Οι άνθρωποι φοβούνται αυτό που δεν τους μοιάζει

Οι άνθρωποι φοβούνται αυτό που δεν τους μοιάζει

4' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

HARPER LEE

Βάλε ένα φύλακα

μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου

επιμ. Γιώργος Μαραντινός

εκδ.Bell

Οταν είχε πρωτοεκδοθεί το «Οταν σκοτώνουν τα κοτσύφια», το 1960, η Χάρπερ Λι δεν πίστευε, όπως και οι εκδότες της εξάλλου, ότι θα γίνει κλασικό έργο των παγκόσμιων γραμμάτων. Οι διαστάσεις που έλαβε το μυθιστόρημα ήταν τόσο μεγάλες, ώστε πολλοί δεν δίστασαν ν’ αποδώσουν τη συγγραφή του στον παιδικό φίλο της Λι, τον Τρούμαν Καπότε. Το μυθιστόρημα είχε γίνει, από νωρίς, το ευαγγέλιο των υποστηρικτών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για όλους εκείνους που, όπως η μικρή ηρωίδα του βιβλίου Τζιν Λουίζ, η Σκάουτ, όπως είναι το χαϊδευτικό της, είχαν «αχρωματοψία απέναντι στους ανθρώπους».

Ηρθε, όμως, φέτος το καλοκαίρι, η συνέχεια· με το «Βάλε ένα φύλακα», σε εξαιρετική μετάφραση, γι’ άλλη μια φορά, της Σώτης Τριανταφύλλου, η Χάρπερ Λι ξαναπιάνει το αξιακό νήμα των ηρώων της. Αυτό που μοιάζει να θέλει να πει, 55 χρόνια μετά, είναι ότι οι προσωπικές επιλογές και η ανθρωπιά εξαντλούνται στα όρια της ευπρέπειας, του νόμου και της ιστορικής βιτρίνας της εποχής· ότι, κατά βάθος, οι άνθρωποι φοβούνται αυτό που δεν τους μοιάζει ― και το ξορκίζουν.

Η Τζιν Λουίζ, το κοριτσάκι που θαύμαζε τον δικηγόρο πατέρα του, Ατικους Φιντς, για το αίσθημα δικαίου, ήδη από τη δεκαετία του ’30, απέναντι στους μαύρους του Μέικομπ της Αλαμπάμα, ενός μικρού τόπου που από τύχη και πονηριά είχε γίνει το κέντρο της Κομητείας, επιστρέφει από τη Νέα Υόρκη, μεγάλη πια, για λίγες μέρες στην πατρίδα της.

Ο Ατικους, με ρευματοειδή αρθρίτιδα σε προχωρημένο στάδιο, μοιάζει να έχει την ανάγκη της, πράγμα που η ίδια απωθεί μέσα της με κάθε δυνατό τρόπο· σαν να ξέρει ότι αυτή η επιστροφή στην εναπομείνασα οικογένεια, έχοντας χάσει μητέρα και αδελφό, θα της γκρεμίσει τους τελευταίους λόγους που την κρατούν δεμένη με την πατρίδα της, με τους δικούς της ανθρώπους.

Και δεν έχει άδικο· μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα, τη δεκαετία του ’50 πια, βλέπει τον πατέρα της να συμμετέχει στη ρατσιστική Ενωση Πολιτών, μαζί με τον παιδικό της φίλο και εκ του μακρόθεν έρωτά της Χένρι, μια ένωση που, ούτε λίγο ούτε πολύ, μοιάζει με την Κου Κλουξ Κλαν, δίχως, ωστόσο, τους καμένους σταυρούς και τις στολές· βλέπει τις συμμαθήτριές της να έχουν εξελιχθεί σε λευκές δήθεν αριστοκράτισσες της εκκλησίας, που τρέμουν μπρος στον φόβο των μαύρων· βλέπει τον γιατρό θείο της, Τζακ, να προσπαθεί με ρητορικά τερτίπια και ιστορικές αναφορές να δικαιολογήσει τη στάση όλων των υπολοίπων ― και κυρίως του πατέρα της, του αδελφού του.

Βλέπει, τελικά, και τον ρατσισμό των λευκών απέναντι στους white trash, του «φτωχοβρομολευκούς», που έπιναν και παντρεύονταν μαύρες.

Η Σκάουτ ―κι εμείς μαζί της― μαθαίνει πώς είναι να γκρεμίζονται όσα έχεις μάθει και αγαπήσει· πώς είναι να ενηλικιώνεσαι ξανά (ή για πρώτη φορά)· πώς είναι να ξαναμαθαίνεις τον κόσμο· πώς είναι να γκρεμίζονται οι προσωπικές σου μυθολογίες.

Η Χάρπερ Λι εάν με το «Οταν σκοτώνουν τα κοτσύφια», το ασυναγώνιστο αυτό bildungsroman για τον αμερικανικό Νότο, που κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ, θέλησε ν’ αποκαταστήσει με πάθος τούς καταπιεσμένους ανθρώπους διαφορετικού χρώματος, με το «Βάλε ένα φύλακα» θέλει να χωθεί στα μύχια εκείνων που έμοιαζαν να μοιράζονται αυτό το πάθος για ίσα δικαιώματα, ενδεχομένως για να καταδείξει ότι ναι μεν η ισότητα είναι ζήτημα νόμου, αλλά κυρίως πηγάζει από την προσωπική «δουλειά» με τις αρχές και τις αξίες μας· ναι μεν η δημοκρατική κοινωνία των πολιτών λειτουργεί εύρυθμα εντός των ορίων που θέτουν οι νόμοι, αλλά κυρίως απαιτείται να ελλείπουν οι αμφιβολίες για την αξία του Αλλου στη μικρή μας καθημερινότητα. Εξάλλου, οι νόμοι αυτήν ακριβώς τη μικρή μας καθημερινότητα αντικατοπτρίζουν· και από αυτήν εξαρτώνται για να γίνουν πράξη.

​​Το «Βάλε ένα φύλακα» παρουσιάζεται τη Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου, στις 7.30 μ.μ., στο θέατρο της Ελληνοαμερικανικής Ενωσης, Μασσαλίας 22, Κολωνάκι. Ομιλητές: Σώτη Τριανταφύλλου, Ντόρα Τσιμπούκη, Χριστίνα Τσαγκούλη, Ηλίας Μαγκλίνης.

Θρίαμβος στον κινηματογράφο

Το 1962 ο Ρόμπερτ Μάλιγκαν δεν δίστασε να μεταφέρει το «Οταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» στον κινηματογράφο. Ο Γκρέγκορι Πεκ, στον ρόλο του Ατικους Φιντς, κέρδισε το Οσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου, ενώ η Μέρι Μπάνταμ, ως Σκάουτ, έμεινε στην Ιστορία. Τρία συνολικά βραβεία τής απένειμε η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, με σημαντικότερο αυτό της Καλύτερης Ταινίας.

Το κοινό πρόσφερε στο φιλμ την πρώτη θέση στα box office για πολύ καιρό, ενώ ο παραγωγός, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Αλαν Πάκουλα («Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου», «Η επιλογή της Σόφι») πρέπει να έτριβε τα χέρια του, αφού η ταινία κάλυψε δέκα φορές τον αρχικό της προϋπολογισμό. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου ανακήρυξε τον Ατικους Φιντς ως τον σπουδαιότερο κινηματογραφικό ήρωα του 20ού αιώνα, ενώ η ταινία εντάχθηκε στον κατάλογο των καλύτερων αμερικανικών ταινιών όλων των εποχών.

Ο Γκρέγκορι Πεκ, σ’ αυτόν τον εμβληματικό ρόλο, ακτιβιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ο ίδιος, είχε δηλώσει: «Εδωσα ό,τι είχα και δεν είχα για τον ρόλο ― τα “πιστεύω” μου και όσα είχα μάθει σε 46 χρόνια ζωής για την οικογενειακή ζωή, τους πατεράδες και τα παιδιά. Οσα αισθανόμουν για τη φυλετική δικαιοσύνη και ανισότητα, αλλά και για τις ευκαιρίες». Η Χάρπερ Λι, που συνδέθηκε στενά με τον Πεκ (του είχε μάλιστα χαρίσει και το ρολόι του πατέρα της), είχε πει για τον ίδιο: «Σ’ αυτή την ταινία ηθοποιός και ρόλος ταυτίστηκαν».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή