Σουτ και ντρίμπλες πίσω από τα κάγκελα του Μαουτχάουζεν

ΚΕΒΙΝ ΣΙΜΠΣΟΝ
Το ποδόσφαιρο των μελλοθανάτων
μτφρ.: Νίκος Παπαδογιάννης
εκδ. mvpublications, σελ. 367
Το ποδόσφαιρο, λαοφιλέστερο των αθλημάτων στην Ευρώπη ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, δεν σταμάτησε να παίζεται ούτε και μέσα στην καταστροφή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το γκελ της μπάλας μπορεί να μην ακουγόταν πια –ή να ακουγόταν σπανιότερα– μέσα στα παραδοσιακά γήπεδα, ωστόσο άλλα, πολλές φορές αυτοσχέδια, πήραν τη θέση τους. Η ανάγκη των ανθρώπων για διαφυγή από τη ζοφερή πραγματικότητα αποτέλεσε το καύσιμο της ποδοσφαιρικής φλόγας, η οποία συνέχισε να υπάρχει ακόμη και μέσα στα κολαστήρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ο Αμερικανός ακαδημαϊκός Κέβιν Σίμπσον, αν και προέρχεται από χώρα όπου το άθλημα έρχεται 4ο-5ο σε δημοφιλία, καταφέρνει να καταγράψει με ζωντάνια το «ποδόσφαιρο στη σκιά της σβάστικας», όπως αναφέρει και ο υπότιτλος του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις mvpublications.
Για να μπει βέβαια ο αναγνώστης στο κλίμα, ο συγγραφέας ξεκινά την ιστόρησή του αρκετά νωρίτερα από την έναρξη του πολέμου. Η άνοδος των ναζί στην εξουσία το 1933 σηματοδότησε μυριάδες αλλαγές σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής των Γερμανών –και αργότερα των υπολοίπων Ευρωπαίων–, μεταξύ των οποίων και το ποδόσφαιρο. Ο Σίμπσον μιλάει αναλυτικά για την αναδιοργάνωση του γερμανικού ποδοσφαίρου και όλων των σπορ, προκειμένου αυτά να προβάλλουν τα άρια ιδεώδη αλλά και τη σταδιακή ενίσχυση της εθνικής ομάδας, η οποία ακολούθησε τον δρόμο των ήδη επιτυχημένων ομοϊδεατών Ιταλών. Θρυλικά ματς της εποχής περνούν μπροστά από τα μάτια μας, όπως και παίκτες-πιονέροι σαν τον Ματίας Ζίντελαρ, την «ιδιοφυΐα του Δούναβη», ο οποίος οδήγησε την αυστριακή «Wunderteam» (ομάδα θαύμα) στον θρίαμβο τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930.
Οι μεγαλύτερες ιστορίες του βιβλίου καταλαμβάνουν τα δικά τους κεφάλαια. Ενα τέτοιο είναι αυτό που περιγράφει το περίφημο «Ματς του θανάτου», μια μυθοποιημένη σήμερα αναμέτρηση ανάμεσα σε Γερμανούς σμηνίτες της Λουφτβάφε και Ουκρανούς πρώην ποδοσφαιριστές, η οποία έλαβε χώρα στο κατεχόμενο Κίεβο το 1942 και κατέληξε στην εκτέλεση των τελευταίων. Ο Σίμπσον ανασκάπτει την αλήθεια πίσω από τέτοιες ηρωικές ιστορίες, η οποία συχνά αποδεικνύεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα και ολοκληρωμένη από τον μύθο.
Λίγοι για παράδειγμα θα φαντάζονταν ότι μέσα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όπως το Μπέργκεν-Μπέλσεν ή το Μαουτχάουζεν παιζόταν ποδόσφαιρο· ή πως οι κρατούμενοι εκεί (Γερμανοί, Ρώσοι, Ισπανοί, Γιουγκοσλάβοι) έφτιαχναν τις δικές τους αυτοσχέδιες εθνικές και κοντράρονταν σε αγώνες που ενθαρρύνονταν από τους δεσμοφύλακες, μιας και βοηθούσαν να διατηρηθεί το φρόνημα και η τάξη στο στρατόπεδο. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, οι ίδιοι οι φρουροί τέθηκαν αντιμέτωποι με τους φυλακισμένους.
Η μακαβριότητα μπλέκεται με τη χαρά του παιχνιδιού στις σελίδες του Σίμπσον, υπενθυμίζοντας πως σε τέτοιες τραγικές εποχές οι περισσότερες από τις συνηθισμένες συμβάσεις παύουν να ισχύουν. Ακριβώς όπως συμβαίνει και με φαινομενικά απίθανα γεγονότα, τα οποία χάνονται στην αχλύ του χρόνου. Ποιος θυμάται άραγε πως οι Βρετανοί ποδοσφαιριστές στάθηκαν προσοχή και χαιρέτισαν ναζιστικά τους 100.000 θεατές στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου το 1938; Αλλωστε, οι σπουδαίοι μπαλαδόροι από το Νησί φιλοδώρησαν στη συνέχεια τους «άριους» οικοδεσπότες με 6 γκολ, ενώ οι Αγγλοι διπλωμάτες δήλωσαν πως οι παίκτες «εργάστηκαν σωστά για το στέμμα και την πατρίδα τους»…