Απαρηγόρητη χαρά

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σ​​τις 12 Νοεμβρίου 1944 -συμπληρώθηκαν φέτος εβδομήντα χρόνια- πέθανε στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού από σηψαιμία ο Ευάγγελος Ιωάννου ή, αλλιώς, Τέλλος Αγρας. Ηταν σαράντα πέντε χρόνων. Είχε χτυπηθεί στον αστράγαλο από αδέσποτη σφαίρα ένα μήνα πριν, στις 11 0κτωβρίου, την παραμονή δηλαδή της απελευθέρωσης της Αθήνας.

Αν γεννιόταν σε κάποιον η αλλόκοτη ιδέα να γνωρίσει τον ποιητή Αγρα, δεν θα έβρισκε μέχρι χθες στα βιβλιοπωλεία παρά μόνο μια μικρή ανθολογία ποιημάτων του, από τον Κώστα Στεργιόπουλο, τον κυριότερο εκδότη και μελετητή του έργου του (Ερμής/σειρά ανθολόγος Ερμής 1996). Πριν από λίγες ημέρες όμως κυκλοφόρησαν «Τα ποιήματα», τόμος Α΄, σε φιλολογική επιμέλεια Ελλης Φιλοκύπρου (ΜΙΕΤ 2014). Η έκδοση είναι πανέμορφη, όπως ακριβώς δηλαδή πρέπει να είναι τα βιβλία στα οποία χαιρόμαστε τα ποιήματα. Ο πρώτος αυτός τόμος περιέχει τις συλλογές του «Τα Βουκολικά και τα Εγκώμια» (1934) και «Καθημερινές» (1939).

Θα ακολουθήσει προφανώς ένας δεύτερος τόμος, με την τρίτη και τελευταία συλλογή του, τα «Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας», κατά την πρώτη μεταθανάτια έκδοσή της από τον Κώστα Στεργιόπουλο (εκδόσεις Φέξη 1965, [κυκλοφόρησε το 1966]), ίσως και ένας τρίτος με αθησαύριστα ποιήματα και τις μεταφράσεις του.

Ο υποθετικός αναγνώστης αυτού του κομψού τόμου θα ανακαλύψει έναν ποιητή της πόλης, της Αθήνας, της αθηναϊκής συνοικίας, της γειτονιάς, του μικροαστικού σπιτιού, με τις κονσόλες και τα λαβομάνα του και την πλύση απλωμένη στα σχοινιά. Σε αυτή την πόλη περιδιαβαίνει ο ποιητής «στοχαστικός και μόνος» («Φεγγάρι βροχερό»), μελαγχολικός και νοσταλγικός, ή την κοιτάει πίσω από το παράθυρο, από το «θαμπό τζάμι» (βλ. «Σημείωμα της επιμελήτριας», σ. 417). Υπάρχει και η φύση στα ποιήματα του Αγρα, όχι όμως άγρια και ανήμερη, μεγαλειώδης και επιβλητική, δεν είναι καν η φύση της αγροτικής ζωής, είναι η φύση όπως τη ζει ο άνθρωπος της πόλης, μια φύση στην κλίμακα του ανθρώπου της πόλης (από τις «Καθημερινές» κυρίως και μετά): η χειμωνιάτικη λιακάδα, το ψιλόβροχο, ο χιονιάς, η αυγή και το δειλινό, οι λεμονιές, οι αμυγδαλιές και τα άλλα δέντρα στους δρόμους και τις πλατείες, τα γεράνια, οι ντάλιες, τα χρυσάνθεμα. Ο Αγρας είναι ο κατ’ εξοχήν ποιητής της αστικής, αθηναϊκής καθημερινότητας, με όλα τα μικρά και τα παραμικρά της, «κι όλα τόσο άξια για στοργή!» («Βόσκουν τ’ αρνάκια…»). Η μελαγχολία του δεν είναι μαύρη και θανατερή, είναι γλυκιά και τρυφερή, είναι η μελαγχολία της «απαρηγόρητης χαράς» («Ψυχή μου, ανάσαινε…») για τούτη τη ζωή. Μετά την εξορία από τον Κήπο της Εδέμ, κανείς δεν μπορεί να σχετιστεί με τον κόσμο και τα πλάσματά του άμεσα, αδιαμεσολάβητα, σώμα με σώμα, εξ ου και το ερώτημα: « Κι όμως τι χάθηκεν ωστόσο/ ανάμεσά μου και σ’ αυτά/ και δεν είμαι άξιος να τα νιώσω/ δικά, σαν πρώτα, και πιστά;» («Παντοτινός χωρισμός»). Αυτή η κοινή απώλεια, ο παντοτινός χωρισμός, όπως λέει με ακρίβεια ο τίτλος του ποιήματος, είναι το έδαφος πάνω στο οποίο φυτρώνει η νοσταλγικότητα του Αγρα προς κάποια μυθικά Περασμένα, προς τον χιμαιρικό παράδεισο της παιδικότητας. Αυτός ο παντοτινός χωρισμός ακριβώς είναι που κάνει και τη χαρά μας παντοτινά απαρηγόρητη.

Παραθέτω, μικρό δώρο στον αναγνώστη, το ποίημά του «Καλοσύνη», πρωτοδημοσιευμένο, όπως και πολλά άλλα, στη «Διάπλαση των παίδων», το 1925, με την οποία ξεκίνησε τη συνεργασία του σε ηλικία έντεκα χρόνων, με το ψευδώνυμο ακριβώς Τέλλος Αγρας:

«Ηλιος βγήκε, μες στις παγωνιές,/ κι εγελάσαν φως οι γειτονιές/ κι έφεξαν χαγιάτια και γωνιές/ κι έλαμψαν στα χέρια οι βελονιές.// Κι έφεξαν, σιμά κι αλαργινά,/ παστρικά λιθόστρωτα στεγνά/ κι έδειξαν οι ράχες οι γλαυκές/ και τις πιο κρυφές τους χαρακιές…// Εφεξαν οι απαίνευτες ποδιές/ κι οι φτωχές, οι απόμερες καρδιές/ – κι ήρθε, μες στα φέγγη τα χλωμά,/ δόξα πρώτης άνοιξης σιμά!// – Ηλιε, από την ήμερην αυγή/ στη γλυκιά σου ανάρρωση έχεις βγει!/ Ζέστανες τις πέτρες τις λευκές,/ τις γριούλες τις ραχιτικές,// φίλησες πολύ, μ’ άγια φιλιά,/ χείλια δωδεκάχρονα, μαλλιά,/ που έδεσεν η αρρώστια και βαστά/ στο σκληρό προσκέφαλο σφιχτά,// κι όνειρα, που βιάζονται, ηχερά,/ ν’ αναδώσουν τ’ άσπρα τους φτερά/ και να διαλυθούν μεσουρανίς,/ δίχως να τα ζώσει ίσκιος κανείς. // Μέρωσες την κρύα, τη μοναχή,/ την πολύ ακατάδεχτη ψυχή».

Ο Ευάγγελος Ιωάννου βιοπορίστηκε ως δημόσιος υπάλληλος από το 1918 ώς το 1943. Το μεγαλύτερο διάστημα εργάστηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος: από τον Δεκέμβριο 1927 ώς το τέλος, το 1943, αν και όχι συνεχώς αλλά αποσπασμένος κατά διαστήματα σε άλλες υπηρεσίες (βλ. Γ. Ανδρειωμένος, « Γύρω από την υπαλληλική σταδιοδρομία του Τέλλου Αγρα», «Τα νέα του Ε.Λ.Ι.Α.», αρ. 54, θερινό αρχειοστάσιο 1999, σ. 63-73). Στις 17 Δεκεμβρίου η Εθνική Βιβλιοθήκη, σε συνεργασία με το Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, έχει προγραμματίσει εκδήλωση στο Αναγνωστήριό της, για να τιμήσει τον ποιητή και κριτικό Τέλλο Αγρα, ο οποίος την τίμησε για χρόνια με την παρουσία και την εργασία του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή