Το βιβλίο της Κωνσταντίνας Δ. Καρακώστα, «Από τη Μοσχόπολη στο Μίσκολτς της Ουγγαρίας: η ιστορική διάσταση µιας µυθικής αφήγησης» (εκδόσεις Παπαζήση 2021) έχει πολλά να προσφέρει στον επιστημονικό αλλά και τον κοινό αναγνώστη. Με διαχρονική και σχολαστική έρευνα, σκοπός του είναι «να επαναπροσεγγίσει και τελικά να επαναπροσδιορίσει το θέμα της βλάχικης ταυτότητας».
Το βιβλίο ξεκινάει μελετώντας τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της πλέον αναγνωρισμένης και ακμάζουσας βλάχικης εστίας, της Μοσχόπολης, και σε δεύτερο στάδιο καταγράφει πώς αυτές συμβάλλουν στο να καταδειχθεί η διαδικασία εξέλιξης της μοσχοπολίτικης – βλάχικης ταυτότητας σε μια πόλη της αψβουργικής μοναρχίας, το Μίσκολτς. Η επιλογή των παραπάνω πόλεων, όπως μας εξηγεί η συγγραφέας στην εισαγωγή, κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. «Η Μοσχόπολη συμβολίζει την παράδοση, το παρελθόν, ενώ από την άλλη πλευρά στα μοναρχικά εδάφη αποτυπώνονται εξαιρετικά χαρακτηριστικά οι αλλαγές που συνέβησαν στον εθνικό φυσιογνωμικό ιστό των Βλάχων μετοίκων, τόσο εξαιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν στο εσωτερικό τους όσο και εξαιτίας της ευρείας διάδοσης των ιδεών του Διαφωτισμού που παρεισέφρεε εκεί με γοργούς ρυθμούς».

Για τον αναγνώστη που ενδιαφέρεται να μάθει ή τον ιστορικό που ερευνά, το βιβλίο καταγράφει με λεπτομέρειες, αποτέλεσμα έρευνας σε πολλαπλά αρχεία, τις εσωτερικές αυτές αλλαγές στον φυσιογνωμικό ιστό των μέτοικων Βλάχων. Καταγράφει επίσης και τους οικονομικούς λόγους που τους ανάγκασαν να διατηρήσουν την εθνοτική τους ιδιοσυστασία, η οποία, όπως το βιβλίο δείχνει, παράλληλα λειτούργησε ως ένα μέσο κοινωνικής οργάνωσης που τους παρείχε τη δυνατότητα να επιτυγχάνουν τη διατήρηση του μονοπωλίου που είχαν σε ορισμένους τομείς. Η καταγραφή των αλλαγών εξαιτίας της ευρείας διάδοσης των ιδεών του Διαφωτισμού είναι η βάση ευρύτερης ιστορικής και θεωρητικής ανάλυσης έθνους και εθνότητος, που είναι και η ουσία του βιβλίου. Ξεκινώντας από τη θέση ότι η ταυτότητα «είναι μια έννοια που διαθέτει τη δική της δυναμική και βρίσκεται σε διαρκή διαλεκτική σχέση με το περιβάλλον, έχοντας τη δυνατότητα να αναπροσαρμόζεται όταν μια ομάδα διαφοροποιείται από το σύνολο διότι θεωρεί την ύπαρξή της ανεξάρτητη και αυτοτελή, έστω και όταν συντρέχουν στην ομάδα διαφορετικά και μεταξύ τους σαφώς αντιδιαστελλόμενα πολιτιστικά στοιχεία, όπως γλώσσα και τόπος καταγωγής», η Κωνσταντίνα Καρακώστα απομακρύνει τους Βλάχους «από περιχαρακωμένα ερμηνευτικά σχήματα και δομές που καθιέρωσαν λογικές και πρακτικές της νεότερης εποχής». Χρησιμοποιεί το διπολικό σχήμα Μοσχόπολη – Μίσκολτς, μας εξηγεί, γιατί «καταδεικνύει ανάγλυφα όχι μόνο οικονομικά και κοινωνικά, αλλά και εθνικά δεδομένα και συνιστώσες γύρω από τον προσανατολισμό της ταυτότητας των Βλάχων».
Στα εθνικά είναι το γεγονός ότι τον 18o αιώνα πολλοί Μοσχοπολίτες καταγράφονταν ως Μακεδόνες, κάτι που, όπως μας ενημερώνει η συγγραφέας, «ήγειρε συχνά το εθνικό αίσθημα πολλών Ούγγρων ιστορικών της εποχής, οι οποίοι εξέφραζαν την υπερβολική κατά τα άλλα ανησυχία τους, μήπως η Ουγγαρία καταλήξει τελικά να γίνει μια δεύτερη Μακεδονία».
Εγείρονται σοβαροί ενδοιασμοί για «την ορθότητα και την αποδοχή του όρου “εθνοτικός” ως χαρακτηρισμού των βλαχόφωνων πληθυσμών».
Στον 19o αιώνα, αιώνα των εθνών και του εθνικισμού σύμφωνα με τον Aγγλο ιστορικό Ερικ Χόμπσμπομ στο κλασικό του βιβλίο «Nations and Nationalism since 1780», η ταυτότητα των Βλάχων προκάλεσε προβλήματα στους αγώνες για έθνος πληθυσμών της περιοχής. Γλώσσα, θρησκεία και πολιτισμός είναι τα στοιχεία που δημιουργούν την ιδέα του έθνους, σύμφωνα με τον επίσης Αγγλο πολιτικό φιλόσοφο Τζον Στιούαρτ Μιλ, πατέρα της δυτικής φιλελεύθερης ιδέας της δημοκρατίας και του έθνους που το σύνδεσε με το κράτος. Στις διάφορες πληθυσμιακές ομάδες των Βαλκανίων ή της ανατολικής Μεσογείου, «αλλόγλωσσοι», «ετερόδοξοι», «αλλογενείς» και «αλλοεθνείς» ήταν εννοιολογικές αλλά και εδαφικές αποσαφηνίσεις που συνέβαλαν στη συγκρότηση της εθνικής φυσιογνωμίας των κρατών μετά την ανεξαρτησία τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Με στοιχεία και κριτική σκέψη, η Κωνσταντίνα Καρακώστα διαπλέει τις βραχονησίδες αυτού του αρχιπελάγους για να καταλήξει, απαντώντας στο βασικό της ερώτημα: «Κάθε προσπάθεια που έγινε προκειμένου να δοθεί στους βλαχόφωνους πληθυσμούς μια διαφορετική εθνική ταυτότητα, που θα τους διαφοροποιούσε από τους μη βλαχόφωνους με τους οποίους συμβίωσαν ιστορικά, προβάλλει όχι μόνον άτοπη αλλά και πέρα για πέρα ανεδαφική». «Στο τέλος», εξηγεί, «εκείνο που επικράτησε ήταν η απερίφραστη ένταξη των αλλόγλωσσων, αλλά ομόδοξων χριστιανών Βλάχων στον ελληνικό εθνικό κορμό, γεγονός που εγείρει επιπλέον σοβαρούς ενδοιασμούς ως προς την ορθότητα και την αποδοχή του όρου “εθνοτικός” ως χαρακτηρισμού των βλαχόφωνων πληθυσμών».
* Η κ. Μαρία Κουντουρά είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Εμερσον, Βοστώνη.
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr