«Oσοι είναι στον κόσμο τους δημιουργούν»

«Oσοι είναι στον κόσμο τους δημιουργούν»

5' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

O Κύριος Χουαρός, ένας από τους κατοίκους της «Γειτονιάς» του Γκονσάλο Ταβάρες, είναι τόσο απορροφημένος στις σκέψεις του που δυσκολεύεται να λειτουργήσει σωστά στον «πραγματικό» κόσμο. Ξεχνάει την καφετιέρα στη φωτιά, μπερδεύει τα ονόματα των αντικειμένων και πού και πού επιχειρεί να καθίσει στο κενό ανάμεσα σε δύο καρέκλες. Αν ο ίδιος ο κύριος Ταβάρες καταφέρνει να πατά στη γη και να είναι συνεπής στα ραντεβού του, αυτό συμβαίνει μόνο χάρη στην ανώτερη ευφυΐα και τον τρομακτικό αυτοέλεγχό του. Κατά τ’ άλλα, είναι προφανές ότι ο πολυβραβευμένος Πορτογάλος συγγραφέας, που αποτίει φόρο τιμής σε λογοτέχνες του 20ού αιώνα δημιουργώντας τις ευαίσθητες, χιουμοριστικές όσο και φιλοσοφημένες «καρικατούρες» τους, αφιερώνει τεράστια αποθέματα ενέργειας στην αγαπημένη του δραστηριότητα, τον στοχασμό.

Ως καθηγητής Θεωρίας της Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Λισσαβώνας, έχει αναπτύξει ιδιαιτέρως τις αναλυτικές του ικανότητες, γεγονός που του επιτρέπει να καταργεί το όριο ανάμεσα στα τετριμμένα της καθημερινότητας και τα μεγάλα ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ισως αυτός είναι ο λόγος που τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες, αποσπώντας σημαντικότατες διακρίσεις και κερδίζοντας τον θαυμασμό προσωπικοτήτων όπως ο Ζοζέ Σαραμάγκου, ο οποίος είχε εκφράσει την πεποίθησή του ότι ο Ταβάρες θα είναι το επόμενο Νομπέλ Λογοτεχνίας για την Πορτογαλία. Φυσικά, ακόμα κι εκείνος έχει στιγμές αδυναμίας: «Είχα μια δυνατή και ταυτόχρονα διασκεδαστική εμπειρία πριν από λίγο καιρό στη Λισσαβώνα. Είχα πάει να συμπληρώσω ένα έντυπο, μάλλον αφηρημένος, και η κυρία στο γκισέ με κοίταξε κάπως συγκαταβατικά και ρώτησε “ξέρετε να διαβάζετε;”. Η ερώτηση με τάραξε», εξομολογείται στην «Κ». «Με έκανε να σκεφτώ ότι οι άνθρωποι συνήθως τιμωρούνται επειδή βρίσκονται στον κόσμο τους.

Εγώ νομίζω πως μόνο όσοι είναι στον κόσμο τους καταφέρνουν να δημιουργήσουν, γιατί η δημιουργία είναι υπόθεση εσωτερική».

Συναντώ τον Γκονσάλο Ταβάρες στο λόμπι κεντρικού ξενοδοχείου της Αθήνας, την οποία επισκέπτεται για πρώτη φορά ως προσκεκλημένος του Φεστιβάλ ΛΕΑ. Δεν δυσκολεύεται καθόλου να συζητήσει στα αγγλικά ή να καταλάβει τις ερωτήσεις μου. Για τις απαντήσεις, όμως, προτιμά να επιστρατεύει τη βοήθεια των μεταφραστριών του, Αθηνάς Ψυλλιά και Παναγιώτας Μαυρίδου. Σύντομα αντιλαμβάνομαι πως δεν το κάνει από ανασφάλεια, αλλά επειδή θέλει να είναι απόλυτα ακριβής στις διατυπώσεις του – δεν τον τρομάζει η έκθεση, απλώς απεχθάνεται τις ανακρίβειες. Ούτε μία λέξη δεν πρέπει να παρεκκλίνει από τον στόχο της, ούτε μία φράση δεν πρέπει να διατρέχει τον κίνδυνο να παρερμηνευθεί. Δεν είναι τυχαίο ότι ο 46χρονος, σήμερα, συγγραφέας άρχισε να γράφει στα 18, αλλά εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο μετά τα 30. Στο ενδιάμεσο διάστημα, έγραφε και διάβαζε μανιωδώς, τόσο «χαμένος στην εμμονή του», που ούτε καν σκεφτόταν να δημοσιοποιήσει τα έργα του. Παράλληλα, ανέπτυξε τη συνήθεια να διορθώνει ξανά και ξανά τα γραπτά του, ενίοτε «κόβοντας» εκατοντάδες σελίδες.

Το αποτέλεσμα είναι πως έχει συγκεντρώσει ένα σημαντικό «απόθεμα» ανέκδοτων ακόμα χειρογράφων, ενώ συγχρόνως κατάφερε να προστατεύσει τον εύθραυστο, νεανικό εαυτό του από τις χειρότερες συνέπειες της ξαφνικής δημοσιότητας. «Η έκθεση στο κοινό είναι μεγάλο βήμα, προϋποθέτει ιδιαίτερες ψυχικές αντοχές», υποστηρίζει. «Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που το πρώτο τους βιβλίο πήρε εξαιρετικές κριτικές και βραβεία, αλλά δεν κατάφεραν ποτέ να γράψουν το δεύτερο. Η λογοτεχνία είναι γεμάτη από συγγραφείς τού ενός βιβλίου. Είναι εξίσου εύκολο να παραλύσεις από τις κακές κριτικές, όσο και από τα εγκώμια, ή απλώς επειδή κανένας δεν ασχολείται μαζί σου. Στα 20, ούτε εγώ θα είχα την ωριμότητα να αντισταθώ».

Για τον Πορτογάλο πεζογράφο και ποιητή, η λογοτεχνία δεν μπορεί να αποσκοπεί αποκλειστικά στη διασκέδαση του αναγνώστη. «Για μένα δεν έχει νόημα η λογοτεχνία απλώς να διηγείται ιστορίες. Ολοι είχαμε μια γιαγιά που μας έλεγε ιστορίες, και παρότι το απολαμβάναμε, δεν συνιστά λογοτεχνία. Λογοτεχνία είναι μια ιστορία που σε βάζει να σκεφτείς. Θα έλεγα ότι σχεδόν δεν διαχωρίζω τη σκέψη από τη λογοτεχνία», αναφέρει, διευκρινίζοντας πως στόχος ενός καλού βιβλίου δεν είναι να προσφέρει απαντήσεις στα μεγάλα ανθρώπινα ερωτήματα, αλλά να καλλιεργήσει την κριτική ικανότητα του αναγνώστη. «Η φώτιση δεν έχει να κάνει με το να ξέρεις τη λύση, αλλά με το να καταλάβεις το πρόβλημα. Πολύς κόσμος δεν καταλαβαίνει καν τα προβλήματα».

Ενα από τα χαρακτηριστικά της καλής λογοτεχνίας είναι, για τον Ταβάρες, το γεγονός ότι υπερβαίνει τα στενά όρια μιας χώρας ή μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου: «Με ενδιαφέρουν πολύ θέματα όπως η ανθρώπινη συμπεριφορά, η επιθετικότητα, η επιθυμία, η σκέψη… Αυτά δεν είναι χαρακτηριστικά που περιορίζονται σε έναν τόπο. Θα ήταν τραγικό αν είχαμε τον ελληνικό φόβο, τον πορτογαλικό φόβο, την ιταλική επιθυμία. Θα ήταν σαν να είμαστε διαφορετικά είδη ζώων. Και τα διαφορετικά είδη ζώων δεν μπορούν να αναπαραχθούν. Aυτό συμβαίνει όταν κυριαρχούμαστε από πολύ πατριωτικούς φόβους και επιθυμίες – κάτι που μοιάζει να συμβαίνει τον τελευταίο καιρό».

Μια «Γειτονιά» με πολλούς διασήμους

Η ιδέα για τη δημιουργία της «Γειτονιάς» γεννήθηκε στο μυαλό του Γκονσάλο Ταβάρες στις αρχές της περασμένης δεκαετίας. Οι «Κύριοι» (όπως ο Κύριος Χουαρός, εμπνευσμένος από τον ποιητή Ρομπέρτο Χουαρός) δεν είναι απαραίτητα οι αγαπημένοι του συγγραφείς και ποιητές, αλλά επιλέγονται με κριτήριο τον εν δυνάμει «παιγνιώδη» χαρακτήρα τους.

«Η επιλογή δεν γίνεται με τη λογική – για παράδειγμα, μου αρέσει πολύ ο Τόμας Μαν, δεν μπορώ όμως να τον δω σαν Κύριο στη Γειτονιά. Χρειάζεται ένα στοιχείο το οποίο να είναι απρόβλεπτο, μη ορθολογικό», εξηγεί. «Θεωρώ ότι η Γειτονιά είναι ένας φόρος τιμής στη λογοτεχνία. Ως αναγνώστης θέλω να ευχαριστήσω αυτούς τους συγγραφείς, και ως συγγραφέας αυτό που μπορούσα να κάνω ήταν να γράψω. Είναι ένας εντελώς φανταστικός κόσμος, δεν έχει καμία σχέση με τη βιογραφία, αλλά είναι και ένα είδος μυθοπλαστικού δοκιμίου πάνω στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα».

Μολονότι το βιβλίο, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά προ ολίγων ημερών, περιλαμβάνει μόλις δέκα Κυρίους, αυτή τη στιγμή η «Γειτονιά» αριθμεί σχεδόν 40 κατοίκους και συνεχίζει να επεκτείνεται. Η ιδιαιτερότητά της είναι πως αποτελείται από ανθρώπους «σπάνιους ή κάπως εκκεντρικούς, που έχουν κατορθώσει να φτιάξουν μια κοινότητα».

Με αυτή την έννοια, συνιστά «μια ουτοπία: άνθρωποι φωτισμένοι, με ισχυρή ατομική σκέψη, συνυπάρχουν σε μια κοινωνία και καταφέρνουν να φτιάξουν κάτι συλλογικό». Είναι «κοινό μυστικό» ότι τα μινιμαλιστικά σκίτσα των Κυρίων αποτελούν έργα της συζύγου του και καλλιτέχνιδας, Ρασέλ Καϊάνο, αν και ο ίδιος αρνείται να συζητήσει για «προσωπικά θέματα».

Οσον αφορά την παρούσα οικονομική και κοινωνική συγκυρία στην Ελλάδα και την Πορτογαλία, ο κ. Ταβάρες εκτιμά ότι έφερε τους κατοίκους των δύο χωρών πιο κοντά. «Η κατάσταση στην Πορτογαλία έχει αρχίσει πια να βελτιώνεται.

Οι άνθρωποι έχουν λίγο περισσότερο κουράγιο και εμπιστοσύνη. Πάντως, Πορτογαλία και Ελλάδα ήταν ανέκαθεν στενά συνδεδεμένες και οι Πορτογάλοι συγκινήθηκαν πολύ από τις εικόνες που είδαν στην τηλεόραση πέρυσι το καλοκαίρι: τον κόσμο να περιμένει στις ουρές για να σηκώσει χρήματα. Αρκετοί αποφάσισαν να περάσουν τις διακοπές τους στην Ελλάδα για να στηρίξουν με τον τρόπο τους τη χώρα».

​​Τα βιβλία του Γκονσάλο Ταβάρες «Η γειτονιά» και «Ιερουσαλήμ» κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση των Αθηνάς Ψυλλιά και Παναγιώτας Μαυρίδου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή