Χριστόφορος Μηλιώνης

4' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​​Ο αδήριτος χρόνος, μετρημένος πόντο πόντο από τους οικείους του και τους θαυμαστές του έργου του, καταγράφει: έχουν περάσει 15 μήνες από τη στιγμή που ο πεζογράφος Χριστόφορος Μηλιώνης «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών (στις 5 Ιανουαρίου του 2017). Οπως, όμως, συμβαίνει με τους σημαντικούς δημιουργούς, τα έργα τους δεν παραδίδουν τα ίχνη τους στη λήθη.

Ιδιαιτέρως για τον Χριστόφορο Μηλιώνη, ο οποίος σε όλο του το έργο στηρίχθηκε στη δύναμη της μνήμης, τούτο το ανειρήνευτο «θηρίο» που κυριεύει τη ζωή τού ανθρώπου, η ενθύμηση είναι ακόμη πιο έντονη· σχεδόν καταλυτική.

Η πρόσφατη επανέκδοση της συλλογής διηγημάτων του «Καλαμάς και Αχέροντας» από τις εκδόσεις Κίχλη, βιβλίο που το 1986 του απέφερε το Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και είχε αποσυρθεί από την κυκλοφορία τα τελευταία χρόνια, φέρνει ξανά στο προσκήνιο έναν από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

Το τυπικό βιογραφικό του τον θέλει να έχει γεννηθεί το 1932 στο Περιστέρι Πωγωνίου του νομού Ιωαννίνων. Φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή και σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Υπηρέτησε στη μέση εκπαίδευση, στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ως καθηγητής, γυμνασιάρχης και σχολικός σύμβουλος.

Υπήρξε μέλος της ομάδας εργασίας που συνέταξε τα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Γυμνασίου/Λυκείου, και μέλος των συντακτικών ομάδων των περιοδικών των Ιωαννίνων «Ενδοχώρα» και «Δοκιμασία». Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1954, με διήγημά του, στο περιοδικό «Ηπειρωτική Εστία». Ακολούθησαν περί τα 14 βιβλία, κυρίως συλλογές διηγημάτων. Για το έργο του τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1986), με το Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού «Διαβάζω» (2000) και με το Βραβείο Διηγήματος του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2005). Ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, ήταν σύζυγος της καθηγήτριας της Γαλλικής Φιλολογίας Τατιάνας Τσαλίκη-Μηλιώνη.

Συνδυάζοντας την εδραία παπαδιαμαντική παράδοση με ατόφιες εικόνες από την Ηπειρο (ο γενέθλιος τόπος του) και μια καλοζυγισμένη εκδοχή μοντερνισμού, ο Χριστόφορος Μηλιώνης, στη συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων κατάφερε να μπολιάσει το παραδοσιακό με το σύγχρονο μιλώντας για μια σκληρή εποχή που έχει προ πολλού περάσει: την Κατοχή και τον Εμφύλιο.

Ο κριτικός λογοτεχνίας Αλέξης Ζήρας έχει μελετήσει επί μακρόν το έργο του Χριστόφορου Μηλιώνη. Μιλώντας μαζί του με αφορμή το έργο του Ηπειρώτη διηγηματογράφου, μοιράστηκε μαζί μας κάποια από τα σημαντικά γνωρίσματά του: «Σ’ ένα μικρό δοκίμιό του, την “Παθολογία μιας γενιάς”, δημοσιευμένο στη “Φιλολογική Καθημερινή” το 1976 κι έπειτα στα μελετήματά του, “Υποθέσεις” (1983), ο Χριστόφορος Μηλιώνης αναφερόμενος στα προβληματικά ή παθογενή, όπως τα βλέπει, στοιχεία των συνομήλικων με αυτόν μεταπολεμικών πεζογράφων, ουσιαστικά σχολιάζει τα γνωρίσματα του δικού του έργου. Στο τέλος του δοκιμίου του επισημαίνει ότι ένα από τα πιο αισθητά χαρακτηριστικά στη λογοτεχνία της γενιάς του (και κατά προέκταση της δικής του), είναι η εντατική λειτουργία της μνήμης. “Μιας μνήμης μπλοκαρισμένης, θα έλεγα”, γράφει ο ίδιος, “που δεν αφήνει ελεύθερη την ανάπτυξη των νοητικών λειτουργιών. Ιδιαίτερα τα αφηγηματικά κείμενα σε κάνουν να σκέφτεσαι τα λόγια εκείνου του ήρωα στη “Νύχτα” του Αντονιόνι: “Δεν έχω ιδέες αλλά μνημονικό”».

Ο Αλέξης Ζήρας δίνει μεγάλη βαρύτητα στη σημασία της μνήμης στο έργο του Χριστόφορου Μηλιώνη: «Τον κεφαλαιώδη ρόλο της μνήμης στα πεζά τού Μηλιώνη, τον έχει πολλές φορές ξεχωρίσει η κριτική, όλοι έχουμε μιλήσει για την ενίοτε ανατρεπτική κίνησή της. Ομως, αναρωτήθηκα, τι άλλο μπορεί να σήμαινε αυτή η κάπως αινιγματική του διατύπωση, της “μπλοκαρισμένης μνήμης που δεν αφήνει ελεύθερη την ανάπτυξη των νοητικών λειτουργιών”!  Τυχαία, πριν από λίγο καιρό, έπεσα σ’ ένα αυτοσχόλιο που μου έδωσε για τα διηγήματά του, “Χειριστής ανελκυστήρος” (1993) και που το κράτησα στον φάκελό του. Εκεί, κατάλαβα ότι η “μπλοκαρισμένη μνήμη” μπορεί να οφείλεται, σύμφωνα με όσα λέει, στο ιλιγγιώδες των καταστάσεων όπου συχνά παγιδεύονται τα πρόσωπά του. Ή, και πάλι με τα δικά του λόγια: στον χρόνο “που θρυμματίζει τη ζωή ή την εκφυλίζει” στον “έρωτα  που γίνεται απειλή”, στη “συνείδηση των ορίων”, στο “τέλος που αναπότρεπτα πλησιάζει”».

Σε μια συζήτηση που είχαμε με την εκδότρια Γιώτα Κριτσέλη, μας μίλησε για τους λόγους που την οδήγησαν να επανεκδώσει τον «Καλαμά και Αχέροντα» από τις εκδόσεις Κίχλη: «Διαπίστωσα πως έλειπε και ότι έπρεπε να επανεκδοθεί, καθώς έχουμε να κάνουμε μ’ ένα ιστορικής σημασίας βιβλίο για την ελληνική διηγηματογραφία».

Μάλιστα, αποκαλύπτει πως ο Χριστόφορος Μηλιώνης γνώριζε για την επανέκδοση, είχαν μιλήσει σχετικά, όμως, δυστυχώς, δεν πρόλαβε να την δει τυπωμένη. «Ηταν ένας προσηνής και συμπαθής άνθρωπος», θυμάται η Γιώτα Κριτσέλη. «Προσωπικά τον θυμάμαι από τα χρόνια που σύχναζε στο πατάρι του Πατάκη μαζί με άλλους ομοτέχνους του».

Για την αξία της συλλογής αναφέρει ότι «είναι ένα βιβλίο που διαθέτει σπάνια χαρακτηριστικά. Μιλάει για τη νοσταλγία του μέτοικου λόγω της Κατοχής και του Εμφυλίου. Αυτοί οι άνθρωποι βίωσαν μια εσωτερική εξορία κι ο Μηλιώνης μεταφέρει τη συλλογική μνήμη του ξεριζωμού. Η γραφή του είναι εξομολογητική, αλλά όχι αυτοβιογραφική. Δεν έχουμε να κάνουμε με έναν ιδιωτικό λόγο, ούτε με διηγήματα που περιορίζονται σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Ο Μηλιώνης μιλάει για τη φτώχεια και τη σκληρότητα της ζωής αυτών των ανθρώπων έχοντας ακόμη και μια ειρωνική διάθεση. Αλλο ένα ιδιαίτερο στοιχείο είναι ότι αγαπάει την απλότητα και την αυθεντικότητα της ορεινής Ηπείρου».

Αξιοσημείωτη είναι και η τεχνική που αναπτύσσει στη συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων. «Υπάρχει ένα πλέγμα συνειρμών και παρεκβάσεων μέσα στις ιστορίες. Πρόκειται για μια νεωτερική τεχνική που συνδυάζεται με θαυμάσια ελληνικά και ένα αξιοπρόσεκτο δίχτυ υπαινιγμών. Αυτή η συλλογή είναι γραμμένη με μια μαστοριά που δεν κραυγάζει», υπογραμμίζει η Γιώτα Κριτσέλη.

Το εκδοτικό «στοίχημα» που οδήγησε στην επανέκδοση του βιβλίου είναι συγκεκριμένο και απολύτως απτό. «Το στοίχημά μου είναι να διαβαστεί το βιβλίο από νέους αναγνώστες, αλλά και από τους νέους συγγραφείς μας. Αυτός είναι ο στόχος μου. Επιπλέον, η νέα έκδοση περιλαμβάνει κριτικά κείμενα που έχουν γραφτεί παλαιότερα – κάτι σαν οδηγίες προς ναυτιλλομένους. Η χρονική απόσταση μας βοηθάει να αποτιμήσουμε ακόμη καλύτερα τη συγκεκριμένη συλλογή. Νομίζω πως σ’ αυτήν ο Μηλιώνης αγγίζει τα όρια της ωριμότητας. Εγραψε ένα βιβλίο που είναι κλασικό και μοντέρνο ταυτόχρονα. Γι’ αυτό και αξίζει να διαβαστεί ξανά», καταλήγει η Γιώτα Κριτσέλη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή