Τα τέρατα της σύγχρονης καθημερινότητάς μας

Τα τέρατα της σύγχρονης καθημερινότητάς μας

3' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΙΓΚΑΣ

Βλέπω τον κύβο Ρούμπικ φαγωμένο

εκδ. Μικρή Αρκτος

Το πέμπτο βιβλίο του Γιάννη Στίγκα είναι ένα σύγχρονο μπεστιάριο μέσα στο οποίο τα τέρατα, μυθολογικά και λογοτεχνικά, εντάσσονται σε δραματουργικά επεξεργασμένα επεισόδια, υψηλής ποιητικής έντασης. Η γλωσσική οικονομία και ο ρυθμός, σημαντικά στοιχεία της ποιητικής φωνής του Στίγκα, υποβάλλουν μια παράδοξη τάξη και καταφέρνουν να εμφανίσουν με πειστικότητα και καινοφανή τρόπο τις μορφές των τεράτων στο εδώ και το παντού του τόπου και στο πάντοτε του χρόνου. Σε έναν κόσμο όπου η συλλογική ταυτότητα έχει χαθεί, η πίστη σε κοινά οράματα έχει χαθεί αλλά και η σιγουριά του τόπου, ο σκοπός της ύπαρξης, ακόμα και η αίσθηση του χρόνου είναι κατακερματισμένη, τα τέρατα παρουσιάζονται αποδυναμωμένα μπροστά στην τερατώδη κοινοτοπία της καθημερινότητας και ανασταίνονται μέσα στον ποιητικό λόγο, συνηγορώντας ως προς τη μυθοποιητική δυνατότητα της ποίησης που συσπειρώνεται γύρω από το κέντρο του άφατου και από αυτό εξορμά. «Λοιπόν;/ Εκεί που η τάξη αδυνατεί/ έρχεται ο μύθος/» («Μέδουσα»).

Το τέρας είναι ίσως το άλλο που λανθάνει μέσα στις εκφάνσεις του ίδιου ανθρώπου, αλλά και η προβολή των φόβων, των τρόμων, των ματαιώσεων, των αναπάντητων ερωτημάτων, είναι αυτό το ερωτηματικό και θαμμένο στοιχείο και ακόμα το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ του ποιητικού οράματος και της καθημερινότητας, αυτό που βλέπει ο Κύκλωπας αφότου τυφλωθεί. «Εμπρός, σ’ ακούω/ μίλα μου/ Αμα δεν προδοθεί η όραση/ τι σόι όραση έχεις;».

Το τέρας τείνει προς το άφατο, το άρρητο, το απαγορευμένο, αναγγέλλοντας την απόσυρση καθεαυτή, τον άνθρωπο ως ένα σημείο που στερείται νοήματος, αλλά και ως ακραία σύλληψη του ανθρώπου. Η μορφή του τέρατος είναι εκείνο που καθώς εκδηλώνεται υπονοεί το κρυμμένο, την ίδια την απόκρυψη, την κάλυψη, αλλά ακόμα, όπως μια μάσκα, και αυτό ακριβώς που κρύβει, την αναπαράσταση, την επιθυμία, τη φανέρωση, έστω και διαστρεβλωμένη. Η ποιητική στρατηγική του Γιάννη Στίγκα, ο τρόπος που χειρίζεται τον λυρισμό και τον μεταφορικό λόγο ως κεντρικό όχημα της ποιητικής του, δημιουργεί κείμενα υψηλής συμπύκνωσης και θερμοκρασίας χωρίς συναισθηματισμό, κλειστά ποιήματα που δρουν ως είδος φυλαχτού. Η αινιγματική, καταφατική, αφοριστική τους φύση ζητά να τα αποδεχτείς ως έχουν. Δεν είναι ποιήματα των πολλαπλών εισόδων αλλά μάλλον σχέδια μιας καλά μελετημένης αποπλάνησης που περιέχει τον έκθαμβο χαρακτήρα της φανέρωσης, η οποία πάντως αμέσως μετά υποχωρεί για να δώσει τη θέση της στην αρχική άγνοια και να αρχίσει από την αρχή.

Στο «Βλέπω τον κύβο Ρούμπικ φαγωμένο» ωστόσο, η ποιητική αυτή εμπλουτίζεται με τις φυγόκεντρες δυνάμεις που δίνουν το χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός και τα στοιχεία αυτοβιογραφίας που διατρέχουν τα ποιήματα αλλά και με τη δραματουργία που αναδεικνύεται κεντρικό και δομικό στοιχείο του βιβλίου. Κάθε ποίημα αφηγείται μια ιστορία με έναν κεντρικό χαρακτήρα και χρησιμοποιεί ελεύθερα το πρώτο, δεύτερο και τρίτο πρόσωπο, με τον τόνο να κυμαίνεται μεταξύ θυμού και τρυφερότητας, σαρκασμού, νοσταλγίας για μια χαμένη παιδικότητα, μιας πρωθύστερης πικρίας για τις ματαιώσεις της ενηλικίωσης και μια αιώνια θλίψη για την ανθρώπινη μοίρα που αγγίζει το σύγχρονο χωρίς να το επικαιροποιεί. Η πολυφωνία του βιβλίου εμπεριέχει και τον ίδιο, καθώς ο συγγραφέας εισέρχεται ως Κανένας από το πρώτο κιόλας ποίημα μέσα στον κόσμο που ο ίδιος θα δημιουργήσει και συνεχίζει να εμφανίζεται στις παρυφές της πόλης, στον καθρέφτη, στο όνειρο, αναζητώντας τη μορφή του αλλά και τη φωνή του στην παράδοξη συνύπαρξη την οποία επιχειρεί. Η διάθεση με την οποία αναδεικνύει τα πορτρέτα των τεράτων μεταλλάσσεται συνεχώς, ενώ μέσα στο βιβλίο συνυπάρχουν η ελεγεία, το χιούμορ και η νηφάλια αφήγηση, η χρήση αργκό και καθομιλουμένης και οι λυρικές εκφάνσεις των μεταφορών του. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι και κάθε ποίημα του βιβλίου δεν σημαίνει ή δεν περιγράφει αλλά είναι ένα τέρας, μια ανωμαλία μέσα στη γλώσσα, που εκδηλώνεται σαν μια σύγκρουση των διαστάσεων στην οποία σκέφτεται και αισθάνεται κανείς, ένα άλμα στο ανείπωτο που οδηγεί τη σκέψη σε μια σειρά φυσιολογικών βραχυκυκλωμάτων, με μια λυρική ένταση που φέρνει τις αισθήσεις σε συναγερμό και τις συγκεντρώνει ώστε η όραση να εφάπτεται με την ομιλία, η ακοή με την κίνηση και τον ρυθμό, οδηγώντας ενοποιητικά σε μια περιοχή όπου ο καθένας μας διεκδικεί το άγνωστό του.

* Η κ. Κατερίνα Ηλιοπούλου είναι ποιήτρια. Η τελευταία της συλλογή, «Μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή