SOLOUP, «Αϊβαλί»,
εκδ. Κέδρος, σελ. 448
Ο μικρασιατικής καταγωγής Αντώνης Νικολόπουλος μια φθινοπωρινή μέρα, πέρασε από τη Μυτιλήνη στο Αϊβαλί. Μια μονοήμερη εκδρομή, μιάμιση μόλις ώρα με το πλοίο, στο κατάστρωμα ανάκατα τούρκικα και ελληνικά – πολλοί Μυτιληνιοί πήγαιναν για το εβδομαδιαίο παζάρι. Στο σακίδιό του είχε το βιβλίο «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου» του Φώτη Κόντογλου.
Περιπλανήθηκε στους δρόμους, στα σοκάκια, στους ναούς (που αργότερα σχεδίασε αποτυπώνοντας την ομορφιά τους και την ιστορία που κουβαλούν) και βρέθηκε σε έναν πανέμορφο καφενέ. Πεθύμησε καφέ, αλλά παρήγγειλε τσάι. Στον καφενέ μια ξεθωριασμένη φωτογραφία πριν την καταστροφή, το μυαλό του άρχισε να ταξιδεύει. Φαντάστηκε νοικοκυραίους και κοντραμπαντζήδες. Μέρες καθημερινές, γιορτές, καρναβάλια.
Φέσια, ούζα, ρακές και κρασιά. Βιολιά, ούτια και ζουρνάδες. Αϊβαλιώτες να φέρνουν γύρες στον ζεϊμπέκικο. Και ξάφνου δίπλα του, στην αντικριστή καρέκλα, είδε αυτοπροσώπως τον ίδιο τον Κόντογλου. Να του λέει για περασμένους ειρηνικούς καιρούς, αλλά και για γεγονότα δραματικά. Και είδε κι άλλους συγγραφείς από το Αϊβαλί: τον Ηλία Βενέζη, την Αγάπη Βενέζη – Μολυβιάτη κι έναν Τούρκο, τον Αχμέτ Γιορουλμάζ. Και τις αφηγήσεις τους, μαζί με προσωπικά βιώματα και σκέψεις, τις συνέθεσε σε ένα γκράφικ νόβελ με τον τίτλο «Αϊβαλί», ένα βιβλίο 448 σελίδων, μια δουλειά που γοητεύει, και που την υπογράφει, όπως πάντα, με το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο: Soloup.
Ο Soloup έχει μεγάλη προϋπηρεσία στο χιούμορ. Εν ενεργεία γελοιογράφος στην εφημερίδα «το Ποντίκι», μετράει στο βιογραφικό του διάφορα κόμικς underground χαρακτήρα («Μήτσος Κυκλάμινος», «Big Porther», «Ανθρωπόλυκος», κ.ά.), όπου διακρίνει κανείς, μέσα από χοντροκομμένα αστεία και τραγελαφικές καταστάσεις, μια ειρωνεία απέναντι στα κακώς κείμενα της κοινωνίας, και λίγο τον Edika. Εχοντας, λοιπόν, υπόψη το μέχρι πρότινος θεματολογικό πλαίσιο του δημιουργού, το Αϊβαλί είναι μια μεγάλη έκπληξη.
Ο Soloup φαίνεται πως έκρυβε μέσα του ένα θησαυρό. Και, αφού πρώτα ωρίμασε ως καλλιτέχνης, τον άφησε να βγει. Το σχέδιό του στο Αϊβαλί είναι αλλαγμένο, είναι πιο ρεαλιστικό, πιο φωτογραφικό και, όσον αφορά τα πρόσωπα, πιο εκφραστικό – ίσως φταίνε τα γυαλιά του, αλλά όταν σχεδιάζει τον εαυτό του θυμίζει κάτι από Joe Sacco, ενώ τα σχεδιαστικά του παιχνίδια φέρνουν στον νου τη Marjian Satrapi. Η εναλλαγή και το στήσιμο των καρέ αποπνέουν μια σκηνοθετική σιγουριά. Και ο λόγος του, καθαρός και άμεσος, εναρμονίζεται με τις εικόνες και δένει ομαλά με τη γλώσσα των λογοτεχνών που πρωταγωνιστούν στις σελίδες.
Ο Soloup διάβασε. Εκανε έρευνα. Εψαξε ατελείωτα σε βιβλιοθήκες, ιδρύματα και Διαδίκτυο. Είδε ταινίες και ντοκιμαντέρ. Ανοιξε μπαούλα, ξέθαψε κειμήλια, κιτρινισμένες φωτογραφίες, παλιές καρτποστάλ, ενώ στα τέσσερα ταξίδια του εκεί, έβγαλε εκατοντάδες φωτογραφίες. Και με μεγάλη επιδεξιότητα, κατάφερε να απεικονίσει τη μικρασιατική πόλη και τον κόσμο της. Το τότε και το τώρα. Το Αϊβαλί του σήμερα, και το Αϊβαλί του παρελθόντος, της κάποτε ευημερίας και αργότερα της μικρασιατικής καταστροφής, των ταγμάτων εργασίας, της Συνθήκης της Λωζάννης, της ανταλλαγής πληθυσμών, του εκπατρισμού, της απάνθρωπης σκληρότητας.
Στα χνάρια του «Maus» του Art Spiegelman (αφήγηση επιζώντος των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης), του «Persepolis» της Marjan Satrapi (με τις εικόνες από την ενηλικίωση ενός παιδιού στο Ιράν των πολέμων και του φονταμενταλισμού), των «Palestine» και «Footnotes in Gaza» του Joe Sacco («δημοσιογραφικά» κόμικς με τις μαρτυρίες από τη Λωρίδα της Γάζας) ή των «Ιt Was the War of the Trenches» και «Goddamn this War!» του Jacques Tardi (με σκηνές από τα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου), έτσι και το Αϊβαλί, με φόντο ματωμένα κεφάλαια της ιστορίας, εστιάζει στο ανθρώπινο δράμα. Πατάει σε τέσσερα βιβλία: το «Αϊβαλί η πατρίδα μου» του Φώτη Κόντογλου (εκδ. Αγκυρα), το «Νούμερο 31328» και το «Μικρασία Χαίρε» του Ηλία Βενέζη, στο οποίο ο συγγραφέας συμπεριλαμβάνει την καταγραφή της αδερφής του Αγάπης Βενέζη – Μολυβιάτη (Εστία) και «Τα παιδιά του πολέμου» του Αχμέτ Γιορουλμάζ (εκδ. Ωμέγα).
Οικειοποιείται σκηνές από αυτά τα βιβλία και δημιουργεί τέσσερα κεφάλαια, αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο, πιστές στο ύφος των πρωτοτύπων, πιστές ακόμη και στον σχεδιασμό των ίδιων των αφηγητών και πρωταγωνιστών – εκτός από συγγραφέας και αγιογράφος ο Κόντογλου, σχεδιάζεται με την τεχνοτροπία της αγιογραφίας. Τέσσερα κομμάτια ενός παζλ που ενώνονται, ταιριάζουν, απεικονίζουν το παρελθόν και πλαισιώνονται από το παρόν, από το οδοιπορικό του Soloup στο Αϊβαλί, τις σκέψεις του, τη συζήτησή του με έναν Τούρκο, έναν Τούρκο που τυχαίνει να γνωρίζει ελληνικά. Του λέει: «Η νένε (γιαγιά) μου, η Χαλινδέ, τα μίλιενε. Ηταν Τουρκοκρητικιά! Απ’ το Ρέθεμνος! Στο Τσεσμέ τσι φέρανε με το Μουμπαντέλε (ανταλλαγή). Μέχρι που απόθανε, κρητικά μας εμιλούσε», και πιάνουν κουβέντα για όσα τους ενώνουν και όσα τους χωρίζουν. Τόσο ίδιοι και τόσο διαφορετικοί.