Πεζογραφία και κρίση

2' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ε​​​​γώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μ’ αφήνει να το θέλω, δε μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή. […] κάθε θεσμός της κι ένα έμφραγμα, κάθε νόμος της και μια εμβολή, τα ήθη της μου ’χουν σμπαραλιάσει τα πνευμόνια, η ιστορία της με κάνει να τρέμω συνεχώς ολόκληρη σαν να έχω προσβληθεί από την πάρκινσον, ο πολιτισμός της μ’ έχει ξεπατώσει, μ’ έχει ξεθεώσει, δεν πάει άλλο, η θέση της η γεωγραφική είναι το άσθμα μου, ολόκληρο το σχήμα της άλλοτε απλώνεται πάνω στο σώμα μου σαν γιγαντιαίος έρπης ζωστήρ και με τρελαίνει…». Αυτά έλεγε ο Δημήτρης Δημητριάδης το 1978, στο «Πεθαίνω σα χώρα», και σήμερα μοιάζουν με διάφορους τρόπους προφητικά – αναλόγως με τη σκοπιά από την οποία ο καθένας τα διαβάζει.

Δώδεκα χρόνια αργότερα, ενώ η τάξη του κόσμου είχε ανατραπεί με την κατάρρευση του σοσιαλισμού και η Ελλάδα παράπαιε μέσα στη δίνη του «βρώμικου ’89», η Μάρω Δούκα, στο «Εις τον πάτο της εικόνας» (1990), περιγράφει τη μεταπολιτευτική φιλοσοφία ζωής με τρόπο που εξηγεί, από μία οπτική γωνία, τη σημερινή κρίση: «Μόνο στην πιάτσα όλοι του αναγνωρίζουν ότι ξέρει να σκέφτεται, να εκτιμά τις περιστάσεις, είχε πολύ φιλοσοφήσει γενικά τη ζωή ο Αντώνης […] φάε, πιες, έλεγε, γάμησε, εγώ τις κλάψες δεν τις μπορώ, σήμερα όποιος έχει κουμάντο προκόβει, σήμερα όλοι έχουν τις καταθέσεις τους στο Ταμιευτήριο, και το παιδί σου το σπουδάζεις στη Ρουμανία, και την παραθαλάσσια την παράγκα τη στήνεις, λίγο κουμάντο μόνο αρκεί».

Το 2008, στο διήγημά του «Σημάδια από δαχτυλίδια» (Οικογεκλήματα), ο Δημοσθένης Κούρτοβικ περιγράφει την αντιστροφή της μεταναστευτικής συνθήκης μεταξύ Ελλάδας και Βαλκανίων: ένας πρώην εργολάβος καταλήγει, μεταξύ άλλων πολλών, λαθρομετανάστης στην Αλβανία για να βρει δουλειά ως λαντζέρης. Ο Αλβανός συνοριοφύλακας που έχει μεγαλώσει στην Ελλάδα τον καλεί να φροντίζει το περιβόλι του, παρά τα αισθήματα απέχθειας που του προκαλεί, καθώς θυμάται τι είχε τραβήξει ο πατέρας του «από τους Ελληνες εργολάβους, τότε που έσκαβε στους δρόμους και ακροβατούσε στα γιαπιά ολημερίς για ένα ξεροκόμματο». Την ίδια χρονιά, ο Σέργιος Γκάκας στις «Στάχτες» παρουσιάζει την εγκληματική δράση μιας ακροδεξιάς οργάνωσης, αλλά και μια διαπλοκή που απλώνει ρίζες σε όλα ανεξαιρέτως τα πεδία της ελληνικής κοινωνίας.

Το 2010, ο Χρήστος Οικονόμου ταράζει τα νερά της νεοελληνικής πεζογραφίας με τη συλλογή «Κάτι θα γίνει, θα δεις», διηγήματα γραμμένα πριν από την κρίση, δείχνει τα πρόδρομα συμπτώματα μιας κρίσης που πηγαίνει πολύ πίσω στο παρελθόν, αποτυπώνοντας τη φτώχεια, την εξαθλίωση, την πείνα, την ανεργία, την απελπισία.

Προς τι η ιστορική αναδρομή, θα πει κανείς. Και μάλιστα μια ιστορική αναδρομή εντελώς ενδεικτική, καθώς είναι πολλά τα έργα που εκ των υστέρων διαβάζονται ως «λογοτεχνία της κρίσης», όχι γενικώς και αορίστως, αλλά της σημερινής κρίσης που ταλανίζει τη χώρα. Χωρίς καμία διάθεση σύμπλευσης με την απλουστευτική φιλολογία που διαγράφει τη Μεταπολίτευση ως περίοδο αίσχους και παρακμής, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι η λογοτεχνία πολύ νωρίς διέβλεψε στοιχεία που οδηγούσαν σε αδιέξοδο τη μεταπολιτευτική κοινωνία, στο πλαίσιο ευρύτερων πολιτικών επιλογών.

Κι έχει σημασία να θυμόμαστε ότι η λογοτεχνία δεν συμπορεύεται γραμμικά με τα υπόλοιπα συστήματα της κουλτούρας και της κοινωνίας: άλλοτε προλέγει, άλλοτε σιωπά, μιλά εκ των υστέρων, προβλέποντας έτσι πάλι -για τη μεγάλη λογοτεχνία μιλάμε πάντα φυσικά- τα άρρητα του μέλλοντος. Αυτή είναι και μία ερμηνεία όσον αφορά τη δυσκολία της σύγχρονης πεζογραφίας να μιλήσει αποτελεσματικά για την κρίση. Το μέλλον θα δείξει αν είναι ορθή, αν θα μπορέσει η νεοελληνική πεζογραφία να ανταποκριθεί στην πρόκληση του καιρού.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή