AΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ
Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού
μετ.: Ν. Καρακίτσου-Dougé,
Μ. Κασαμπάλογλου-Roblin
εκδ. Πατάκη
Βρισκόμαστε στο 1955. Δεν είναι αυτό που λέμε υπέροχα τα πράγματα ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα, που λίγο πριν έχει βγει από τη λαίλαπα του Εμφυλίου, μια κοινωνία μουδιασμένη παλεύει να ξαναστήσει τη ζωή της και να ξαναβρεί τον προσανατολισμό της. Την ίδια στιγμή, η υπόλοιπη Ευρώπη έχει βυθιστεί για τα καλά στην αγωνία ενός νέου πολέμου, που είναι μεν «ψυχρός» αλλά που η όχι απίθανη ανάφλεξή του κινδυνεύει να επιφέρει τίποτα λιγότερο από την πυρηνική καταστροφή. Μέσα σε αυτή την καταχνιά, ένας Ελληνας ψυχίατρος με κοσμοπολίτικη παιδεία (Αγγελος Κατακουζηνός) και ο πνευματικός του κύκλος (Ελληνογαλλική Πολιτιστική Ενωση) προσπαθούν να κρατήσουν τη ματιά τους καθαρή και ψύχραιμη. Γι’ αυτούς, η Ελλάδα είναι μεν περιφέρεια της Ευρώπης αλλά δεν είναι επαρχία. Γαλλοτραφείς οι ίδιοι, όπως είναι στην πλειονότητά τους τότε οι μορφωμένοι Ελληνες, θέλουν να κρατούν ανοιχτή την επικοινωνία με το πνευματικό «κέντρο» της ηπείρου, το Παρίσι. Ετσι, τον Απρίλιο του έτους, θα διοργανώσουν μια συζήτηση με βασικό προσκεκλημένο τον Αλμπέρ Καμύ και συνομιλητές τούς κορυφαίους τής τότε ημεδαπής διανόησης: Ευ. Παπανούτσος, Κ. Τσάτσος, Γ. Θεοτοκάς, Φ. Βεγλερής, Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Το θέμα, καίριο όσο ποτέ: «Το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού».
Μπορούμε να φανταστούμε, εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ, τον κομψό και γοητευτικό Βορειοαφρικανό Γάλλο, με τη γλυκύτητα στο βλέμμα, να εντυπωσιάζεται από το θέαμα: το Γαλλικό Ινστιτούτο έχει κατακλυστεί από κόσμο. Το ελληνικό κοινό διψάει να ακούσει έναν μεγάλο διανοητή. Κι εκείνος θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες του. Εξήντα χρόνια μετά μπορούμε να το ξέρουμε: η συζήτηση εκείνη είναι από πολλές απόψεις προφητική, όχι λόγω μιας απλής διαίσθησης των συνομιλητών αλλά λόγω της υψηλής αναλυτικής τους δεινότητας.
Αξιοι συνομιλητές
Από την ανάγνωση των παρεμβάσεών τους και από τις δευτερολογίες τους, διαπιστώνει κανείς ότι οι Ελληνες συνομιλητές του στέκονται επάξια απέναντι σε αυτήν τη μεγάλη μορφή της μεταπολεμικής γαλλικής διανόησης. Αναρωτιούνται πάνω σε κρίσιμα φιλοσοφικά ζητήματα όπως οι κίνδυνοι από την τεχνοκρατία, η εναρμόνιση της επιστήμης με τα ανθρώπινα δικαιώματα, η υπερβολική επίδραση του Χάιντεγκερ στη γαλλική μεταπολεμική φιλοσοφία, το αν και πώς η Ευρώπη και οι διανοούμενοί της μπορούν να παραμείνουν ο ηθικός καθοδηγητής του υπόλοιπου κόσμου. Κι ωστόσο, όχι αναιτιολόγητα, οι ίδιοι είναι ελαφρώς απαισιόδοξοι για το μέλλον. Δεν είναι περίεργο. Μιλούν από το παρατηρητήριο μιας χώρας που οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, την έχουν καταστήσει ένα από τα πιο επιβαρυμένα θύματα του ανταγωνισμού «Δύσης – Ανατολής».
Από τη δική του θέαση των πραγμάτων, όμως, ο Καμύ αναδεικνύεται σε έναν πραγματικό Μεσόγειο, σε έναν στοχαστή που είναι από τη μεριά του φωτός. Στις διερωτήσεις αυτές απαντάει με αισιοδοξία για το μέλλον της Ευρώπης. Οχι, μας λέει, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από την τεχνολογία, τις παρωχημένες ιδεολογίες πρέπει να φοβάται. Οχι, η αμερικανική κουλτούρα δεν είναι «φθηνή», έχει να προσφέρει πολλά στους Ευρωπαίους αναφορικά με τη λογοτεχνία ή με την επιστήμη. Ναι, ο υπερβολικός ατομικισμός της Δύσης είναι προβληματικός, αλλά όχι, η λύση δεν είναι ο ανατολικός κολεκτιβισμός. Και σίγουρα όχι: ο Δυτικός άνθρωπος δεν έχει χάσει την πίστη του, δεν είναι μηδενιστής, ούτε πιστεύει λιγότερο σε αξίες από ό,τι κάποιος στα κομμουνιστικά καθεστώτα. Απόδειξη, η πίστη και η προσήλωσή του στην αναδημιουργία της Ευρώπης μέσα από τις στάχτες του πλέον καταστροφικού πολέμου. Απόδειξη, όλες οι διεργασίες που είναι εκείνη τη στιγμή επί θύραις για τη δημιουργία αυτού που ο τόσο πολιτικοποιημένος αυτός συγγραφέας (μέλος της γαλλικής αντίστασης από το 1943) αποκαλεί μια «αυτοκρατορία της μέσης οδού». Ο ίδιος έχει συμμετάσχει με ενθουσιασμό σε αυτές τις διεργασίες ήδη από το 1945, μαζί με άλλους πρωτοπόρους φεντεραλιστές όπως ο Aλ. Σπινέλι. Και οι εξελίξεις θα τον δικαιώσουν απόλυτα, αφού μόλις δύο μήνες μετά την ομιλία της Αθήνας, εξαγγέλλεται η πρόθεση της δημιουργίας της ΕΟΚ που θα οδηγήσει τελικά το 1957 στην υπογραφή της περίφημης Συνθήκης της Ρώμης. Ο συγγραφέας του «Επαναστατημένου Ανθρώπου» είναι σε αυτό κατηγορηματικός: «Η Ευρώπη δεν μπορεί να αναπτυχθεί … παρά μόνο αν τα εθνικά κράτη ομοσπονδιοποιηθούν και θέσουν στη διάθεση του ευρωπαϊκού ομοσπονδιακού κράτους την οικονομική και εμπορική τους οργάνωση, το δικαίωμα μόνο [το ομοσπονδιακό κράτος] να έχει στρατό και να παρεμβαίνει».
Είναι αλήθεια ότι αυτό το όραμα της ενωμένης Ευρώπης βρίσκεται σήμερα βαλτωμένο, στημένο ανάμεσα στα πυρά των ευρωσκεπτικιστών της Ακροδεξιάς και της Ακροαριστεράς. Οχι εντελώς άδικα, ούτε όμως και πάντα για τους σωστούς λόγους. Ταυτόχρονα, το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού έχει νέες προκλήσεις να αντιμετωπίσει: το μεταναστευτικό πρόβλημα, τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό και τη συναφή ανάγκη να τα διαχειριστεί χωρίς να χάσει την ανεκτικότητά του. Πολυπολιτισμικότητα ή κοινοτισμός; Δύσκολη η ισορροπία, κανένα μοντέλο δεν φαίνεται να ταιριάζει ακριβώς στην πληθυντική ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Ενα είναι πάντως βέβαιο. Εκτός Ευρώπης, οι εναλλακτικές που δίνονται σήμερα ιδίως σε μικρές χώρες όπως η Ελλάδα είναι η γεωπολιτική και γεωοικονομική τους πρόσδεση σε οπισθοδρομικά και αυταρχικά άρματα όπως η Ρωσία του Πούτιν, η Τουρκία του Ερντογάν και η Μέση Ανατολή των αιμοσταγών τζιχαντιστών. Δεν υπάρχει άλλη οδός. Οποιες κι αν είναι οι φαντασιώσεις μας, όσο και αν θα θέλαμε να ζούμε σε έναν άλλο καλύτερο κόσμο. Εξάλλου, ένα σπίτι με ρωγμές το φτιάχνεις μόνο αν είσαι μέσα, όχι αν είσαι ξεσπιτωμένος.
* Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας και γραμματέας σύνταξης της Νέας Εστίας.