Το μολύβι, η πείνα και η πόλη

Το μολύβι, η πείνα και η πόλη

4' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΚΝΟΥΤ ΧΑΜΣΟΥΝ

Η πείνα

μτφρ.: Δ. Παπαγρηγοράκης

πρόλ.: Πολ Οστερ

εκδ. Μεταίχμιο, 2014

«Ενα υπόλειμμα από μολύβι είναι σχεδόν σαν ένας μικρός άνθρωπος», λέει κάπου ο ήρωας της «Πείνας» (1890) του Κνουτ Χάμσουν. Προηγουμένως έχει δώσει το γιλέκο του στο ενεχυροδανειστήριο για μιάμιση κορώνα, κι όταν κάθεται σ’ ένα παγκάκι προκειμένου να γράψει, συνειδητοποιεί πως έχει ξεχάσει το μολύβι του μέσα στην τσέπη του γιλέκου. Ετσι, επιστρέφει στην οδό Πίλεστραντ και παίρνει πίσω το μολύβι, λέγοντας στον ενεχυροδανειστή ένα κραυγαλέο ψέμα, από ντροπή. Δεν πρόκειται για ένα τιποτένιο αντικείμενο. Με τούτο το μολύβι συνέγραψε την τρίτομη φιλοσοφική πραγματεία του. Ο καημένος ο ενεχυροδανειστής πείθεται. Ο ήρωας φεύγει με ψηλά το κεφάλι.

Η αλήθεια είναι όμως πως το μολύβι είναι το μοναδικό του όπλο. Είναι το μοναδικό μέσο που έχει για να επιβιώσει, εφόσον θέλει να φάει, και γι’ αυτό οφείλει να το υπερασπιστεί πάση θυσία. Βασικά το μολύβι είναι το πιρούνι του. Και μαζί με τα τσαλακωμένα του χαρτιά, μια δανεική κουβέρτα που κουβαλά υπό μάλης και έξι κουπόνια κουρείου που προσπαθεί να πουλήσει, είναι ό,τι έχει και δεν έχει.

Αυτός είναι λοιπόν ο ήρωας του βιβλίου: κάποιος πεινασμένος άνθρωπος που περιφέρεται μέσα στην πόλη, ψάχνοντας ένα ήσυχο μέρος για να γράψει τα άρθρα του, τα οποία συνήθως απορρίπτονται. Ο ήρωας δεν έχει όνομα (κατά καιρούς λέει πως είναι ο τάδε ή ο δείνα), όμως η πόλη έχει. Η πόλη είναι η Χριστιανία, το σημερινό Οσλο, μια πόλη που θα μπορούσε να είναι η σύγχρονη Αθήνα, εξίσου φιλική και αδιάφορη, απλά πιο κρύα, πιο παγωμένη, αν και η παγωνιά στο βιβλίο βγαίνει κυρίως μέσα απ’ τα κόκαλα του ήρωα, κρέμεται στα σαγόνια του (τις λέξεις του), και αφού παγώσει πρώτα το πρόσωπό του, παγώνει όλη την ατμόσφαιρα γύρω του, πριν χωθεί ξανά στα κόκαλά του, από εκεί που ήρθε.

Και βέβαια η πόλη συρρικνώνεται διαρκώς, σουρώνει όπως το στομάχι. Ο ήρωας περιπλανιέται στα ίδια μέρη, σαν να μηρυκάζει μια πολύτιμη μπουκιά (στην εκκλησία του Σωτήρος, στην οδό Καρλ Γιούχαν, στην αποβάθρα του Σιδηροδρόμου) και στριφογυρίζει σαν την πείνα στο στομάχι του που δεν τον αφήνει σε ησυχία, κυριευμένος από μια μόνιμη αγωνία που δεν παύει να ξεσηκώνει την τρέλα του: πρέπει να βρει χρήματα για να φάει, ακόμη κι αν δεν καταλαβαίνει πώς κάτι τόσο αφηρημένο όσο είναι το χρήμα μπορεί να είναι ανταλλάξιμο με κάτι τόσο χειροπιαστό όσο το φαΐ. Η πόλη είναι λοιπόν ένα τεράστιο στομάχι και ο ήρωας ένα μικροσκοπικό ψίχουλο. Η πόλη όμως δεν μπορεί να τον χωνέψει: τον παρατάει σ’ ένα ζοφερό πανδοχείο (στο τέταρτο μέρος του βιβλίου) και την ύστατη στιγμή τον πετάει στη θάλασσα, πάνω σ’ ένα καράβι, μακριά από την ψυχρή θαλπωρή της.

Αντίστοιχα, στην «Πείνα» (1966), την κινηματογραφική εκδοχή που γύρισε ο Δανός σκηνοθέτης Χένινγκ Κάρλσεν, συμβαίνουν παρόμοια πράγματα. Βλέπουμε τον άντρα να περπατάει, να ταλαιπωρείται, να πεινάει.

Μόνο που η ταινία ακολουθεί κατά γράμμα το βιβλίο και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο εκτροχιάζεται συνέχεια από το πνεύμα του, καθώς παίρνει πολύ στα σοβαρά την αφήγησή του. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα βιβλίο που δεν στηρίζεται στην πλοκή, αλλά στην έλλειψη πλοκής, αντιπροτείνοντας μάλιστα μια γραφή που αναπτύσσεται γύρω από ένα θέμα και όχι μια γραφή που είναι αναγκασμένη ν’ αναπτύσσει μια ιστορία, πρόταση για την οποία ο αφηγηματικός κινηματογράφος αδιαφορεί ακόμη και σήμερα. Ετσι, προκύπτει το εξής παράδοξο: ο Χάμσουν, ο συγγραφέας, όταν περιγράφει το φως στη Χριστιανία, να το περιγράφει πιο καίρια από τον Κάρλσεν, ενώ ο Κάρλσεν, ο κινηματογραφιστής, γαντζωμένος στην ιστορία, ν’ ασχολείται μοναχά με τους μορφασμούς του πρωταγωνιστή του.

Ωστόσο, μια ταινία με θέμα την πείνα δεν μπορεί παρά να είναι αποτυχημένη―εκτός αν πρόκειται για τη «Γη χωρίς ψωμί» (1933) του Μπουνιουέλ, επειδή εκεί ο Μπουνιουέλ είχε την εξυπνάδα να μη φιλμάρει το φαγητό, αλλά το πεινασμένο στόμα: ο κινηματογράφος δεν μπορεί ν’ αποδώσει την πείνα (τουλάχιστον μυθοπλαστικά) εξίσου αποτελεσματικά με τη λογοτεχνία, γιατί η πείνα είναι μια αφαίρεση, και η λογοτεχνία δουλεύει πάντα με αφαιρέσεις. Πρέπει να περιγράψει ένα ψωμί με λέξεις, τη στιγμή που ο κινηματογράφος εργάζεται προς την αντίθετη κατεύθυνση: φιλμάρει ένα ψωμί με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο, μήπως και καταφέρει να το ξεκολλήσει από την πραγματικότητα και κάνει τον θεατή να το ξαναδεί με μεγαλύτερη ένταση.

Πάντως, δεν είναι τυχαίο που τόσο διαφορετικοί συγγραφείς επηρεάστηκαν από τον Χάμσουν. Από τον Τσαρλς Μπουκόφσκι (που περισσότερο διψούσε), στον Χουάν Ρούλφο (που ζούσε στο Μεξικό και λαχταρούσε μια πιο κρύα χώρα), μέχρι τον Τόμας Μπέρνχαρντ (που, όντας πνευμονοπαθής, αγωνιούσε για την επόμενη ανάσα του), όλοι τους είδαν τον Χάμσουν σαν μια σκάλα που μετέφερε τους μυθιστορηματικούς ήρωες του 19ου αιώνα στον επόμενο αιώνα, ώς σήμερα: ήρωες που περπατάνε αθόρυβα δίπλα μας, σχεδόν αόρατοι, άνθρωποι που δύσκολα θα τους πιάσει το μάτι μας. Γι’ αυτό, μια νέα ελληνική μετάφραση ενός βιβλίου που συνεχίζει να πατάει στο εδώ και το τώρα (Μεταίχμιο, μετάφραση από τα νορβηγικά Δ. Παπαγρηγοράκης) είναι καταδικασμένη να περάσει απαρατήρητη, μέχρι να βρει τον απειλητικό αργό βηματισμό της.

Στην πρώτη ιστορία του «Μίμου των φωνών» (1978), ο Μπέρνχαρντ μιλάει για έναν άνδρα που περιποιόταν τον Χάμσουν στο γηροκομείο, την τελευταία περίοδο της ζωής του. Ο άνδρας δεν ήξερε πως εκείνος ο γέρος ήταν ο Χάμσουν: «Επί μήνες οδηγούσε τον Χάμσουν στον κήπο που βρισκόταν πίσω από το γηροκομείο και του αγόραζε από το χωριό τα μολύβια που χρησιμοποιούσε για να γράψει το τελευταίο του βιβλίο. Ηταν ο πρώτος που είδε τον Χάμσουν νεκρό. Φυσικά τότε δεν είχε ιδέα ποιος ήταν αυτός ο Χάμσουν που είχε σκεπάσει το πεθαμένο πρόσωπό του μ’ ένα σεντόνι».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή