Ενα απόγευμα με τη Λίντια Ντέιβις

Ενα απόγευμα με τη Λίντια Ντέιβις

5' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι μελαχρινή, ντυμένη απλά, μ’ ένα ανοιχτό λευκό πουά πουκάμισο κι ένα ίσιο μαύρο παντελόνι. Στα μεγάλα γαλάζια μάτια της φοράει γυαλιά και όταν τη βλέπω να πλησιάζει, καθώς στέκομαι στην ουρά του βιβλιοπωλείου Shakespeare and Company, απέναντι από τη Νοτρ Νταμ, σκύβει στον σύντροφό της, ακουμπάει τον ώμο του λίγο συνωμοτικά και του ψιθυρίζει. Είμαι πολύ συνεπαρμένη από την ανάγνωση των ιστοριών της, των άρθρων που έχουν γραφτεί γι’ αυτήν, τόσο, που θέλω να σκαλίσω το μυαλό της όταν την αντικρίζω αυτό το καθόλου καλοκαιρινό απόγευμα του Ιουλίου.

Η Λίντια Ντέιβις συμπλήρωσε πριν από μερικές ημέρες τα 67 της χρόνια και βρίσκεται στο ιστορικό βιβλιοπωλείο για να παρουσιάσει το καινούργιο της βιβλίο, «Can’t and Won’t» (Farrar, Straus and Giroux), το οποίο κυκλοφόρησε τον περασμένο Απρίλιο. Το 2013 βραβεύτηκε με το International Man Booker Prize, ένα από τα σπουδαιότερα βραβεία για λογοτέχνες, και διδάσκει Δημιουργική Γραφή στο Πανεπιστήμιο του Albany. Αλλά η κύρια απασχόλησή της παραμένει η μετάφραση έργων από τα γαλλικά στα αγγλικά – Μαρσέλ Προυστ, Γκουστάβ Φλομπέρ, Μορίς Μπλανσό.

Την έπιασα πρώτη φορά στα χέρια μου το περασμένο καλοκαίρι, με τη συλλογή «The Collected Stories of Lydia Davis» (Farrar, Straus and Giroux, 2009), και πριν με εντυπωσιάσει, με είχε ξενίσει. «Ας πει κάποιος στην Ντέιβις ότι η λογοτεχνία δεν είναι ένα ιδιόμορφο αστείο», ή «οι ιστορίες της μοιάζει να μην καταλήγουν πουθενά», γράφουν χρήστες του Goodreads, αυτοί που αρνούνται να τη χαρακτηρίσουν λογοτέχνιδα. Παρ’ όλα αυτά η βαθμολογία της είναι εξαιρετικά υψηλή, 4,08/5, από 24.572 κριτικές και σχόλια. «Για να ολοκληρώσω μια ιστορία, πρέπει να υπάρχει μια απλή, έστω, μορφή αφήγησης», λέει η ίδια εν είδει απάντησης στους σκεπτικιστές. «Με την ευαισθησία της, καταφέρνει να αποδώσει τις πιο παροδικές στιγμές, αυτές που διαφεύγουν απ’ όλους εμάς τους υπόλοιπους», σχολιάζει ο Αμερικανός συγγραφέας Τζόναθαν Φράνζεν. Αν αφεθείς στις λεπτομέρειες του λόγου της, ανακαλύπτεις έναν παράξενο μικρόκοσμο, όπου η μικρότερη αναποφασιστικότητα μπορεί να δημιουργήσει απειλητικά διλήμματα. «Οσο περισσότερο τη διαβάζεις, τόσο πιο πολύ οι ιστορίες της αρχίζουν να σου συμβαίνουν», γράφουν οι New York Times. «Κανένας άλλος συγγραφέας, εκτός από εκείνη και τον Ρέιμοντ Κάρβερ, δεν έχει υπάρξει τόσο μεταδοτικός. Οσο διαβάζεις Λίντια Ντέιβις, τόσο αρχίζεις να γράφεις σαν τη Λίντια Ντέιβις», σημειώνει το LA Review of Books. Στην ιστορία «Tα γενέθλιά της», η συγγραφέας γράφει: «105 χρόνων. Δεν θα ήταν ζωντανή σήμερα, ακόμη κι αν δεν είχε πεθάνει». Μια άλλη: «Η γλώσσα της τηλεφωνικής εταιρείας»: «Το πρόβλημα που αναφέρατε πρόσφατα τώρα λειτουργεί άψογα».

Δεν είναι όλο το έργο της τόσο ελλειπτικό. Στα είκοσί της, άρχισε να βγαίνει με τον Πολ Οστερ, και αντί να παρακολουθεί τα δικά της μαθήματα στο Barnard, επέμενε να πηγαίνει στις διαλέξεις του Κολούμπια, μαζί του. Αργότερα, εγκαταστάθηκαν και οι δύο στο Παρίσι. Ο πρώην σύζυγός της λέει γι’ αυτήν σήμερα: «Θα της ερχόταν μια ιδέα, τρεις – τέσσερις φράσεις ή μία παράγραφος. Τις έγραφε όπως της έρχονταν. Αυτά που επεξεργαζόταν παραπάνω ποτέ δεν ήταν τόσο επιτυχημένα». Η περίεργη πρόζα της δεν άρεσε στους λογοτέχνες και καθηγητές γονείς της. «Γιατί δεν γράφεις για τα ταξίδια σου, κάτι πιο ευχάριστο;», αναρωτιόνταν.

Σήμερα, στο τέλος της ανάγνωσής της, θα απαντήσει στο κοινό: «Πρέπει να μάθεις να είσαι άφοβος. Αν έχεις μια συγκεκριμένη αντίληψη για ένα πράγμα, δεν πρέπει να αυτολογοκρίνεσαι και να σκέφτεσαι ότι οι ιδέες σου δεν αξίζουν. Πρέπει να προχωρήσεις και να εκπληρώσεις αυτήν σου την επιθυμία. Εξέφρασέ την με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αφησε το κείμενό σου στην άκρη, ξανακοίταξέ το ύστερα από ένα μήνα. Είναι ακόμη ενδιαφέρον; Αυτό λέω στους μαθητές μου, όπως επίσης να προσπαθούν να εξελίσσονται ανεξάρτητα από την τεχνική τους. Με άλλα λόγια, μη διαβάζετε ό,τι διαβάζουν όλοι. Και μην κάθεστε να γράψετε σκεφτόμενοι “θα γράψω κάτι πρωτότυπο σήμερα”».

Με τον Πολ Οστερ έχει ένα γιο, τον Ντάνιελ, αλλά σήμερα είναι παντρεμένη με τον καλλιτέχνη Αλαν Κότε, με τον οποίο έχει ένα γιο, τον Θίο. «Αντλώ έμπνευση από τα πάντα. Χαράζω το όριο στα παιδιά μου, αυτά δεν μου επιτρέπω να τα εκθέσω», λέει η ίδια, σημειώνοντας ότι η ηθική της πυξίδα είναι ο σύζυγός της.

Ιστορίες που φτάνουν τις δυο-τρεις αράδες

Εχει βαθιά, ήρεμη φωνή και διαβάζει περίπου 15 ιστορίες, κάποιες μια-δυο γραμμές, κάποιες δύο σελίδες. Σε συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα στο New Yorker, λέει πως η έμπνευσή της προκύπτει από τις καθημερινές ασχολίες της, στην κοινότητα ενός μικρού χωριού στην πολιτεία της Νέας Υόρκης (πληθυσμός: 571 κάτοικοι) όπου ζει με τον δεύτερο σύζυγό της. «Δεν με τραβάνε οι λογοτεχνικές συγκεντρώσεις στο Μανχάταν», σχολιάζει.

Οι ιστορίες έχουν πάντοτε μια δόση αλήθειας, αλλά ξαφνικά, είτε στη δεύτερη φράση είτε λίγο αργότερα, γίνονται σουρεαλιστικές. Στο διήγημα «Ξύπνια στη Νύχτα», λέει: «Δεν με παίρνει ο ύπνος, σ’ αυτό το δωμάτιο ξενοδοχείου, σ’ αυτήν την ξένη πόλη. Είναι πολύ αργά, δύο το πρωί, μετά τρεις, μετά τέσσερις. Είμαι ξαπλωμένη στη σκοτάδι. Ποιο είναι το πρόβλημα; Α, ίσως μου λείπει αυτός, ο άνθρωπος στον οποίο κοιμάμαι δίπλα. Επειτα ακούω μια πόρτα να κλείνει κάπου στο βάθος. Ενας άλλος επισκέπτης έχει επιστρέψει, πολύ αργά. Τώρα έχω την απάντηση. Θα πάω στο δωμάτιό του και θα μπω στο κρεβάτι δίπλα του, και τότε θα μπορέσω να κοιμηθώ».

Κάθε φορά που ολοκληρώνει την ανάγνωση μιας συλλογής ιστοριών, πίνει μια γουλιά νερό ή μια γουλιά κρασί από τα δύο ποτήρια που έχει δίπλα της. «Νιώθω σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Αν νιώσω υπερβολικά χαρούμενη θα πιω το νερό, αν νιώσω υπερβολικά νηφάλια θα πιω το κρασί», αστειεύεται.

Θεωρεί πως οι μεγαλύτερες επιρροές της ήταν ο Κάφκα και ο Μπέκετ, αλλά υπόγεια και ο Προυστ, του οποίου τον πρώτο τόμο του «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο» (Από τη μεριά του Σουάν) μετέφραζε όταν άρχισε να πειραματίζεται με τις ιστορίες της μιας γραμμής. Πολύ απλά γιατί δεν είχε χρόνο για κάτι άλλο. «Δεν ήθελα να σταματήσω το γράψιμο, αλλά δεν μπορούσα να διαθέσω περισσότερο χρόνο».

Τη ρωτάω «πόσο μπορεί ο συγγραφέας να επεξεργαστεί μια ιστορία δύο ή τριών αράδων;». «Κάνω πολλές διορθώσεις σε μικροκλίμακα», απαντάει. «Η πρώτη εκδοχή γράφεται πολύ γρήγορα αλλά με εξαιρετική προσοχή. Εκείνες είναι οι στιγμές που δεν απαντάω στο τηλέφωνο, δεν ανοίγω την πόρτα, το μόνο που κάνω είναι να αφήνω τις σκέψεις να έρθουν ελεύθερα», λέει και συνεχίζει: «Υπάρχει ένα μυστηριώδες κομμάτι στη διαδικασία. Η στιγμή που κοιτάζεις ξανά το κείμενό σου και καταφέρνεις να το δεις με καινούργια ματιά. Αυτό έρχεται μόνο με τον χρόνο», λέει σε όλους τους επίδοξους συγγραφείς εκεί έξω.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή