Φωτογραφική μνήμη

2' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τ​​ο 1901, ο Εμίλ Ζολά προέβη σε μία από τις πολλές αποφάνσεις του: δεν μπορείς, έγραψε, να ισχυριστείς ότι έχεις στ’ αλήθεια δει κάτι εάν δεν το έχεις φωτογραφίσει. Δίχως την –πρωτόφαντη τότε– φωτογραφική κάμερα είναι σαν να μην υπάρχει αυτό που είδες.

Ο αφορισμός αυτός του πληθωρικού Γάλλου «ηγεμόνα» της σχολής του νατουραλισμού στη λογοτεχνία δεν είναι μια αποθέωση του νέου, τότε, μέσου· μάλλον σαν απειλή ακούγεται, όπως σχολιάζει η φημισμένη Αμερικανίδα φωτογράφος Σάλι Μαν (Sally Mann). «Αυτό που ίσως να γνώριζε ή να υποψιαζόταν ο Ζολά ήταν πως ό,τι κι αν ήταν αυτό που “στ’ αλήθεια είδες”, εφόσον φωτογραφήθηκε δεν μπορείς πια να το δεις με το μάτι της μνήμης ξανά», γράφει στο βιβλίο της «Μην κινείσαι. Ενα χρονικό με φωτογραφίες» (Hold Still. A Memoir with Photogrpaphs, εκδ. Back Bay Books, 2015).

Σήμερα ξέρουμε ότι έπειτα από έναν και πλέον αιώνα φωτογραφίας (χώρια το σινεμά, το βίντεο, το Instragram, το Pinterest), όλο αυτό ακούγεται σαν μια υπεραπλούστευση ή απλώς είναι η άγουρη έκφραση ενός ανήσυχου, παρορμητικού μυαλού απέναντι στο καινούργιο.

Διότι μια φωτογραφία δεν διασώζει πάντοτε το παρελθόν αλλά συχνά το θάβει, το εξαφανίζει, το απενεργοποιεί ή, από την άλλη, το διαστρεβλώνει, σχεδόν επινοεί το συμβάν, την ατμόσφαιρα, τη συνθήκη του πριν και του χθες. «Καθώς κρατούσα τις φωτογραφίες της παιδικής μου ηλικίας στα χέρια μου, μέσα στην τρυφερότητα των “αναμνήσεών” μου, ήξερα επίσης ότι με κάθε φωτογραφία ξεχνούσα, δεν θυμόμουν», γράφει η Μαν στο βιβλίο της – απ’ όπου και η ειδυλλιακή φωτογραφία του σημερινού σημειώματος.

Ο κύριος Γκρι δείχνει να συμφωνεί. «Δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ θυμάμαι κάποιες οικογενειακές μας φωτογραφίες όλο χαμόγελα και αγκαλιές. Οι μεμονωμένες στιγμές μιας κατά τα άλλα δυσλειτουργικής οικογένειας που συχνά στο μεσημεριανό τραπέζι έτρωγε χωρίς να βγαίνει άχνα από κανέναν μας. Ποιο είναι το πιο αληθινό από τα δύο; Τα χαμόγελα που διέσωσε ο φακός ή η σιωπή που διέσωσε η μνήμη;».

«Το πρόβλημα δεν το έχει όμως η φωτογραφία», συνεχίζει ο κύριος Γκρι. «Το έχουν οι ζωές μας. Που δεν είναι, βέβαια, πρόβλημα. Μάλλον είναι ευλογία και κατάρα μαζί. Βλέπεις, τυγχάνει να πιστεύω ότι υπάρχει μια γερή δόση απείρου μέσα σε κάθε σπίτι. Και μια φωτογραφία δεν είναι παρά ένας ελάχιστος κόκκος άμμου μέσα σε αυτό το αχανές σύμπαν και όμως κρύβει όλ’ αυτά που χάθηκαν μπροστά στα μάτια μας».

Λίγες ημέρες αργότερα, ο κύριος Γκρι μου έστειλε ηλεκτρονικά ένα απόσπασμα από το «Βιβλίο του γέλιου και της λήθης» του Μίλαν Κούντερα: «Ο άνθρωπος ξέρει πως δεν μπορεί ν’ αγκαλιάσει το σύμπαν με τον ήλιο και τ’ αστέρια του. Πολύ πιο αβάσταχτο του φαίνεται το γεγονός πως είναι καταδικασμένος να χάσει και το δεύτερο άπειρο, αυτό το κοντινό που μπορεί κανείς να το φτάσει. (…)

Το ότι χάσαμε το εξωτερικό άπειρο, αυτό το δεχόμαστε σαν αναπότρεπτη μοίρα. Αλλά για την απώλεια του δεύτερου άπειρου, θα κατακρίνουμε σ’ όλη μας τη ζωή τον εαυτό μας. Σκεφτόμασταν το άπειρο των άστρων και στο άπειρο του πατέρα δεν δώσαμε ποτέ σημασία».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή