Μία ιδιαίτερη αναβίωση της «Γυμνής ποίησης»

Μία ιδιαίτερη αναβίωση της «Γυμνής ποίησης»

2' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ποιητική συλλογή «Ανθρωποι που γελάνε» είναι η κατά σειρά τέταρτη του Αργύρη Παλούκα. Εχουν προηγηθεί οι συλλογές «Το ξέφτι» (2007), «Το αλάτι πίσω από τ’ αυτί» (2009) και «Θέλω το σώμα μου πίσω» (2011). Διαθέτει επομένως αξιοπρόσεκτο συγγραφικό παρελθόν, με ολιγοσέλιδα βιβλία και σύντομα ποιήματα. Οι ιδέες που εκφράζει κάθε φορά ο ποιητής διακρίνονται για τη λιτή, αλλά περιεκτική διατύπωση και ολοκληρώνουν το νοηματικό τους περιεχόμενο σε δέκα, δεκαπέντε το πολύ στίχους. Αυτή η λιτότητα έφερε στον νου μου αρκετές παρόμοιες περιπτώσεις παλαιότερων αλλά και σύγχρονων ποιητών που εκφράζονται με ανάλογους τρόπους. Κυρίως επανέφερε στη μνήμη μου τον τίτλο «Η γυμνή ποίηση», με τον οποίον είχε επιγράψει ο Παντελής Πρεβελάκης τις πρώτες στιχουργικές του απόπειρες. Δεν συγκρίνω, ούτε παραλληλίζω. Απλώς, πιστεύω πως η εύγλωττη αυτή επιγραφή αποδίδει κατά κυριολεξία την έλλειψη κάθε διακοσμητικού στοιχείου που θα μπορούσε να επιβαρύνει και να στομώσει την αιχμηρή ευθύτητα των στίχων. Θεωρώ ότι η ποίηση του Παλούκα μπορεί να διεκδικήσει τον ίδιον χαρακτηρισμό.

Οι τίτλοι

Θα επιμείνω για λίγο σ’ ένα ακόμη εξωκειμενικό γνώρισμα. Μόνον στην πρώτη συλλογή («Το ξέφτι») τα ποιήματα τιτλοφορούνται. Εξαιρώντας «Το αλάτι πίσω από τ’ αυτί», που είναι ένα ρέον, συνεχές και ενιαίο κείμενο, στις άλλες συλλογές λογίζεται ως τίτλος ο πρώτος στίχος κάθε ποιήματος, ο οποίος μάλιστα τυπώνεται με κεφαλαία.

Εχω την εντύπωση πως η τακτική του Παλούκα να μην τιτλοφορεί τα ποιήματα, τους προσδίδει το γνώρισμα μιας παραγωγής εν διαρκή εξελίξει, ενός έργου εν προόδω, όπου το ποίημα, ως στιχουργική μονάδα, αποβάλλει την ονομαστική, μοναδική του ταυτότητα, η οποία εκχωρείται πλέον στο συνολικώς παραγόμενο έργο.

Στους πρώτους κιόλας στίχους του παρόντος βιβλίου του ο ποιητής καθορίζει τη στάση του απέναντι στη ζωή· στάση που θα την χαρακτήριζα υγιές πείσμα απέναντι σε όσα αντικρίζει καθημερινά και σε όσα συμβαίνουν γύρω μας, προκειμένου να διατηρήσει την ανθρώπινη αρετή του: Με φως μας ανταμείβεις, Θε μου / για τη φτώχεια μας; / Εδώ δεν μιλάω εγώ, μιλάνε όμως / όσα μπόρεσα να είμαι / κι όταν είμαι / αυτό είν’ ακριβότερο / απ’ την ανταμοιβή σου. Ο ερωτηματικός τόνος των πρώτων στίχων επανέρχεται και σε άλλα ποιήματα. Πρόκειται, κυρίως, για την απορία μιας έκπληκτης και διαρκώς εκπλησσόμενης ματιάς, για μια παρθενική αντίληψη απέναντι στα γεγονότα του βίου, τα οποία κάθε τόσο σημαδεύονται από απώλειες, ματαιώσεις και διαψεύσεις.

Ενα θέμα που διαπερνά εμφανώς ή πλαγίως όλες τις συλλογές είναι ο έρωτας, περισσότερο ως μνήμη και ως απώλεια παρά ως βιούμενο πάθος. Η ποίηση του Αργύρη Παλούκα είναι ειλικρινής, ευθεία. Δεν προσποιείται και δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη. Στην πολύ συχνή την εποχή μας «ποιητική πόζα» που επιπλέει στα βιβλία πολλών νεότερων ποιητών, οι στίχοι του Παλούκα διακρίνονται για την ευστοχία και την αμεσότητά τους. Μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη στη ματιά του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή