το εκτενέστερο και πιο χαοτικό –«Εύα»–, είναι σαν να χάνεις την ισορροπία σου σκοντάφτοντας σε στοίβες από εικόνες, ντάνες στίχων που ενώνονται με εξαιρετική ελευθερία μεταξύ τους, ημερολογιακές καταγραφές ενός λύκου που έχει παγιδευτεί στην πόλη και γελάει με την κατάντια του. Μια τρύπα σ’ ένα λευκό πουκάμισο, ένα πλαστικό αρκουδάκι με μέλι, ένας πίνακας του Μοράντι, ένα αγόρι που λέγεται Μπόμπι, είναι σημάδια που φτιάχνουν ένα ενιαίο ποίημα. Σαν ένα ραπ τραγούδι που δεν έχει τέλος.

Τα ποιήματα του Μάιλς είναι εξοργιστικά προσωπικά κι ενώ θα περίμενες να συμβεί το αντίθετο, συνδέεσαι μαζί τους με μια επίσης εξοργιστική ευκολία που σχεδόν σ’ ενοχλεί. Επειδή σ’ ανακουφίζει. Εκεί έγκειται η σπουδαιότητά τους. Εχουν ευθύτητα. Δεν κρύβονται πίσω από κανέναν. Δεν προσποιούνται. Δεν ντρέπονται. Είναι καλά ποιήματα, κακά ποιήματα, ποιήματα του δρόμου, οικιακά ποιήματα, ατίθασα ποιήματα, τρυφερά ποιήματα. Είναι ανοιχτά. Οπως ένα ποτάμι δίχως όχθες. Οπως μια βιντεοταινία που δεν παύει να ξετυλίγεται.

Αφήνοντας τον λεπτό τόμο από τα χέρια μου, ανακαλύπτω πως τ’ όνομα του Μάιλς είναι γραμμένο διαφορετικά στη ράχη: «Αϊλίν». Ποιος άραγε επιμελήθηκε ένα τόσο ταιριαστό τυπογραφικό λάθος;

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή