Ποιο μυθιστόρημα έτυχε εξαιρετικής κινηματογραφικής μεταφοράς;

Ποιο μυθιστόρημα έτυχε εξαιρετικής κινηματογραφικής μεταφοράς;

3' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΚΟΡΙΤΣΑΣ*

Σε τέσσερα σενάριά μου, τα οποία βασίστηκαν σε βιβλία, είχα την τύχη οι συγγραφείς τους να μου πουν περίπου «πάρε το βιβλίο και άλλαξέ του τα φώτα!». Στις ταινίες δεν ήξερα πια τι ακριβώς ανήκει στο βιβλίο και τι όχι, ήξερα όμως ότι είχα μείνει πιστός στο αρχικό μου συναίσθημα διαβάζοντας το βιβλίο.

Αν και συμφωνούσα πάντα με τον σκηνοθέτη που στην ερώτηση «Τι κάνει μια ταινία καλή;» απάντησε «Ενα καλό σενάριο» (Sam Fuller), δεν έχω καταλάβει ακόμα πώς σε αγαπημένες μου ταινίες βασισμένες σε βιβλία αυτό που με ενθουσιάζει δεν είναι ούτε η ιστορία, ούτε το σενάριο, αλλά η άγρια παρέμβαση του σκηνοθέτη της.

Τη δεκαετία του ’50, για παράδειγμα, συλλαμβάνεται στο Ουισκόνσιν κάποιος που έχει σκοτώσει τη μητέρα του και ζει με το ταριχευμένο πτώμα της. Το περιστατικό γίνεται νουβέλα, κάποιος το διασκευάζει σε σενάριο και καταλήγει στα χέρια του Α. Χίτσκοκ, για να μας δώσει το «Ψυχώ».

Στην ερώτηση τι τον ώθησε να κάνει αυτό το βιβλίο ταινία, απάντησε «το αναπάντεχο του φόνου στο ντους!». Οχι το θέμα, ούτε οι χαρακτήρες, ούτε η ηθοποιία, που έτσι κι αλλιώς, λέει, ήταν «μικρά και αδιάφορα».

Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν, με αποκλειστικά κινηματογραφικά μέσα, να καταφέρει να εμπλέξει συναισθηματικά το κοινό, να το κάνει να ουρλιάξει, να του στήσει παγίδες, να το αφήσει να πιστεύει ότι βλέπει μια υπόθεση κλοπής χρημάτων μόνο και μόνο για να το ξεβολέψει ξαφνικά με τον φόνο στο ντους –που κινηματογραφούσε εφτά ημέρες από εβδομήντα εφτά διαφορετικές γωνίες– και να δώσει άλλη εντελώς τροπή στην ιστορία.

Μια αληθινή ιστορία, ένα βιβλίο, ένα σενάριο, απλά σαν το άλλοθι ενός σκανταλιάρη σκηνοθέτη για να ανατρέψει τις κινηματογραφικές συνήθειες του κοινού –στο οποίο μάλιστα, πολύ έξυπνα διαφημιστικά, απαγόρευσε την είσοδο στην αίθουσα εάν είχε ήδη αρχίσει η ταινία.

Μια κωμωδία στην ουσία, όπως ισχυρίστηκε, που κόστισε 800.000 και απέφερε 15.000.000 $. Oταν το άκουσε αυτό ο Γάλλος σκηνοθέτης Φ. Τριφό και κόντεψε να πέσει από την καρέκλα, ο Χίτσκοκ τον συμβούλεψε να προσπαθήσει να κάνει κι αυτός μια ταινία που θα εμπλέξει συναισθηματικά το μεγαλύτερο δυνατό κοινό. Κάτι που στη χώρα μας σπάνια καταφέρνουμε, ίσως διότι θεωρείται στόχος ανίερος.

ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ**

Μία από τις καλύτερες, αν όχι η καλύτερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ, είναι βασισμένη σε ένα σπουδαίο βιβλίο. Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα παρήγγειλε στον Τζον Μίλιους μια διασκευή της εμβληματικής νουβέλας του Τζόζεφ Κόνραντ «Η καρδιά του σκότους» (στα ελληνικά από τις εκδ. Ερατώ σε μτφ. Γ. Ι. Μπαμπασάκη και τις εκδ. Πατάκη, σε μτφ. Α. Παπαθανασοπούλου).

Ο Μίλιους είχε τη φαεινή ιδέα να μεταφέρει την «Καρδιά του σκότους» από τα βάθη της Αφρικής, τέλη του 19ου αιώνα, στον πόλεμο του Βιετνάμ και τη δεκαετία του ’60. Τόσο ο Μίλιους, που έγραψε κάμποσες βερσιόν του σεναρίου για το «Αποκάλυψη, τώρα!», όσο και ο ίδιος ο Κόπολα, που το ξανάγραψε άλλες τόσες και ευθύνεται, όπως κάθε σκηνοθέτης, για την τελική εκδοχή του γνώριζαν ασφαλώς τον χρυσό κανόνα της διασκευής: όταν ξεκινάμε να διασκευάσουμε ένα λογοτεχνικό έργο για την οθόνη, το πρώτο που κάνουμε είναι να πετάξουμε το βιβλίο από το παράθυρο.

Ετσι, ο Μάρλοου του Κόνραντ, εκπρόσωπος Ευρωπαίων αποικιοκρατών, δίνει τη θέση του στον λοχαγό Γουίλαρντ των Μίλιους και Κόπολα, εκπρόσωπο του βίαιου αμερικανικού παρεμβατισμού. Οι σεναριογράφοι κρατούν το αδρό σχήμα της αφήγησης του Κόνραντ –και στα δύο έργα ο ήρωας με ένα σκάφος ανεβαίνει ένα ποτάμι για ν’ απαλλάξει από τα καθήκοντά του τον Κουρτς–, δεν διστάζουν όμως να παρεκκλίνουν όποτε το κρίνουν απαραίτητο.

Μπορεί το βιβλίο να πετάχτηκε από το παράθυρο, επιστρέφει όμως από την κύρια είσοδο. Το πνεύμα της νουβέλας του Κόνραντ παραμένει ολοζώντανο, αν όχι ενισχυμένο και διευρυμένο, σε μια ταινία που εξερευνά τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης.

Ο Κόπολα τιμά τον Κόνραντ, όχι μόνον επειδή σέβεται το πνεύμα της περίφημης νουβέλας του, αλλά και γιατί μπολιάζει ευφυώς το κινηματογραφικό του αριστούργημα με αναφορές σε έργα –όπως «Η έρημη χώρα» του Τ.Σ. Ελιοτ– που επηρεάστηκαν καθοριστικά από την «Καρδιά του σκότους» (αποκαλυπτική ανάγνωση της ταινίας από τον Αχ. Κυριακίδη στο «Ο εφιάλτης της εκλογής μας» από το «Η συνέχεια επί της οθόνης», εκδ. Ύψιλον). Πέρα από μια μεγαλειώδη κινηματογραφική εμπειρία, η ταινία του Κόπολα προσφέρει –νομίζω– και το μέτρο της διασκευής λογοτεχνικού έργου για τη μεγάλη οθόνη.

* Ο κ. Σωτήρης Γκορίτσας είναι σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Τελευταία του ταινία, «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα».

** Ο κ. Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι συγγραφέας-σεναριογράφος. Το τελευταίο του μυθιστόρημα «Τα παιδιά του Κάιν» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή