ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΣΙΑΦΑΚΑΣ
Με μια χιλιάρα Καβασάκι
εκδ. Πόλις
Κάποτε το όνειρο γίνεται πραγματικότητα. Η διάθεση να γράψει κανείς λογοτεχνία, να συνθέσει μυθιστορήματα, να γράψει διηγήματα, αποτελεί πόθο πολλών. Οσο όμως περνούν τα χρόνια τόσο οι πιθανότητες μειώνονται, τόσο καταλαβαίνει κανείς πως αγαπημένα του σχέδια δεν θα πραγματωθούν, κι ο πόθος εντάσσεται στη χορεία των επιθυμιών που μένουν ανεκπλήρωτες – και που δεν είναι λίγες. Είτε γιατί ποτέ δεν γράφει είτε γιατί το κάνει αλλά το αποτέλεσμα –βιβλίο ή ανέκδοτο– είναι φτωχό. Πλην μικρών εξαιρέσεων.
Στα 64 χρόνια του ο δημοσιογράφος Βαγγέλης Σιαφάκας δημοσιεύει τη συλλογή διηγημάτων «Με μια χιλιάρα Καβασάκι». Η δημοσιογραφική εξοικείωση με το γράψιμο δεν εγγυάται λογοτεχνικό αποτέλεσμα, καθώς η γραφή των εφημερίδων απέχει από τη λογοτεχνική όσο και οποιαδήποτε άλλη γραφή – επιστημονική, διαφημιστική, επιστολογραφική κ.ά. Μπορεί μάλιστα και η συγκεκριμένη εξοικείωση να δυσκολεύει τα πράγματα, καθώς συχνότατα επίδοξοι λογοτέχνες συγχέουν είδη και γραφές. Αποτελεί έτσι έκπληξη όταν προκύπτει πως ένας ηλικιακά όχι νέος, αλλά νεοφερμένος στη λογοτεχνία, γνωρίζει να χειρίζεται ρυθμούς και τόνους, υπαινιγμούς και συγκινησιακή υποβολή – μερικά από τα κατ’ εξοχήν εργαλεία της λογοτεχνίας.
Παρά τον προφανή βιωματικό τους χαρακτήρα, οι δεκαοκτώ αφηγήσεις του Βαγγέλη Σιαφάκα δεν υποδύονται αυτοβιογραφικές εξιστορήσεις – δεν υπάρχουν ούτε πρωτοπρόσωπα διηγήματα ούτε πρόσωπα που αποτελούν το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του αφηγητή.
Είτε ωστόσο Κώστας είτε Ζήσης είτε Τέλης λέγεται ο ήρωας και είτε Σίλβια είτε Βίβιαν είτε Ναταλία λέγεται η ηρωίδα (τα γυναικεία ονόματα είναι λίγο πιο εξωτικά), ο συγγραφέας δημιουργεί μια γεωγραφική ενότητα και μια εποχή. Τόπος όπου εκτυλίσσονται οι ιστορίες είναι τα Γιάννενα, απ’ όπου κατάγεται ο Β. Σιαφάκας, και η Ιταλία όπου σπούδασε. Και χρόνος είναι οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 των παιδικών και νεανικών του χρόνων καθώς και οι δεκαετίες του ’90 και του 2000 της ωριμότητάς του. Και η τέχνη βρίσκεται στο ότι η ασυνέχεια των ιστοριών, το πλήθος των ηρώων, η τυπικότητα και η ασημαντότητα των περιπετειών τους αλλά και ο ενίοτε βαθιά τραυματικός τους χαρακτήρας, μαζί με τις πυκνές παραπομπές στις διάφορες εποχές, υποδόρια δημιουργούν έναν ζωντανό, ζωηρό κόσμο.
Η συλλογή αρχίζει με το πώς χτίζεται μια γειτονιά, μια πόλη, πώς τα χωράφια γίνονται παράγκες, πώς μεταμορφώνονται τα παραπήγματα σε σπίτια, πώς πολεοδομείται και σταδιακά αστικοποιείται μια γεωγραφική περιοχή – εξέλιξη που διαθέτει κάτι απ’ το έπος των πρώτων βημάτων όταν οι άνθρωποι εγκαθίστανται και στήνουν τη ζωή τους. Κι έπειτα τα πάθη της εκπαίδευσης και η ανακάλυψη της σεξουαλικότητας και η αισθηματική αγωγή στον ανεκπλήρωτο έρωτα και οι ποδοσφαιρικοί αγώνες και τα παθήματα και οι παρανοήσεις και οι παρεξηγήσεις. Και η μετεμφυλιακή συνθήκη και οι διωγμοί της Αριστεράς και η μίζερη ζωή της Δεξιάς και η επιβολή της χούντας και ο Παττακός και το αντιστασιακό ΠΑΜ και η μεταπολίτευση και η ευρωκομμουνιστική Αριστερά και ο Καρίγιο και το ΚΚΕ Εσωτερικού και ο «Ρήγας Φεραίος».
Σε τι έγκειται η καλλιτεχνική μαθητεία του Βαγγέλη Σιαφάκα; Δύο από τα διηγήματα αποκαλύπτουν την ικανότητά του να βυθίζεται μέσα σ’ ένα έργο τέχνης με την ακατανόητη έλξη που ασκεί πάνω σε έναν ήρωα η σκοτεινή ζωγραφική του Γκόγια. Και ακόμα φανερώνουν την απήχηση που έχει πάνω του η διηγηματογραφία του συμπατριώτη και αριστερού συντρόφου Δημήτρη Χατζή με την εκ νέου μυθοποίηση του Σιούλα του ταμπάκου και της Μαργαρίτας Περδικάρη. Εγεννήθη ημίν πεζογράφος; Μόνο το μελλοντικό έργο του συγγραφέα θα μπορέσει να το πει.