Διπλή ανάγνωση στο «Confiteor»

9' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΖΑΟΥΜΕ ΚΑΜΠΡΕ

Confiteor

Μτφρ.: Ευρυβιάδης Σοφός

εκδ. Πόλις

Το πολυπρισματικό μυθιστόρημα «Confiteor» του Ισπανού συγγραφέα Ζάουμε Καμπρέ θα πρέπει να θεωρηθεί εκδοτικό γεγονός τη χρονιά που διανύουμε. Τόσο η κριτική όσο και οι υποψιασμένοι, απαιτητικοί αναγνώστες, μα και ένα ευρύτερο κοινό, επιφύλαξαν στο βιβλίο μιαν ιδιαίτερα θερμή υποδοχή. Ανάγνωσμα υψηλών εσωτερικών καύσεων, συναρπαστικών γυρισμάτων της Ιστορίας μα και της πλοκής, με μικροϊστορίες που φωτίζουν τη «μεγάλη εικόνα» από διαφορετικές οπτικές γωνίες, με μια «λογιοσύνη» που σπάνια ξεπέφτει στην πόζα αλλά την ίδια στιγμή διατηρεί ζωντανούς τους χυμούς μιας καλοειπωμένης ιστορίας, το «Confiteor» μοιάζει να είναι το ιδανικό πολυ-μυθιστόρημα. Για όλους αυτούς τους λόγους, η «Κ» αφιερώνει στο ίδιο βιβλίο δύο διαφορετικές αναγνώσεις, που απλώνονται παρακάτω.

Οσο για τον ίδιο το συγγραφέα, ο Ζάουμε Καμπρέ (Jaume Cabre) γεννήθηκε το 1947 στη Βαρκελώνη. Σπούδασε καταλανική φιλολογία και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Λέριδα. Είναι επίσης μέλος του Ινστιτούτου Καταλανικών Σπουδών. Εδώ και χρόνια συνδυάζει επαγγελματικά την εκπαίδευση και τη συγγραφή. Εχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια, τηλεοπτικά και κινηματογραφικά σενάρια.

Από την πρώτη συλλογή διηγημάτων, το 1974, και το πρώτο του μυθιστόρημα το 1978, ακολούθησαν πολλά μυθιστορήματα, σενάρια ταινιών και τηλεοπτικών σειρών, νουβέλες, παιδικά βιβλία, θεατρικά έργα και δοκίμια. Ιδιαίτερα αγαπητός στη χώρα του, ο Καμπρέ έχει τιμηθεί επανειλημμένα στην Ισπανία και στο εξωτερικό με σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία, όπως το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας, το βραβείο κριτικών και το Prix Mediterranee. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες. Για το «Οι φωνές του ποταμού Παμάνο» τιμήθηκε το 2005 με το βραβείο Καταλανών κριτικών. Για το «Confiteor» έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το βραβείο Κριτικών Serra d’Or 2012, το βραβείο M. Angels Anglada 2012, το βραβείο La tormenta en un Vaso 2012, το βραβείο Crexells 2012, το βραβείο Courrier International για το καλύτερο ξένο μυθιστόρημα του 2013.

Σκόρπια κεφάλαια στη γενεαλογία του κακού…

Του ΛΕΥΤΕΡΗ ΚΑΛΟΣΠΥΡΟΥ

«Επιμένω να ψάχνω πού εδρεύει το κακό, και είμαι σίγουρος ότι δεν κατοικεί στο εσωτερικό κάθε ανθρώπου». Τον αφορισμό υπογράφει ο Αντριά Αρντέβολ, λόγιος επιφανής, που είχε την ατυχία να γεννηθεί σε μια οικογένεια τραυματισμένη και στιγματισμένη από τις αποτρόπαιες πράξεις του πατέρα του, Φέλιξ. Καμιά έκπληξη λοιπόν για το ότι ο χαμηλών τόνων αλλά όχι και χλιαρών συναισθημάτων, καλοπροαίρετος και ειλικρινής, γι’ αυτό και αλύτρωτα ενοχικός, Αντριά, ξοδεύει τον χρόνο που του απομένει μέχρι την οριστική τύφλωση της συνείδησής του, το αργόσυρτο τέλος πριν απ’ το ακαριαίο τέλος που συνιστά το Αλτσχάιμερ, στην εξιστόρηση της αναμέτρησής του με το κακό. Σε κάθε ένα από τα τριακόσια φύλλα που αφήνει κληρονομιά στον παιδικό του φίλο, τον Μπερνάτ, αναπτύσσει από τη μια πλευρά της κόλλας τις ιδέες του για τη φύση και την καταγωγή του κακού, ενώ στην πίσω πλευρά φιλοδοξεί να διασώσει από τη λήθη τα γεγονότα που έζησε, αλλά κι εκείνα που προηγήθηκαν της γέννησής του, και τα οποία όργωσαν από κοινού τη διαδρομή και λάξευσαν τον ψυχισμό του.

Πολλά συμβάντα δεν επέτρεψαν στον Αντριά να κατοικήσει το ιδεατό φθαρτό ομοίωμα του εαυτού που ονειρεύτηκε. Παραταγμένα σε μια θρυμματισμένη αλληλουχία, σκόρπια κεφάλαια στη γενεαλογία του κακού, τα δρώμενα που αφορούν κάποιους από τους ιδιοκτήτες ενός καταραμένου βιολιού, του ξακουστού «Βιάλ», υπογραφής Στοριόνι, κινούνται πάνω στους ιμάντες της Ιστορίας που αργά ή γρήγορα διπλώνονται και τυλίγονται γύρω από τον λαιμό κάθε ήρωα, ξεμυαλισμένου από την αφελή ψευδαίσθηση ότι μονάχα εκείνος έχει την ικανότητα να υπερίπταται πάνω από ιδέες, αξίες, ανθρώπους, παραμένοντας, υποτίθεται, απρόσβλητος από κάθε έννοια τιμωρίας.

Το ερώτημα που στοιχειώνει το χιμαιρικό μυθιστόρημα του Ζάουμε Καμπρέ είναι παράγωγο του μείζονος φιλοσοφικού ερωτήματος που απέκτησε ξανά χαρακτήρα επείγοντος μετά το Ολοκαύτωμα: αν ο Θεός εκτός από πανάγαθος είναι και παντοδύναμος, πώς είναι δυνατόν να επιτρέπει την ύπαρξη του κακού; Κατ’ επέκτασιν, αν ο διάβολος δεν υπάρχει, όπως πιστεύει ο Αντριά, αποκλείοντας έτσι την αρχέγονη μεταφυσική καταγωγή του κακού και αν το κακό δεν ενυπάρχει στον άνθρωπο, όπως ισχυρίζεται στην πρόταση που παραθέτω στην αρχή αυτού του κειμένου, απορρίπτοντας, συνεπώς, την κατά Χάνα Αρεντ κοινότοπη φύση του, τότε από πού αλλού προέρχεται το κακό; Ο Αντριά δεν παίρνει σαφή θέση, ασπαζόμενος, ίσως εν αγνοία του, την καντιανή θεώρηση του «ριζικού κακού» ως ανεξήγητου φαινομένου απροσδιόριστης προελεύσεως.

Το κακό υπάρχει στον πατέρα του Αντριά, που γέμισε το μαγαζί του με συλλεκτικά αντικείμενα ανεκτίμητης αξίας, αγγεία, πίνακες, χειρόγραφα, μουσικά όργανα, πατώντας επί πτωμάτων και καταδίδοντας στην αστυνομία του Φράνκο όσους στέκονταν εμπόδιο στην ευόδωση των επιχειρηματικών του σχεδίων. Το κακό διαποτίζει κάθε μόριο του αέρα στους θαλάμους πειραμάτων όπου οι γιατροί των ναζί υπέβαλλαν τους Εβραίους κρατούμενούς τους σε φριχτά βασανιστήρια στο όνομα της πιο αρρωστημένης ιδέας περί ιατρικής προόδου. Το κακό σκεπάζει τη ζωή στη Βαρκελώνη δια μέσου των κοντινών προσώπων του Αντριά, από τον Μπερενγκέ, τον μοχθηρό, χαιρέκακο υπάλληλο του πατέρα του, έως τη μητέρα του Αντριά, τη δόλια και λιγομίλητη Κάρμε.

Κακοτυχία;

Τι απομένει, λοιπόν, στον Αντριά για να αντιπαλέψει την κακοτυχία του; Η νοερή επικοινωνία του με τον σερίφη Κάρσον και τον Μαύρο Αετό, τα αγαπημένα ανθρωπάκια από την παιδική του ηλικία. Ο πολύπαθος έρωτάς του με τη μυστήρια, όμορφη και πληγωμένη Σάρα. Οπως επίσης η φιλία του με τον ανικανοποίητο μα συμπαθέστατο Μπερνάτ, συχνά κλυδωνιζόμενη αλλά ανθεκτική στον χρόνο.

Μέρος της γοητείας ενός πολυσέλιδου πεζού οφείλεται και στις ενστάσεις οι οποίες πυροδοτούνται από τα αναπόφευκτα ρίσκα που παίρνει ο συγγραφέας του. Η ισχυρότερη ένστασή μου για το «Confiteor» επικεντρώνεται στην απόλυτη ταύτιση δύο ιστορικών προσωπικοτήτων, του φοβερού και τρομερού ιεροεξεταστή Νικολάου Εϊμερικ που έζησε τον 14ο αιώνα και του εωσφορικού Ρούντολφ Ες, διοικητή του Αουσβιτς. Ο Καμπρέ κόβει συγκεκριμένα περιστατικά από το φιλμ της ζωής του κάθε άντρα και τα κολλάει στο μοντάζ, επιδιδόμενος σε μια αφήγηση απαράμιλλης δεξιοτεχνίας, όπου οι σκέψεις και οι ενέργειες των δύο προσώπων τέμνονται και συρράπτονται στην ίδια πρόταση. Μπορεί λοιπόν το εν λόγω τέχνασμα, μαζί με αντίστοιχα που εμφανίζονται και σε άλλες απότομες στροφές του κειμένου, να αποδεικνύεται συνεπές ως προς την αντίληψη του Καμπρέ σχετικά με την περιοδική επανεμφάνιση του κακού μέσα από το ξεδίπλωμα της Ιστορίας σε κύκλους, ωστόσο ταυτίζοντας τον Ες με τον Εϊμερικ, ο συγγραφέας αναιρεί, έως έναν βαθμό, την ιστορική, φιλοσοφική και κυριολεκτική μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος. Συντελείται ένας αθέλητος, ίσως, υποβιβασμός της ιδιαιτερότητάς του.

Απολαυστικό ανάγνωσμα

Παρά τη γλωσσική υποθερμία που εμφανίζεται σε λίγα, ευτυχώς, σημεία του κειμένου, αποδυναμώνοντας κάπως και τον μύθο, το «Confiteor» είναι σε γενικές γραμμές απολαυστικό ανάγνωσμα: έργο οργιαστικής φαντασίας και εκπληκτικής αφηγηματικής βιρτουοζιτέ, εγκεφαλικό όσο πρέπει και συναισθηματικό όσο ακριβώς χρειάζεται. Απαντώντας στο κεντρικό ερώτημα για το κακό με νέες απορίες, το βιβλίο του Καμπρέ, όσο κι αν φαίνεται ότι στρογγυλεύει τις διακλαδιζόμενες ιστορίες του, στην ουσία δεν φοβάται να ανακοινώσει αυτά που κανείς από εμάς δεν θέλει να παραδεχτεί: είμαστε βίαιοι και αδύναμοι· ναυαγοί της Ιστορίας· και το κακό θα παραμείνει ανίκητο. Εδώ ακόμη και ο Μπερνάτ λύγισε υπό το βάρος του.

Η σκληρότητα είναι παρούσα εδώ και τόσους αιώνες

Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ

Υπάρχει μια τεντωμένη χορδή που ενώνει τον Ζάουμε Καμπρέ με τον Βίκτορ Ερίθε, τον Ισπανό σκηνοθέτη των τριών ταινιών, που είχε δηλώσει κάποτε, προσπαθώντας να υπερασπιστεί την ισχνή του φιλμογραφία: «Σκηνοθέτησα σχεδόν από σύμπτωση, πολύ αραιά, περιστασιακά, κι όμως είναι ολοφάνερο ότι μέρος των σχέσεών μου με τον κόσμο υφίσταται μέσω του κινηματογράφου». Ακόμη κι αν δεν είχε κοιτάξει μέσα από το βιζέρ της μηχανής, θα ήταν κινηματογραφιστής. Και ο Καμπρέ, που δεν είναι κινηματογραφιστής, κατάφερε να κάνει κινηματογράφο, γράφοντας. Ανέσυρε, μάλιστα, ξεχασμένες τεχνικές από τον λάκκο του σινεμά, τις μετέφερε στη ζώνη της λογοτεχνίας και τις τίμησε εκ νέου.

Βέβαια, o κινηματογράφος έχει αποκτήσει τη χρονική του αυτονομία πλέον, δεν περιορίζεται στον γραμμικό χρόνο, ούτε στην αναίρεσή του, απλώς διαβαίνει τη μοναδική του πατρίδα, εκεί όπου δεν έχει ανάγκη ούτε τις αναπάντεχες χωροχρονικές συγκολλήσεις, ούτε τους διαφορετικούς χρόνους σ’ ένα πλάνο, ούτε το παράλληλο μοντάζ (για ν’ αναφέρω μερικά από τα εργαλεία που κατακλύζουν τη συγγραφική αποθήκη του Καμπρέ), αφού κυλάει σε μια ράγα, σφυρηλατημένη από τα χέρια του, την οποία, όσο κατασκευάζει, τόσο ακολουθεί, ψάχνοντας διόδους προκειμένου να πλησιάσει τον στόχο: να εκτροχιαστούν τα βαγόνια του.

Αντίστοιχα, ο Ερίθε δεν απαίτησε ποτέ από τις ταινίες του κάτι περισσότερο από μια διαδοχή καθαρών εικόνων, δημιουργώντας, ωστόσο, έναν συμπαγή όγκο χρόνου, ο οποίος, ενώ μοιάζει να συμβιβάζεται με τη ροή των ημερών, την ίδια στιγμή εισχωρεί βαθύτερα σ’ ένα καθεστώς ονείρου, που ξεχαρβαλώνει σταδιακά την καθημερινότητα των ηρώων του, αποκτώντας μια ανεξάρτητη ζωή, που αιωρείται πάνω από την πραγματικότητα σαν στάχτες ή σαν ένας μεγάλος καθρέφτης σε σχήμα πέτρας, δίχως να σταματά ποτέ την περιστροφή γύρω από συγκεκριμένα θεματικά πηγάδια, πηγάδια που συναντά κανείς ξανά στις σελίδες του «Confiteor».

Η παιδική ηλικία, ο μυστηριώδης πατέρας, οι εφήμερες σεξουαλικές σχέσεις στο περιθώριο μιας αναιμικής συζυγικής συνθήκης, η συντροφικότητα, η αγωνία του καλλιτέχνη που προκύπτει από την αδυναμία να επιτελέσει το έργο του, οι όψεις του κακού, ο πόλεμος, η σκιά της δικτατορικής κάπας του Φράνκο, και, μαζί, ο αχός που ανεβαίνει μέσα από τα τοιχώματα των πηγαδιών, και είναι συχνότητες που κυκλώνουν το μυθιστόρημα του Καμπρέ και τα φιλμ του Ερίθε: μια πόρτα που κλείνει, ένα ραδιόφωνο, βήματα, το θρόισμα από την ταλάντωση ενός εκκρεμούς, το βούισμα της μέλισσας, η χορδή του μυθικού βιολιού που πάλλεται αμείλικτα –επειδή τ’ αντικείμενα επιβιώνουν τελικά, συγκεντρώνοντας τη βία του κόσμου στην επιφάνειά τους–, το κάψιμο του ξύλου, το τρίξιμο ενός χειρογράφου, ήχοι που προσπαθούν να συνθέσουν μια συμφωνία, για να καλύψουν τον πάγο όπου τσουλάει το κακό, καθώς μουγκρίζει από αιώνα σε αιώνα, δίχως να μετράει απώλειες, σαν ένα ζώο που δεν ξεφουσκώνει.

Το ανατριχιαστικό Αουσβιτς

Από την Ιερά Εξέταση έως το Ολοκαύτωμα, και ακόμα πιο πέρα, μέχρι την προδοσία και την ανικανότητα να διαχειριστεί κάποιος τα μικρότερα πεδία που του ανήκουν, που του έχουν δοθεί προς φύλαξη (δεν τα φυλάει, τα ποδοπατά, ξεχνώντας πως τα διέσχισε μικρός με τα μποτίνια του, την εποχή που του δόθηκαν μέσα στην αθωότητα), ο Καταλανός συγγραφέας τολμά να ισχυριστεί πως το κακό διατηρείται εσαεί, δεν αλλάζουν παρά τα ονόματα –από τον τρομερό ιεροεξεταστή Νικολάου Εϊμερικ, τον εμπρηστή Μπρότσα, έως τον δόκτορα Βόικτ και τον Ρούντολφ Ες–, και, ευτυχώς, δεν σκάει σε μια φέτα χρόνου της Ιστορίας, εξοντώνοντάς μας διαμιάς· το Aουσβιτς είναι ανατριχιαστικό, όχι μόνο επειδή ήταν ένα εργοστάσιο θανάτου, ένας άγγελος εξολοθρευτής της ύστερης βιομηχανικής περιόδου, αλλά επειδή είναι πρόσφατο και ακόμα εισπνέουμε τον καπνό του.

Το βάρος της φρίκης

Αυτός είναι ο λόγος που ο Αντριά υπερασπίζεται την ποίηση μετά τα κρεματόρια, αντιδρώντας στην αμφιβολία του Μπερνάτ, του επιστήθιου, μα ανυπόφορου φίλου του: «Η σκληρότητα είναι παρούσα εδώ και τόσους αιώνες που η ιστορία της ανθρωπότητας θα ήταν η ιστορία της ανυπαρξίας της ποίησης “μετά από”». Μονάχα η τέχνη είναι ικανή να αποδώσει ριζικά το βίωμα, ισχυρίζεται μερικές αράδες παρακάτω, και έτσι ο Καμπρέ μάς εξηγεί γιατί γράφει: για τη μνήμη των παιδιών που χάθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για τη μνήμη των παιδιών που έκοψαν ένα σφεντάμι προκειμένου να φτιαχτεί ένα υπερτιμημένο βιολί (κάθε αντικείμενο είναι υπερτιμημένο), για τη μνήμη του Αντριά που εξασθενεί, για τη Σάρα, τη σύντροφό του, που ζωγραφίζει φαντάσματα.

Σε μία από τις τελευταίες σκηνές, τα πρόσωπα του βιβλίου συνωστίζονται στο ίδιο βαγόνι: ο Αντριά, ο Μπερνάτ, ο θείος της Σάρα που λυγίζει υπό το βάρος της φρίκης από την οποία επέζησε, ο ιεροεξεταστής, ο διοικητής, και ένα αόρατο χέρι σπρώχνει μέσα τη μικρή Aνα, με τα καρβουνιασμένα μάτια, και την αδερφή της από το «Πνεύμα του μελισσιού», την Εστρέγια και τον βλοσυρό πατέρα της από τοn «Νότο», τον ζωγράφο Αντόνιο Λόπες, τη γυναίκα του και τον ατσούμπαλο φίλο του από τον «Hλιο της κυδωνιάς», και όλοι οι χρόνοι επιτίθενται, καθώς το μυθιστόρημα οδηγείται προς καύση.

Κλείνω με μια παράγραφο που δεν χωράει σε φύλλο εφημερίδας, αλλά θα χωρούσε σ’ ένα βιβλίο: αν η Σάρα, η μικρή Σάρα που δεν πρόλαβε να γίνει θεία Σάρα, δεν είχε πάρει εκείνο το τρένο στις αρχές του ’43, τότε, 60 χρόνια αργότερα, ανεβαίνοντας στη Θεσσαλονίκη για τη ρετροσπεκτίβα του Ερίθε, ίσως να μας φιλοξενούσε στο σπίτι της, και ίσως να βλέπαμε παρέα στην αίθουσα το «Πνεύμα του μελισσιού»· τα δύο κορίτσια να σκύβουν πάνω από τις ράγες, ν’ ακουμπάνε τ’ αυτί τους στο σίδερο, περιμένοντας ν’ ακούσουν το τρένο να έρχεται. Μπορεί η χορδή να ’σπαγε κιόλας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή