Μπορούμε να περάσουμε όλη μας τη ζωή χωρίς να διερωτηθούμε για τα θεμελιώδη της. Γιατί ζω όπως ζω; Πώς πρέπει να ζούμε; Πώς πρέπει να σκεπτόμαστε; Η διερώτηση χαρακτηρίζει έναν τύπο ανθρώπου, αυτόν που προσπαθεί να ενσωματώσει στη ζωή του τη σωκρατική αντίληψη: «Ο δε ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω». Το ευ ζην εμπεριέχει τη στοχαστική διερώτηση για το τι συνιστά ευ ζην.
Ο άνθρωπος, γράφει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, είναι η μόνη ύπαρξη που διερωτάται για τους όρους της ύπαρξής της και μπορεί, κατ’ αρχήν, να τους μεταβάλει. Ζω τη ζωή μου στοχαστικά (δηλαδή, υποβάλλοντας τη ζωή μου στη βάσανο της αναζήτησης) σημαίνει ότι: αναρωτιέμαι για ό,τι μέχρι τώρα θεωρούσα αυτονόητο· φωτίζω όψεις της εμπειρίας μου που δεν είχα πριν επεξεργασθεί· αποδέχομαι, όπως έλεγε ο Τζον Ντιούι, τη «νοητική ανησυχία και ενόχληση», έτσι ώστε τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγω να μην απηχούν απαραίτητα τις παραδοχές με τις οποίες ξεκίνησα τη σκέψη μου.
Η στήλη αυτή φιλοδοξεί να παράσχει δεκαπενθήμερα ερεθίσματα στοχαστικής σκέψης. Εκκινώντας από όψεις της ανθρώπινης εμπειρίας (την ελπίδα, τον πόνο, τον θάνατο, τον χρόνο, την ατομικότητα, τη φιλία, τη συμπόνια, τη χαρά, κ.λπ.) θέλει να μας προτείνει τρόπους ανα-θεώρησης – να ξαναδούμε ό,τι στη ζωή μας θεωρούμε αυτονόητο ή κατανοούμε ανεπαρκώς. Κάθε φορά, ένας φιλόσοφος, μελετητής των ανθρωπιστικών σπουδών ή όποιος άλλος διανοητής έχει κάτι ενδιαφέρον να πει για την ανθρώπινη κατάσταση, θα πραγματεύεται ένα θέμα με την ελάχιστη δυνατή τεχνική γλώσσα. Αν τον προβληματισμό μας για ό,τι συγκροτεί την ανθρώπινη εμπειρία δεν μπορούμε να τον εκφράσουμε, τελικά, στην κοινή γλώσσα, σημαίνει ότι δεν μας αγγίζει – είναι μια ακόμα τεχνική άσκηση, όχι τρόπος ζωής. Ο στοχαστικός βίος δεν συνιστά απόσυρση στην ιδιωτική σφαίρα, αλλά μια διαδικασία όλο και πιο εκλεπτυσμένης μετοχής στον κοινό λόγο. Αυτό τον εκλεπτυσμένο προβληματισμό θέλουμε να ενθαρρύνουμε.
Χαρίδημος Κ. Τσούκας
Η ελπίδα ως κατόρθωμα
Του Παύλου Κόντου*
Η ελπίδα είναι πανταχού παρούσα στη ζωή μας: ευοδώνεται ή ματαιώνεται, αναγεννιέται ή απαξιώνεται. Την επικαλούμαστε ή μας εγκαταλείπει σε στιγμές κρίσης· τη θεωρούμε φυσική συνέχεια της πραγματικότητας σε στιγμές ευημερίας. Λοιδορείται από τους πραγματιστές (π.χ., τον Θουκυδίδη) και εκθειάζεται από τους ουτοπιστές (π.χ., τον Ερνστ Μπλοχ). Αυτό που μας διαφεύγει είναι ότι, ανεξαρτήτως συνθηκών, βίου, το να ελπίζουμε σωστά συνιστά επίτευγμα.
Τι είναι η ελπίδα; Μια πρώτη απάντηση θα ήταν: η ελπίδα είναι συναίσθημα, όπως ο φόβος. Ενώπιον όσων φαντάζουν αβέβαια και απαιτούν την ανάληψη ρίσκου, αντιδράμε είτε με φόβο (μειώνοντας την έκθεσή μας στον κίνδυνο) είτε με ελπίδα (μην εγκαταλείποντας τα σχέδιά μας). «Πιστεύουμε ότι κάτι καλό θα προκύψει από τις ενέργειές μας» σημαίνει πως η ελπίδα ενσωματώνει την πεποίθηση ότι κάτι είναι εφικτό και την επιθυμία για την πραγμάτωσή του (εδώ, καλό σημαίνει επιθυμητό). Αν όντως η ελπίδα είναι συναίσθημα, τότε χαρακτηρίζεται από παθητικότητα. Δεν αποτελεί μια στρατηγική που αποφασίζουμε να υιοθετήσουμε πράττοντας ως εάν η τελεσφόρηση των πράξεών μας να ήταν πολύ πιο πιθανή από όσο πιστοποιούν τα δεδομένα.
Αν και εφικτές και επιθυμητές καταστάσεις είναι επίσης τα αντικείμενα της προσμονής, η ελπίδα συνοδεύεται από πολύ ασθενέστερη βεβαιότητα από όση η προσμονή. Ειδικότερα, αφορά μόνο τα αβέβαια μελλοντικά πράγματα μπροστά στα οποία κινδυνεύουμε να χάσουμε το κουράγιο μας και, ανάμεσά τους, μόνο όσα δεν ανάγονται πλήρως στη δική μας παρέμβαση, δηλαδή όσα μας υπερβαίνουν. [Γι’ αυτό η ελπίδα είναι συμβατή με τη θρησκευτικότητα.] Αυτό μπορεί να μεταφραστεί είτε σε πρόσκληση να διευρύνουμε στο μέλλον τις δυνατότητές μας, είτε σε επίγνωση της εξάρτησής μας από την παρέμβαση των άλλων (ή και της τύχης). Το πρώτο δείχνει ότι η ελπίδα αποτελεί όχημα για το πλάσιμο του εαυτού μας. Το δεύτερο ότι αποτελεί ένα φαινόμενο κοινωνικό: μαθαίνουμε να ελπίζουμε χάρη στο ότι, στην παιδική μας ηλικία, οι ενήλικες (οι «σημαντικοί άλλοι», όπως λένε οι ψυχολόγοι) συνέβαλαν ώστε να επιτυγχάνουμε τους στόχους μας. Αργότερα, ως ενήλικες, μπορούμε να ελπίζουμε διότι έχουμε εμπιστοσύνη ότι κάποιος θα μας συντρέξει. Η ελπίδα, λοιπόν, δεν αποτυπώνει τη στάση μιας υπεροπτικής βούλησης που αποπειράται να επιτύχει όσα επιθυμεί στηριζόμενη αποκλειστικά στις δικές της δυνάμεις, αλλά τη στάση εκείνου που συνειδητοποιεί τα όριά του και, ταυτόχρονα, πιστεύει ότι η πραγματικότητα, οι άλλοι, και η τύχη είναι φιλόξενοι στα σχέδιά του.
Μια ακριβέστερη απάντηση στο ερώτημα «τι είναι η ελπίδα;» θα ήταν: η ελπίδα είναι πιο σύνθετη από ένα απλό συναίσθημα· αποτελεί συστατικό της ικανότητάς μας για πράξη: Εμπεριέχει ένα ιδιαίτερο στοιχείο ενεργητικότητας: την ικανότητά μας να παράγουμε εικόνες για το πώς θα είναι τα πράγματα όταν θα έχουμε πραγματώσει τους σκοπούς μας (εικόνες που λαμβάνουν την πρώτη ύλη τους από τη μέχρι τώρα εμπειρία μας). Με την εικονοπλαστική της δύναμη, η ελπίδα κατορθώνει να παραγάγει δύο ειδών ηδονές (όπως πρώτος είχε επισημάνει ο Αριστοτέλης στη Ρητορική): μια πρώτη ηδονή με αντικείμενο αυτό που θα συμβεί στο μέλλον· και μια δεύτερη με αντικείμενο την απόλαυση της τωρινής εικόνας που σχηματίζω για το μέλλον. Χωρίς ελπίδα, τα κίνητρά μας για πράξη ακυρώνονται.
Δεν ξέρουμε να ελπίζουμε σωστά
Θα πρέπει να ξεφύγουμε από το παρακάτω απλοϊκό σχήμα: πρώτα αναδύεται η πεποίθηση ότι κάτι ελάχιστα βέβαιο είναι εφικτό μαζί με την επιθυμία γι’ αυτό και, στη συνέχεια, πεποίθηση και επιθυμία κινητοποιούν σε κάποιους –ενώ σε άλλους όχι– το συναίσθημα της ελπίδας. Αντιθέτως, η ίδια η ελπίδα με πρωτο-καθιστά ικανό να δω κάτι ως εφικτό. Συνιστά ένα βλέμμα που διανοίγει για εμάς το πεδίο όσων μελλοντικών καλών είναι εφικτά. Κάποιος παράλυτος ως προς την ικανότητα της ελπίδας είναι τυφλός απέναντι σε αυτό το πεδίο της πραγματικότητας. Αρα, η ελπίδα συνιστά ένα απαραίτητο στοιχείο της ανθρώπινης πράξης: την ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε τα μελλοντικά πράγματα στην αβεβαιότητά τους ως ένα πεδίο που είναι φιλόξενο στα σχέδιά μας.
Η κατάθλιψη είναι, μεταξύ άλλων, η παθολογική κατάσταση του πόνου για την απώλεια της ικανότητας να ελπίζουμε.
Στερούμενη ελπίδας, η ανθρώπινη πράξη θα ήταν χωρίς έρεισμα και μάταιη. Η κατάθλιψη είναι, μεταξύ άλλων, η παθολογική κατάσταση του πόνου για την απώλεια της ικανότητας να ελπίζουμε. Βέβαια, ένα πράγμα είναι η ματαίωση μιας ελπίδας, πολλών, ή όλων των ελπίδων, κι άλλο η ριζική ανικανότητα να ελπίζει κανείς. Αλλωστε, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση της προσμονής, οι ελπίδες είναι εξαιρετικά ευέλικτες κατασκευές, καθώς η ασάφειά τους επιτρέπει ποικίλες επιμέρους πραγματώσεις τους ή και επαναπροσδιορισμό τους.
Η δυσκολία των περισσοτέρων από εμάς συνίσταται στο ότι δεν ξέρουμε να ελπίζουμε σωστά (αυτό που ο Αριστοτέλης ονόμαζε ελπίδα «επιεική» ή «αγαθήν»): συγχέουμε την ελπίδα με το ευχολόγιο (εκφυλίζοντάς την σε κενή αισιοδοξία)· τη φαντασία με τη φαντασιοπληξία (παραμορφώνοντας την εικονοπλαστική ικανότητα της ελπίδας σε σκέτη μυθοπλασία)· την επίγνωση των ορίων μας με τη δύναμη της θέλησης (ως εάν το «θέλω» να συνεπαγόταν το «μπορώ»)· τον Αλλον με τον ευεργέτη (ως εάν οι άλλοι να έπρεπε να επωμιστούν και τις δικές μας ενέργειες), κ.τ.λ. Το να ελπίζει κανείς σωστά είναι ένα κατόρθωμα.
* Ο κ. Παύλος Κόντος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Τελευταίο βιβλίο του: «Τα δύο ευ της ευτυχίας: Εισαγωγή στα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη» (ΠΕΚ, 2018).