Τόπος μας τελικά είναι το πρόσωπο του άλλου

Τόπος μας τελικά είναι το πρόσωπο του άλλου

4' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ισως για πολλούς δεν είναι καν θέμα. Για τον Γιάννη Κιουρτσάκη όμως είναι. Και είναι το πρώτο βιβλίο του που δεν θα τυπωθεί με το πολυτονικό σύστημα. Γι’ αυτό αισθάνεται την ανάγκη να το διευκρινίσει από τις πρώτες γραμμές του προλόγου του: «Αισθάνομαι λύπη για το ότι οφείλω να θυσιάσω σε τούτο το βιβλίο το πολυτονικό σύστημα της ελληνικής γραφής, όπως το διδάχτηκα και το γράφω. Οχι απλώς από συνήθεια, αλλά επειδή κατά τη γνώμη μου το μονοτονικό, όπως καθιερώθηκε αιφνιδιαστικά το 1982, χωρίς σοβαρή προετοιμασία, κάθε άλλο παρά συνέβαλε στην καλλιέργεια της γλώσσας μας. Αντίθετα προώθησε μόνο την “ιδεολογία της ευκολίας”, όπως έλεγε ο αλησμόνητος Αγγελος Ελεφάντης». Ομως, δηλώνει αμέσως μετά, «δεν είμαι φανατικός. Το μεδούλι της γλώσσας δεν είναι τα πνεύματα και οι τόνοι. Είναι η ποίηση, την οποία γεννά η συλλογική δημιουργία της, πάει να πει εμείς που τη μιλάμε, ανανεώνοντάς την ακατάπαυστα, ενώ είμαστε ήδη σε μεγάλο βαθμό δημιουργήματά της…».

Στο νέο βιβλίο του Γιάννη Κιουρτσάκη, «Γυρεύοντας στην εξορία την πατρίδα σου», από το οποίο προδημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα, βρίσκουμε το γνώριμο πρώτο πρόσωπο των βιβλίων του Γιάννη Κιουρτσάκη, τους διαρκείς προβληματισμούς του για το πώς ακριβώς μας διαμορφώνει η πραγματικότητα ως πολίτες αυτής της χώρας. Είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε μέσα στην πιο θερμή περίοδο της κρίσης, το 2012, και στην αρχή ξεκινάει να παρατηρεί πόσο έχουν κλονιστεί κάποιες από τις δικές του βεβαιότητες, αλλά και των υπόλοιπων Ελλήνων τα τελευταία χρόνια. «Αυτή την εικόνα -εικόνα σύγχυσης, άγχους, αγανάκτησης, ταραγμένων συνειδήσεων και υποχθόνιας βίας- δίνει η σημερινή Ελλάδα. Σάμπως ένας διάβολος να ξεπήδησε ξαφνικά ανάμεσά μας για να διαβάλει τον καθένα μας στους άλλους, να σπείρει τη διαβολή, τον διχασμό, τον φθόνο, την έριδα, το μίσος. Δεν έχω δίκιο να μιλάω για ομαδικό βραχνά;». Και αμέσως μετά δημοσιοποιεί και τις αμφιβολίες του: «Κι έπειτα, υπάρχει βιβλίο ικανό να δώσει απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα που μας βασανίζει όλους και τον καθένα χωριστά: πώς θα ζήσουμε, πώς θα δικαιώσουμε από εδώ και πέρα την ύπαρξή μας σ’ αυτόν τον τόπο; Πώς θα ζήσει ο ίδιος ο τόπος και ποιαν αξία θα έχει για όλους μας η ύπαρξή του; Και επειδή αυτά που συμβαίνουν σήμερα στους Ελληνες συμβαίνουν από πολύ παλαιότερα σε τόσους λαούς της Γης, συμβαίνουν ήδη ή θα συμβούν αύριο και σε άλλους Ευρωπαίους, το ερώτημα πλαταίνει και βαθαίνει πέρα από κάθε φαντασία: πώς θα ζήσει, πώς θα δικαιώσει στο εξής την ύπαρξή της η Ευρώπη, τι λέω, όλος ο σημερινός μας κόσμος; Υπάρχει βιβλίο ικανό να απαντήσει σε όλα τούτα;». Αναρωτιέται.

«Επιστολή» στους νέους

Πάντα αναρωτιέται ο Γιάννης Κιουρτσάκης. Και πάντα, σε όλα τα βιβλία έχει στις αποσκευές του τα κείμενα που αγαπά, τις σκέψεις που αγαπά, την παράδοση που διαμορφώνει συμπεριφορές ερήμην μας συχνότατα, τα φωτεινά πρόσωπα αυτού του τόπου ή και άλλων τόπων που αγαπά και εμπιστεύεται τη ματιά τους. Και ξεφυλλίζει την πρόσφατη ιστορία αυτού του τόπου. Σε αυτό το βιβλίο απευθύνεται κυρίως στους νέους ανθρώπους αυτού του τόπου. Που αισθάνονται ότι τα προσόντα τους δεν αξιοποιούνται και αναζητούν τρόπους φυγής. Και μέσα από πολλά ερωτήματα καταλήγει ότι «η μόνη ίσως τελικά πατρίδα μας είναι το πρόσωπο του άλλου». Σ’ αυτόν τον άλλον απευθύνεται διαρκώς. Οχι τον ιδεατό αναγνώστη, αλλά τον συνομιλητή που θα ήθελε να έχει απέναντί του. Του εξηγεί, του εξιστορεί, του θυμίζει, του μοιράζεται. «Συνεχίζω λοιπόν να γράφω μόνος όσα θα ήθελα να κουβεντιάσουμε μαζί. Είμαστε πάντα στριμωγμένοι στα συλλογικά και προσωπικά μας αδιέξοδα, χωρίς να διακρίνουμε μήτε μια χαραμάδα φως. Κι όταν τα πράγματα είναι τόσο ζόρικα νιώθουμε την ανάγκη να κοιτάξουμε προς τα πίσω – τουλάχιστον να καταλάβουμε πώς φτάσαμε εδώ. “Οταν δεν ξέρεις πού πηγαίνεις, κοίτα από πού έρχεσαι”, λέει μια παροιμία από το Μπενίν της μαύρης Αφρικής. Γι’ αυτό θα σου θυμίσω πώς αισθανόμασταν, πώς ζούσαμε οι Νεοέλληνες ακόμα χθες. Αυτός ο αδιάκοπος διάλογος του παρόντος με το παρελθόν υφαίνει κάθε μου γραπτό. Ισως γιατί έχω την ιδιοτροπία να ξαναζώ το χθες -το κάθε χθες- σαν να το ζω για πρώτη φορά μονάχα σήμερα. Να το ζω συγχρόνως με το σήμερα, λες και μόνο το αμοιβαίο τους αντικαθρέφτισμα μου επιτρέπει να αντικρίσω τον εαυτό μου και τον κόσμο», εξομολογείται στον «συνομιλητή» – αναγνώστη του. Και τον παίρνει από το χέρι για να τον «ξεναγήσει» σε δημόσιες εικόνες του κοντινού ή του μακρύτερου παρελθόντος και να τις συνδέσει με τις απορίες του παρόντος. Και για να κατανοήσει και ο «συνομιλητής» – αναγνώστης και ο ίδιος ο συγγραφέας τις διαφορές και τις ομοιότητες της «πατρίδας» του με τον υπόλοιπο κόσμο.

Προσπαθεί να αναδείξει, μέσω της ουσίας της γλώσσας, τι σημαίνει πολιτισμός, τι σημαίνει παράδοση, τι σημαίνει κουλτούρα «…ο τρόπος που χρησιμοποιεί αυτές τις τρεις λέξεις χαρακτηρίζεται από μια διαρκή αμφιταλάντευση. Συχνά εξακολουθώ να γράφω “παράδοση” εκεί που θα ήταν θεμιτό να πω “κουλτούρα”. Αλλοτε αναφέρομαι στον “πολιτισμό” εκεί που θα ήταν ίσως ακριβέστερο να μιλήσω για “κουλτούρα”. Μα πώς να πω στα ελληνικά ότι η χειρονομία του ψαρά, που ρίχνει τα δίχτυα του στο Αιγαίο, αποτελεί μια πράξη “κουλτούρας” (!);».

Ενα βιβλίο διαφορετικό αλλά άμεσο, που επιχειρεί -και συχνά το κατορθώνει- να απαντήσει σε όσα μας είναι σήμερα θαμπά για το παρελθόν μας, για τις συλλογικές αξίες αυτού του τόπου, για τον τρόπο που αυτές οι αξίες μπορούν να επικοινωνήσουν με εκείνες της Ευρώπης.

Το νέο βιβλίο του Γιάννη Κιουρτσάκη θα έχει τίτλο «Γυρεύοντας στην εξορία την πατρίδα σου» και θα κυκλοφορήσει στις αρχές Μαρτίου από τις εκδόσεις «Πατάκης».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή