Η ισχυρή πένα του φανταστικού

Η ισχυρή πένα του φανταστικού

4' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν, κάπου στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ., ο Λουκιανός συνέγραφε την Αληθή Ιστορία του, χάριζε στη δυτική λογοτεχνία κάτι παραπάνω από το πρώτο της (σωζόμενο) έργο καθαρής επιστημονικής φαντασίας. Ο ίδιος ο τίτλος, μισο-αστεία, μισο-σοβαρά, κατά την προσφιλή συνήθεια του συγγραφέα, ζητούσε από τους αναγνώστες να αποδεχτούν αυτή τη θεμελιώδη συνθήκη της λογοτεχνίας γενικά, που ονομάζουμε «αναστολή της δυσπιστίας».

Εκτοτε, και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, αυτό που σήμερα ονομάζουμε επιστημονική φαντασία και λογοτεχνία του φανταστικού ήταν κάτι απόλυτα ενταγμένο στον γενικό λογοτεχνικό κανόνα. Ξεκινώντας από το έπος του Γκιλγκαμές και την Οδύσσεια και φτάνοντας έως τη Μαίρη Σέλεϊ, τον Γουέλς, τον Πόε και βέβαια τον Ιούλιο Βερν, συναντάμε ένα τεράστιο πλήθος έργων που έως και σήμερα ονομάζουμε, αυτονόητα και χωρίς κανέναν επιπλέον προσδιορισμό, «λογοτεχνία».

Η λογοτεχνία του φανταστικού, άλλωστε, είναι ό,τι κοντινότερο υπάρχει στην έννοια του «παραμυθιού», έτσι όπως τη γνωρίζουμε όλοι από την παιδική μας ηλικία, τότε που αναστέλλαμε ευκολότερα τη δυσπιστία μας· με τα τερατώδη της όντα, τους ανύπαρκτους τόπους και τον, εν πολλοίς, ανύπαρκτο χρόνο, αποτελεί την ευθεία προέκταση του παραμυθιού στον ενήλικο κόσμο. Ετσι, δεν είναι καθόλου παράξενο πως τέτοιες ιστορίες γράφονταν, επί αιώνες, με τόση συχνότητα, από τόσο πολλούς, ώστε να γίνουν κατεξοχήν είδος λαϊκής κατανάλωσης, από τις αρχές του 20ού αιώνα, με δικό τους βασικό φορέα τα φτηνά «pulp» περιοδικά. (Σημειωτέον, βέβαια, ότι σε τέτοια περιοδικά δημοσίευαν συχνότατα και συγγραφείς πρώτης γραμμής, όπως ο Λάβκραφτ.) Δίκοπο μαχαίρι: γιατί κάπως έτσι η επιστημονική φαντασία (ε.φ.) και η λογοτεχνία του φανταστικού (όπως και η αστυνομική λογοτεχνία) συνδέθηκαν με την έννοια του «φτηνού» και του μαζικού, με αποτέλεσμα να διαχωριστούν, ανεπαισθήτως, από τη λογοτεχνία του βιβλίου και, καθώς διαμορφώθηκαν σε ξεχωριστό genre, μοιραία ίσως, περιχαρακώθηκαν.

Στην Ελλάδα ειδικά, αυτό το ιδιότυπο «απαρτχάιντ» απέκτησε σχεδόν απόλυτο χαρακτήρα: με εξαίρεση ορισμένα κλασικά έργα επιστημονικής φαντασίας και λογοτεχνίας του φανταστικού του 19ου αιώνα, που ήταν ελεύθερα δικαιωμάτων, οι εκδότες έβλεπαν το είδος με μια κάποια δυσπιστία. Ελάχιστοι συμπεριελάμβαναν στις επιλογές τους τέτοια βιβλία· τεράστιοι συγγραφείς όπως ο Λάβκραφτ, ο Ασίμοφ, ο Κλαρκ, ο Φίλιπ Ντικ, ή ακόμα και ο Πράτσετ και ο Ντάγκλας Ανταμς έβρισκαν ως επί το πλείστον «στέγη» σε εξειδικευμένους εκδοτικούς οίκους που αντίστοιχα απευθύνονταν σε πολύ συγκεκριμένο κοινό. Και μετά, ήρθε ο Τόλκιν.

Η αντεπίθεση

Η τριλογία του «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών» πρωτοεκδόθηκε στην Αγγλία μεταξύ 1954 και 1955 και έγινε πολύ σύντομα μία από τις «ναυαρχίδες» των οπαδών του φανταστικού. Χρειάστηκε όμως να έρθει ο 21ος αιώνας για να τον φέρει, μέσω της μεγάλης οθόνης, σε ένα ακόμα ευρύτερο κοινό, βαπτίζοντάς τον στη μεγάλη κολυμβήθρα της ποπ κουλτούρας. Λίγο νωρίτερα, το 1996, ο Τζορτζ Ρ.Ρ. Μάρτιν δημοσίευε τον πρώτο από τους πέντε τόμους του «Τραγουδιού της Φωτιάς και του Πάγου». Η τηλεοπτική σειρά της HBO, που ξεκίνησε να προβάλλεται το 2007 με τον γενικό τίτλο «Game of Thrones» ανέλαβε τα υπόλοιπα. Ετσι, δύο έπη του φανταστικού, δύο βιβλία αναμφίβολων λογοτεχνικών αξιώσεων, επανέφεραν το είδος στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος – απαλλάσσοντάς το ταυτόχρονα, στη συνείδηση του μεγάλου κοινού, και από οποιαδήποτε οσμή pulp.

Ο ελληνικός εκδοτικός χώρος φαίνεται πως έχει ακούσει πλέον ευκρινώς το μήνυμα: πέρα από τα πάμπολλα έργα που εξακολουθούν να βγαίνουν από τους «εξειδικευμένους» εκδοτικούς οίκους (Αίολος, Οξύ, Φανταστικός Κόσμος, Anubis κ.ά.), όλο και συχνότερα βρίσκουμε πια εκλεκτούς τίτλους sci-fi και fantasy σε άλλους, πιο παραδοσιακούς εκδότες. Ενδεικτικά: τα «Τρία Στίγματα του Πάλμερ Eλντριζ» και το «Ηλεκτρικό Πρόβατο», του Φίλιπ Κ. Ντικ από τον Κέδρο, τα «Χρονικά του Aρη» και το «Φάρεναϊτ 451» του Ρέι Μπράντμπερι από την Aγρα, τους «Χαρισματικούς» από τις εκδόσεις Πόλις, την «Τριλογία της Νότιας Ζώνης», του Τζεφ Βάντερμιρ από τον Καστανιώτη, κάμποσους τίτλους του Τέρι Πράτσετ από τον Ψυχογιό, το «Σολάρις» του Στανίσλαβ Λεμ από τον Ποταμό, τα νέα βιβλία του Τζορτζ Ρ.Ρ. Μάρτιν από το Μεταίχμιο.

«Ποτέ και Πουθενά»

Νομίζω όμως ότι το εναργέστερο παράδειγμα του πώς αυτό το μέχρι πρότινος «περιθωριακό» genre μπήκε για τα καλά στον πυρήνα της εν Ελλάδι εκδοτικής παραγωγής, είναι το «Ποτέ και Πουθενά» του σπουδαίου Νιλ Γκέιμαν, από τον Iκαρο, σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου. Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που εκδίδεται ο Γκέιμαν στην Ελλάδα. Εν προκειμένω όμως εντάσσεται με έναν τρόπο απολύτως φυσικό και αυτονόητο σε μια σειρά ξένης λογοτεχνίας (χωρίς άλλους προσδιορισμούς) ενός εκδοτικού οίκου με τεράστια ιστορία πίσω του. Είναι χαρακτηριστικό το σχόλιο του Νίκου Αργύρη, όταν τον ρώτησα πώς αποφάσισε να συμπεριλάβει τον συγκεκριμένο τίτλο στην εξαιρετικά επιτυχημένη και αναγνωρίσιμη σειρά ξένης λογοτεχνίας του Iκαρου: «Η αλήθεια είναι ότι δεν το πολυσκεφτήκαμε. Πιστεύω ότι ο Γκέιμαν είναι ένας “καθιερωμένος” πλέον συγγραφέας, με εκατομμύρια αναγνώστες και φανατικό κοινό, ασχέτως αν γράφει λογοτεχνία του φανταστικού. Θέλαμε δηλαδή το βιβλίο αυτό (που μου έκανε εντύπωση ότι δεν έχει κυκλοφορήσει μέχρι τώρα) να έχει το περιτύλιγμα και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της σειράς, μιας και νομίζω μπορεί να σταθεί επάξια δίπλα στα υπόλοιπα».

Στο «Κάτω Λονδίνο»

Και αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος των καλών εκδοτών: όπως η Aγρα πήρε την αστυνομική λογοτεχνία από την απαξίωση και το pulp του περιπτέρου και την ανέδειξε σε αξιοσέβαστη λογοτεχνία (που όντως είναι), έτσι κάπως μοιάζει να συμβαίνει τώρα και με το sci-fi και το fantasy, σε μια πορεία όπου το «Ποτέ και Πουθενά» αποτελεί ορόσημο. Στο βιβλίο, ο κεντρικός ήρωας, ο Ρίτσαρντ, θέλοντας να βοηθήσει τη νεαρή Ντορ, βρίσκεται απροσδόκητα από τη φυσιολογική του ζωή στο γνωστό σε όλους μας Λονδίνο, στο παράλληλο σύμπαν ενός «Κάτω Λονδίνου», ενός τόπου σκοτεινού και σκληρού, μιας άλλης πραγματικότητας με άλλους κανόνες, άλλη φυσική, όπου καταλήγουν «όσοι πέφτουν από τις ρωγμές του πραγματικού κόσμου».

«Δεν γίνεται», απαντά κάπου η Ντορ στην ερώτηση του Ρίτσαρντ αν προσπάθησε ποτέ να επιστρέψει στο Πάνω Λονδίνο. «Ή εδώ θα είσαι ή εκεί. Ή Πάνω ή Κάτω. Κανένας δεν τα ’χει και τα δύο». Η φράση θα μπορούσε να περιγράφει τον διαχωρισμό της λογοτεχνίας fantasy από αυτό που πολλοί θεωρούν «κατεξοχήν» λογοτεχνία. Αλλά τα πράγματα δείχνουν να αλλάζουν. Οι Eλληνες εκδότες κάνουν αυτό που πρέπει. Απομένει οι ίδιοι οι αναγνώστες να αφεθούν ξανά σ’ εκείνη την «αναστολή δυσπιστίας» που μπορεί να ανοίξει κάθε λογής αναγνωστικές πόρτες.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή