Η Διαμεσολάβηση ως μέσο εναλλακτικής επίλυσης διαφορών

Η Διαμεσολάβηση ως μέσο εναλλακτικής επίλυσης διαφορών

6' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

To έργο «Η Διαμεσολάβηση ως μέσο εναλλακτικής επίλυσης διαφορών» πραγματεύεται και παρουσιάζει για πρώτη φορά σε παρόμοιο βάθος στο ελληνικό κοινό τον πλέον σύγχρονο θεσμό εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών διεθνώς, τη διαμεσολάβηση. Στόχος του βιβλίου ήταν λεπτομερή περιγραφή του θεσμού και η ερμηνευτική προσέγγιση του Ελληνικού Νόμου για τη διαμεσολάβηση, ώστε να επεξηγηθούν οι καινοφανείς για την ελληνική έννομη τάξη ρυθμίσεις, να ερευνηθούν όλα τα πιθανά νομικά ζητήματα που θα προκύψουν στα πλαίσια μιας διαμεσολάβησης και να εντοπιστούν τυχόν νομοθετικά κενά.  Το πόνημα αυτό φιλοδοξεί να αποτελέσει έναν οδηγό για οποιονδήποτε, νομικό ή μη, που αναζητεί ένα ολοκληρωμένο έργο για το θεσμό της διαμεσολάβησης.

Αρχικά παρουσιάζεται μια καταγραφή των Μέσων Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών (ΜΕΕΔ), όπως εφαρμόζονταν ευρέως στον ελλαδικό χώρο από την αρχαιότητα έως τη μέση και ύστερη Βυζαντινή αυτοκρατορία, στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέχρι και τη γένεση του νέο-ελληνικού κράτους.  Σκοπός αυτής της αναδρομής είναι να καταρριφθεί η λανθασμένη αντίληψη ότι «οι έλληνες δε συμβιβάζονται», κάτι που αποτελεί και τη πιο συνηθισμένη επιφύλαξη ως προς την εφαρμογή του θεσμού στην Ελλάδα. Αποδεικνύεται με στοιχεία ότι οι έλληνες ανέκαθεν προτιμούσαν εξωδικαστικούς τρόπους να επιλύσουν τις διαφορές τους, η δε περιχαράκωση του συστήματος διευθέτησης των διαφορών αποκλειστικά εντός των δικαστηρίων, είναι ίδιον του εικοστού αιώνα, κάτι που οδήγησε στα σημερινά προβλήματα της δικαιοσύνης (καθυστερήσεις σε βαθμό αρνησιδικίας,  χαμηλή ποιότητα παραγόμενων αποφάσεων), που συναντάμε σήμερα. Είναι δε σημαντικό το συμπέρασμα που προκύπτει ότι τα προβλήματα του τακτικού συστήματος δικαιοσύνης δεν είναι σύγχρονα, όπως νομίζουμε, μιας και αποδεικνύεται από στοιχεία ότι ανέκαθεν υφίσταντο, γεγονός που οδήγησε αιώνες πριν στη γένεση ΜΕΕΔ.

Μετέπειτα, περιγράφεται πως γεννήθηκαν τα σύγχρονα Μ.Ε.Ε.Δ., ιδίως στις  ΗΠΑ, όπου στη δεκαετία το 1970 εισήχθη για πρώτη φορά το σύστημα του «δικαστηρίου πολλαπλών θυρών», με το οποίο δίνεται η δυνατότητα στους διάδικους να επιλέξουν το καταλληλότερο μέσο επίλυσης της διαφοράς τους, ενώ αναλύονται αντίστοιχες πρωτοβουλίες για την καθιέρωση της εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών που αναλήφθηκαν τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο.  Από τις πρωτοβουλίες αυτές προέκυψε διεθνώς ένας μακρύς κατάλογος ΜΕΕΔ (όπως η διαιτησία),  για τα σημαντικότερα εκ των οποίων γίνεται λόγος στο βιβλίο. Η συνεχώς αυξανόμενη τάση προτίμησης των ΜΕΕΔ αυτών αποδίδεται στα σημαντικά τους πλεονεκτήματα, τα οποία αναλύονται ενδελεχώς, όπως το ότι λειτουργούν ανεξάρτητα από νομικούς κανόνες και στεγανά, εμφανίζοντας μια ευελιξία, που εκ των πραγμάτων δεν συναντάται στη δικαστική διαδικασία. Επίσης, συνεπάγονται συνήθως χαμηλό κόστος ενώ συχνά επιτυγχάνουν τη διατήρηση των καλών σχέσεων των εμπλεκομένων μερών σε βάθος χρόνου.  Στη συνέχεια γίνεται μια καταγραφή των υφιστάμενων στην ελληνική έννομη τάξη ρυθμίσεων για εξωδικαστική επίλυση διαφορών, τα οποία ωστόσο, ελλείψει πραγματικής βούλησης εκ μέρος της πολιτείας αλλά και ελλιπούς εκπαίδευσης του νομικού κόσμου, έχουν παραμείνει μέχρι σήμερα κατά κανόνα ανεφάρμοστες πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (βλέπε το επιτυχημένο παράδειγμα του Ο.ΜΕ.Δ).

Στο βιβλίο εξετάζεται κυρίως ο θεσμός της διαμεσολάβησης όπως έχει διαμορφωθεί και λειτουργεί διεθνώς, ενώ χαράσσεται το γενικό πλαίσιο των βασικών αρχών που διέπουν την προσφυγή σε αυτήν. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της διαμεσολάβησης είναι η εμπιστευτικότητα, που καλύπτει τους συμμετέχοντες στη διαδικασία, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να αποκαλύψουν στο πλαίσιο της διαμεσολαβητικής διαδικασίας το σύνολο των πληροφοριών, που κατέχουν, και να προβούν σε δηλώσεις και προσφορές, γνωρίζοντας ότι τα στοιχεία αυτά δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την άλλη πλευρά στο μέλλον σε οιαδήποτε δικαστική ή άλλη παρεμφερή διαδικασία. Επίσης, ίδιον του θεσμού που αναλύεται είναι η ιδιωτική αυτονομία, η οποία συνίσταται κυρίως στον εθελούσιο χαρακτήρα της διαμεσολαβητικής διαδικασίας και ιδίως στην ελευθερία των μερών να καταλήξουν ή όχι σε συμφωνία επίλυσης της διαφοράς τους. Τέλος, το τρίτο χαρακτηριστικό της διαμεσολάβησης αποτελούν οι υποχρεώσεις ουδετερότητας και αμεροληψίας του διαμεσολαβητή, που καθιστούν το θεσμό έγγυρο.

Στο τρίτο κεφάλαιο, επιχειρείται ο προσδιορισμός του πεδίου εφαρμογής του Ν. 3898.2010 για τη διαμεσολάβηση και η ερμηνεία των επιμέρους άρθρων του, που σχετίζονται με την προσφυγή, τη διαδικασία και το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης. Ιδίως αναλύονται με λεπτομέρεια οι προϋποθέσεις υπαγωγής διαφορών στη διαμεσολάβηση καθώς και οι τρόποι προσφυγής σε αυτήν, ενώ γίνεται λόγος και για τη δικαστική διαμεσολάβηση, όπου το ρόλο του διαμεσολαβητή καλείται να παίξει εν ενεργεία δικαστικός λειτουργός, θεσμός που δεν έχει αγκαλιαστεί ακόμα από τη δικαστική κοινότητα. Αναλύονται σε βάθος τα στάδια της διαμεσολαβητικής διαδικασίας και οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα όλων των εμπλεκόμενων μερών καθώς και ο τρόπος σύνταξης, το περιεχόμενο αλλά και αυξημένη ισχύς του πρακτικού  διαμεσολάβησης, που συντάσσεται αν η διαδικασία ευοδωθεί και περιγράφονται τα τυχόν νομικά ζητήματα, που ενδεχομένως προκύψουν και προτείνονται λύσεις, χρησιμοποιώντας τα ευρήματα της αλλοδαπής νομολογίας αλλά και τα πορίσματα της ελληνικής έννομης τάξης. Επίσης εξετάζεται το ζήτημα του απορρήτου της διαμεσολάβησης, που αποτελεί σημαίνον χαρακτηριστικό του θεσμού και, όπως προκύπτει από την ανάλυση άλλων τρόπων επίλυσης διαφορών, μία καινοφανή ρύθμιση για την ελληνική έννομη τάξη, δίνονται απαντήσεις για το ποια πρόσωπα δεσμεύονται από το απόρρητο και κατά ποιο τρόπο  αλλά και ποιά στοιχεία προστατεύονται από αυτό, βάσει συγκριτικής ανάλυσης με λοιπά επαγγελματικά απόρρητα ιατρών- δικηγόρων, ενώ γίνεται αναφορά στις συνέπειες του απορρήτου και στις συνέπειες σε περίπτωση παραβίασής του. Τέλος, λεπτομερής μνεία γίνεται στις περιπτώσεις εξαίρεσης από την αρχή του απορρήτου.  Αναφορικά δε με τη φροντίδα για τη μη απώλεια των δικαιωμάτων των μερών, για όσο διαρκεί η διαμεσολάβηση, καθίσταται σαφές ότι υφίσταται διακοπή της παραγραφής και των αποσβεστικών προθεσμιών των αξιώσεων και των δικαιωμάτων των μερών που αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης κατά τη διαμεσολάβηση.

Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο, επιχειρείται μια καταγραφή των βασικών νομοθετικών παρεμβάσεων, που κρίνονται απαραίτητες, ώστε αφενός να βελτιωθεί το νομοθετικό πλαίσιο της διαμεσολάβησης, αφετέρου να εναρμονιστούν με αυτό ισχύουσες διατάξεις, ιδίως της πολιτικής δικονομίας, ώστε να εμπεδωθεί ο θεσμός της διαμεσολάβησης, μέσω της ενίσχυσης των πλεονεκτημάτων του. Ειδικότερα, επισημαίνονται οι περιπτώσεις ερμηνευτικών κενών και ασαφειών για ζητήματα που αφορούν στο αστικό δίκαιο, και προτείνονται τροποποιήσεις, προκειμένου να ρυθμιστεί επαρκώς το διαδικαστικό πλέγμα της διαμεσολάβησης.

Στο ακροτελεύτιο σημείο της πονήματος γίνονται χρήσιμες προτάσεις για τη λήψη μέτρων προώθησης του θεσμού, δεδομένης της σχεδόν μηδενικής μέχρι τώρα εφαρμογής του καθώς και της τύχης, που είχαν προηγούμενες προσπάθειες του έλληνα νομοθέτη να εισάγει μορφές εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, ενώ αναλύονται τα μοντέλα άλλων δικαιοδοσιών, όπου σημειώθηκε επιτυχής εφαρμογή της διαμεσολάβησης. Επισημαίνεται ιδίως το παράδειγμα της υποχρεωτικής συμμετοχής των μερών σε διαμεσολάβηση, που εφαρμόζεται σε διάφορες πολιτείες των Η.Π.Α. αλλά και στη γειτονική Ιταλία, αναλύονται δε οι ρυθμίσεις, που εκεί τέθηκαν σε εφαρμογή με μεγάλη επιτυχία και οι οποίες δεν εξαντλούνταν απλώς σε μέτρα υποχρεωτικότητας αλλά προέβλεπαν και κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης αλλά και ένα πλέγμα κινήτρων για την εφαρμογή του, με αποτέλεσμα να σημειώσουν στην πράξη σημαντική επιτυχία. Ως έτερο παράδειγμα προσπάθειας προώθησης του θεσμού, αναφέρεται αυτό του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου υιοθετήθηκε η επιλογή της δικαστικής διαμεσολάβησης, μέσω της οποίας τα δικαστήρια συχνά παραπέμπουν τα ίδια τα μέρη στη διαμεσολάβηση προ της εκδίκασης της υπόθεσης, γεγονός που καταλήγει συχνά στη διευθέτηση της διαφοράς. Επίσης, τονίζεται ότι πρέπει να θεσμοθετηθεί άμεσα η εκπαίδευση και ενημέρωση των νομικών παραστατών, η οποία, σε συνδυασμό με πιλοτικά προγράμματα εφαρμογής του θεσμού, έχει αποδειχθεί ότι βοηθά στη σταδιακή ενσωμάτωση της διαμεσολάβησης στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης.

Σε κάθε περίπτωση, καθίσταται σαφές το βιβλίο ότι συνάγεται το συμπέρασμα ότι απαιτείται μια εκ βάθρων ανανέωση όχι μόνο του γενικότερου νομικού πλαισίου αλλά και των υφιστάμενων αντιλήψεων, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της κοινοτικής Οδηγίας στο μέλλον, που δεν είναι άλλος παρά η επίτευξη τελικά ισόρροπης σχέσης μεταξύ της διαμεσολάβησης και της τακτικής δικαιοσύνης. Προκειμένου δε να γίνει αυτό, η διαμεσολάβηση δεν θα πρέπει να θεωρείται ως δευτερεύουσα λύση σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία, άποψη που δεν αντανακλάται στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Μένει να εφαρμοστούν οι λύσεις που δοκιμάστηκαν αλλού και οι οποίες ενδελεχώς περιγράφονται στο βιβλίο, προκειμένου να γίνει πραγματικότητα η πρακτική εφαρμογή της διαμεσολάβησης, η οποία μπορεί να συντελέσει στην πραγματική αναβάθμιση του συνολικού συστήματος διευθέτησης των διαφορών, που σήμερα καρκινοβατεί.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή