Ο Μπιλ και η Μίλντρεντ κάπου στο Μιζούρι

Ο Μπιλ και η Μίλντρεντ κάπου στο Μιζούρι

2' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο​​ποιος δεν έχει παρακολουθήσει την ταινία «Οι τρεις πινακίδες έξω από το Εμπινγκ, στο Μιζούρι» ας σταματήσει να διαβάζει τούτο το σημείωμα εδώ και τώρα. Ακολουθούν spoilers.

Σε αυτό το φιλμ, λοιπόν, σε σενάριο και σκηνοθεσία του χαρισματικού Αγγλοϊρλανδού Μάρτιν Μακ Ντόνα, εκφράζονται αγωνίες και πάθη μέσω καταιγιστικών, εκρηκτικών μονολόγων, μέσω τρυφερών αποχαιρετισμών, μέσω διαλόγων και στιχομυθιών, όπου η εναλλαγή ανάμεσα στο δράμα και στην κωμωδία, στη συγκίνηση και στο γέλιο, στον ωμό ρεαλισμό και στην ποίηση της καθημερινότητας ολοκληρώνεται με μοναδική μαεστρία.

Προδοσίες, αστοχίες, στοργή, χολή και σπαραγμός, ασφυκτικά αισθήματα αδικίας και οργής, όλα παίζονται μεταξύ πρώην συζύγων, μεταξύ εχθρών, μεταξύ γονιών και παιδιών, μεταξύ συνεργατών και συναδέλφων, μεταξύ φίλων αλλά και μεταξύ πρώην εχθρών τελικώς – όλα όσα στοιχειοθετούν αυτό το απέραντο, μυστήριο φαινόμενο που λέγεται «ζωή».

Μέσα σε αυτόν τον γνήσια αμερικανικό βερμπαλισμό, όμως, τα νήματα κινούν αόρατα τα βλέμματα και οι παύσεις. Χαρακτηριστική σκηνή: Ο σερίφης Μπιλ Γουίλομπι (Γούντι Χάρελσον) προσπαθεί να πείσει τη Μίλντρεντ Χέις (Φράνσις Μακ Ντόρμαντ) να κατεβάσει τις τρεις μεγάλες οδικές πινακίδες όπου έχει ποστάρει συνθήματα κατά της τοπικής αστυνομίας (επτά μήνες πέρασαν από τον βιασμό και τον βίαιο φόνο της κόρης της και ακόμα ούτε μία σύλληψη). Οι τόνοι δεν είναι υψηλοί (σε αντίθεση με την έκρηξη της Μίλντρεντ απέναντι στον τοπικό ιερέα): Χειρονομίες και ματιές μαρτυρούν την καλή σχέση μεταξύ των δύο (θα το επιβεβαιώσει με έναν σχεδόν τραγικό τρόπο η ξαφνική αιμόπτυση του Μπιλ, αργότερα, και η τόσο βαθιά ανθρώπινη αντίδραση της Μίλντρεντ εκεί). Και όμως, η πρώτη σκηνή μεταξύ τους λήγει με έναν ανείπωτο βουβό πόνο, που ισοδυναμεί με προδοσία για τον Μπιλ: Είναι άρρωστος με καρκίνο, πεθαίνει, της το λέει σε μια ύστατη προσπάθεια να κατεβάσει τα πόστερ και να μην τον εκθέτει ανεπανόρθωτα.

«Το ξέρω ότι είσαι άρρωστος», αποκρίνεται εκείνη ωμά. «Ολη η πόλη το ξέρει». Ο σερίφης, ένα κλασικό μάτσο αρσενικό της «βαθιάς» Αμερικής, αποσβολώνεται. «Το ήξερες κι όμως ανέβασες τις πινακίδες», της λέει αποκαρδιωμένος. Εκείνη δεν αποκρίνεται, δεν τον κοιτάζει καν. Μονάχα εκείνος την παρατηρεί με μια ανυπόφορη μοναξιά στο βλέμμα του. Σηκώνεται και φεύγει, αλλά η κάμερα μένει στην έκφραση της Μίλντρεντ· βιώνει μια στιγμή όπου σιχαίνεται τον εαυτό της κι ας μην το παραδέχεται. Πρέπει να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει.

Μια άλλη σημαντική στιγμή σε αυτό το απρόσμενα αστείο –σε πολλές στιγμές του– δράμα είναι η επιστολή αποχαιρετισμού του Μπιλ προς τη γυναίκα του, λίγο πριν αυτοκτονήσει με το υπηρεσιακό του πιστόλι και προτού ο καρκίνος τον ροκανίσει σαν σαράκι. Στέκομαι στην καταληκτική του φράση:

«Ισως συναντηθούμε ξανά κάποτε. Ισως ενωθούμε στον παράδεισο, αν υπάρχει. Αν δεν υπάρχει, ήταν παράδεισος η ζωή που έζησα μαζί σου». Οποιος πει το παραμικρό για μελό, ο κύριος Γκρι δεν θα του ξαναμιλήσει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή