Οταν το έγκλημα μπερδεύεται με τη ζωή

Οταν το έγκλημα μπερδεύεται με τη ζωή

6' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το Ελ Σαλβαδόρ είναι μια μικρή χώρα 6,5 εκατομμυρίων κατοίκων της Κεντρικής Αμερικής. Μια μικρή χώρα όμως με 103 δολοφονίες ανά 100.000 κατοίκους (στις ΗΠΑ, ο αντίστοιχος αριθμός δολοφονιών είναι 4,5, ενώ στην Ελλάδα 1). Από τον Μάιο του 2015 δε κι έπειτα, τα πράγματα χειροτερεύουν: Κάθε μία ώρα που περνάει, αφαιρείται και μία ζωή.

Η εμπόλεμη ζώνη του Ελ Σαλβαδόρ είναι οι ίδιες του οι γειτονιές. Η ουσιαστική εξουσία στους δρόμους ασκείται από τις δύο βασικές συμμορίες, τη Μάρα Σαλβατρούτσα και την Μπάριο 18. Και οι δύο οργανώσεις δημιουργήθηκαν στο Λος Αντζελες από μετανάστες και πρόσφυγες που κατέφυγαν στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του ανελέητου εμφύλιου πολέμου (1979-1992). Ο εμφύλιος πόλεμος του Ελ Σαλβαδόρ έλαβε χώρα ανάμεσα στη στρατιωτική κυβέρνηση –υποστηριζόμενη από τους Αμερικανούς– και στον συνασπισμό των αριστερών ανταρτών, FMLN. Υπολογίζεται πως κληροδότησε τη χώρα με 70-80.000 νεκρούς, 8.000 εξαφανισμένους, 550.000 εσωτερικούς πρόσφυγες και μισό εκατομμύριο πρόσφυγες προς τρίτα κράτη. Τα αντίπαλα μέρη αποδύθηκαν σε ακρωτηριασμούς, αποκεφαλισμούς, βασανιστήρια, ευφάνταστες βεβηλώσεις πτωμάτων, κοντολογίς σε ανοσιότητες κάθε είδους. Νεκροί παντού.

Δεύτερη οικογένεια

Οταν, αργότερα, οι ΗΠΑ αποφάσισαν να απελάσουν μαζικά τα μέλη των συμμοριών, οι δρόμοι του Ελ Σαλβαδόρ γέμισαν από ταγμένους εγκληματίες κάθε λογής. Και οι συμμορίες τους δεν ήταν απλώς ένα μέσο βιοπορισμού: συγκροτούσαν, αντίθετα, μια δεύτερη οικογένεια, αιγίδα προστασίας από τη βία της γειτονιάς και, βέβαια, μέσο εκδίκησης έναντι του κράτους. Οχι βέβαια άνευ τιμήματος: Για κάθε παιδί ή έφηβο που μυείται, η συμμορία προσφέρει και τον πιο σύντομο δρόμο προς τον θάνατο ή τη φυλακή.

Ο χαλκέντερος δημοσιογράφος Oscar Martinez από το Ελ Σαλβαδόρ θα μπορούσε να είναι κάλλιστα χαρακτήρας κάποιου λατινοαμερικανικού αστυνομικού μυθιστορήματος. Συντάκτης της Ελ Φάρο, της πρώτης διαδικτυακής εφημερίδας της Λατινικής Αμερικής, έγινε γνωστός στις ΗΠΑ με το βιβλίο του «The Beast» (Verso, 2013), που αναφέρεται στα εμπορικά τρένα που παίρνουν κατά χιλιάδες οι μετανάστες για να φτάσουν στις ΗΠΑ μέσα από το Μεξικό. Ο Martinez, καθηλωτικός στις μαρτυρίες του, διεισδύει ο ίδιος μέσα σε έναν ολόκληρο κόσμο από μετανάστες, εγκληματίες, καθώς και ανθρώπους του νόμου, μετατρεπόμενος σε αφηγητή που έχει ζήσει εσωτερικά το θέμα του, ενώ συγχρόνως το γράφει με αξιώσεις ταλαντούχου πεζογράφου: Απανωτά οδοιπορικά ανθρώπων που λες κι ο θάνατος τους έχει πάρει καταπόδι, απίστευτα ταξίδια μέσα από την κόλαση. Αίφνης, τα κρίσιμα πρόσωπα των καθημερινών δραμάτων αποποιούνται την ασφαλή απόσταση που τα χωρίζει από εμάς και από απλοί απόηχοι της τηλεοπτικής εικόνας διεκδικούν τη σημασία που τους αναλογεί μέσω της σπαρταριστής παρουσίας τους κατά μήκος των σελίδων. Κάπως έτσι, το σκηνικό της μεξικανικής οδύσσειας αποκτά διαστάσεις εμβληματικές.

Πρόσφατα είχαμε την τύχη να σκοντάψουμε πάνω στο δεύτερο βιβλίο του δεινού αυτού ρεπόρτερ, που κυκλοφόρησε στα αγγλικά, με τίτλο: «A History of Violence: Living and Dying in Central America» (Μια ιστορία βίας: Ζώντας και πεθαίνοντας στην Κεντρική Αμερική). Πρόκειται για μια περίτεχνα ουσιώδη, ραγδαία αφήγηση 14 ιστοριών, που ξεδιπλώνονται σε τρία κράτη της Κεντρικής Αμερικής (Ελ Σαλβαδόρ, Γουατεμάλα, Ονδούρα) σε διάστημα τριών ετών. Οι αφηγήσεις του βιβλίου θυμίζουν την αποτρόπαιη λιτότητα των τοπίων του Κόρμακ Μακ Κάρθι ή το κοφτό στυλ του αστυνομικού μυθιστορήματος· όποια μάλιστα περιγραφή κι αν επιχειρήσει να δώσει κανείς θα ’μοιαζε λιγοστή μπροστά στον καταιγισμό αυτό από ανύποπτους χαρακτήρες της καθημερινής ζωής που, παρ’ όλα αυτά, αυτόχρημα και αβίαστα αποκτούν πραγματική ποιότητα μυθιστορηματικών τύπων, γιατί ακριβώς αποκαλύπτουν κάτι βαθύτερο για τον κόσμο τους.

Αν και το πραγματικό φόντο είναι οι ζοφερές φτωχογειτονιές, η απέραντη έρημος, το δάσος, η ζούγκλα, το Ρίο Μπράβο, κάποιες συνοριακές πολίχνες που μοιάζουν σαν να ’χουν βγει από γουέστερν, το βιβλίο βρίσκει το αληθινό του θέμα στους πρωταγωνιστές των γεγονότων, είτε αυτοί είναι οι κατατρεγμένοι, τα θύματα, είτε οι ίδιοι οι πάσης φύσεως εγκληματίες.

Στον πυρήνα η φτώχεια

Το έγκλημα μπερδεύεται με τη ζωή σε τέτοιο βαθμό, που κανείς δεν μπορεί να τα διαχωρίσει. Και ενώ όλα είναι αλληλένδετα, ο ιστός είναι ορατός: Στον πυρήνα δεσπόζει η φτώχεια (κοινή συνθήκη της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής), καθώς και το άσβεστο όνειρο της λύτρωσης, τουτέστιν του ξεριζωμού που κάπως πρέπει να οργανωθεί για να περάσει μέσα απ’ την παρανομία. Συγχρόνως, το «κακό» και η οργανωμένη βία υπερτερούν της θεσμοθετημένης εξουσίας σε ισχύ και η διαφθορά είναι τόσο εγγενής, που οποιαδήποτε συζήτηση περί αυτής φαντάζει παιδαριώδης αφέλεια. Απαντες –δικαστές, πολιτικοί ή μεροκαματιάρηδες– διεκδικούν το ίδιο μερίδιο στην τιμιότητα. Και ο αναγνώστης, υπό την ατμόσφαιρα ενός βασιλεύοντος φόβου, υιοθετεί αβίαστα τον ρόλο αυτήκοου μάρτυρα κάθε τρελής κατάστασης ή συναπαντήματος.

Μαρτυρίες όπως αυτές των δύο παραπάνω βιβλίων έχουν ιδιαίτερη αξία για εμάς. Πρώτον, γιατί επικουρεί στη συνειδητοποίηση, εκ μέρους μας, των συνθηκών ύπαρξης μιας βίας με χαρακτηριστικά μόνιμα και ενδογενή σε μια σειρά από πολλές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου και η οποία συνοδεύεται από οικτρή φτώχεια, «συστημική» διαφθορά και ακραία ανισότητα (χώρες που ενώ τυπικά δεν βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση, στο εσωτερικό τους συντελείται ένας ανελέητος, άτυπος πόλεμος μιας ποικιλόμορφης εγκληματικότητας). Πέρα από τους πολέμους της Συρίας ή του Αφγανιστάν, υπάρχουν πολλές φτωχές χώρες με υψηλή εγκληματικότητα, τόσο στη Λατινική Αμερική όσο και στην Αφρική, την Ασία ή την Ευρώπη, που δημιουργούν τεράστια μεταναστευτικά ρεύματα. Δεύτερον, η αντίδραση και η αναγνώριση αυτών των καταστάσεων από τις δημοκρατίες της Δύσης αποτελεί αληθινή φανέρωση όχι μόνο ενός κόσμου που τείνει σύσσωμος να βυθιστεί στο μίσος της πόλωσης, αλλά επιπροσθέτως, καθρέφτη της εσωτερικής κατάστασης, της καλλιέργειας και της πνευματικής ή και ηθικής στάθμης των δημοκρατιών της Δύσης.

Να ο αληθινός σκοπός, εξάλλου, του συγγραφέα: «Πρέπει να συνειδητοποιήσετε τι συμβαίνει, πρέπει να κατανοήσετε τι βιώνουν αυτοί οι άνθρωποι. Θέλω να σας μεταφέρω μέσω της ανάγνωσης σε μια συνοικία που διοικείται από συμμορίες της Κεντρικής Αμερικής. Είναι ανάγκη ν’ ακούσετε έναν ιθαγενή απ’ τη ζούγκλα Πετέν και είναι ανάγκη να αντιμετωπίσετε τη μητέρα ενός αγοριού που δολοφονήθηκε από τους Los Zetas…». Με αυτήν την έννοια, η γνωριμία μας με αλήθειες ανοίκειες και τρομακτικές συνιστά πράξη υπεύθυνης ενεργητικότητας.

Φέρνουμε στον νου ένα ντοκιμαντέρ της ομάδας του «Εξάντα» του Γιώργου Αυγερόπουλου από το 2008 για το Ελ Σαλβαδόρ: Οι φόνοι από τότε πολλαπλασιάστηκαν. Φέρνουμε επίσης στον νου την πρόσφατη ταινία «Φωτιά στη θάλασσα» του Ιταλού Τζιανφράνκο Ρόσι, νικήτριας του φετινού Φεστιβάλ Βερολίνου: Οι βάρκες με προορισμό τη Λαμπεντούζα κουβαλούν ανθρώπους που όχι μόνο προσπαθούν να ξεφύγουν απ’ τον θάνατο, αλλά συγχρόνως, αρνούνται πεισματικά να τον συνηθίσουν, να τον αποδεχτούν καθώς εκείνος φαντάζει αήττητος κυκλώνοντάς τους.

Τα πάντα εξαρτώνται απόλυτα από τον ορίζοντα της ελπίδας, έναν ορίζοντα που σε μια σειρά από τόπους του πλανήτη στενεύει όλο και πιο πολύ, και που εμείς μπορούμε να γνωρίσουμε μέσα από τις αφηγήσεις που μας έρχονται από τόπους με ασύδοτη, θανατηφόρο βία. Η εξοικείωση της Δύσης με ό,τι πραγματικό την περιβάλλει συμβαίνει ακριβώς με την ανάγνωση ή το άκουσμα τέτοιων εξιστορήσεων που εμπεριέχουν, αναγκαστικά, ώς ένα βαθμό, και τη φανέρωση του πιο ουσιώδους: του ενυπάρχοντος ανθρώπινου δράματος. Ιδού, λοιπόν, η δυνατότητα ενός ανοίγματός μας σε αυτό – μια χειρονομία βαθιά πολιτική.

Στο Ελ Σαλβαδόρ «ζούμε με τη βία»

Γράφει ο Martinez στον πρόλογό του: «Η βία που ζούμε τώρα αχρηστεύει τις λέξεις “πόλεμος” και “ειρήνη”. Η κοινωνία μας είναι το καζάνι μιας καταπιεστικής στρατιωτικής διακυβέρνησης, το αποτέλεσμα μιας αποτυχημένης ειρηνευτικής διαδικασίας. Ζούμε με τη διαφθορά της κυβέρνησης και με ανίκανους πολιτικούς. Ζούμε με τη βία, με τον πανταχού παρόντα θάνατο: Καραδοκεί σ’ ένα τροχαίο, σ’ έναν καβγά για το ποδόσφαιρο, στην προσπάθειά μας να προστατεύσουμε τις οικογένειές μας. Οσο για την ειρήνη; Δεν γνωρίζουμε τίποτα. Δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να τη γνωρίσουμε. Είμαστε το πέρασμα διακίνησης των ναρκωτικών. Είμαστε καταναλωτές ναρκωτικών. Είμαστε μια φτωχή χώρα, με φτωχή μόρφωση, με δημόσια σχολεία που πλημμυρίζουν και με νοσοκομεία που προκαλούν ναυτία. Είμαστε μια κοινωνία με ελάχιστο μηνιαίο μισθό που θα έβγαζες σε μια μέρα στο Λος Αντζελες. Είμαστε άνισοι. Υπάρχουν οικογένειες στην Κεντρική Αμερική, πολύ λίγες είναι αλήθεια, που θα μπορούσαν να συναγωνιστούν τους πλούσιους και διάσημους του Μαϊάμι· και υπάρχουν οικογένειες, δεκάδες χιλιάδες οικογένειες, που δεν μπορούν να βάλουν πάντα φαγητό στο τραπέζι».

Υπολογίζεται πως, αυτήν την ώρα, περίπου 50.000 άνθρωποι στο Ελ Σαλβαδόρ εμπλέκονται άμεσα στις δύο μεγάλες συμμορίες της χώρας. Αυτό σημαίνει πως περίπου μισό εκατομμύριο κάτοικοι είναι οικονομικά εξαρτώμενοι από αυτές. Μόνο από τις τρεις αυτές χώρες της Κεντρικής Αμερικής, 1.000 άτομα κάθε μέρα προσπαθούν να περάσουν παράνομα στις ΗΠΑ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή