Η τελευταία πράξη του Γιουκίο Μίσιμα

Η τελευταία πράξη του Γιουκίο Μίσιμα

4' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σαράντα οκτώ χρόνια συμπληρώνονται από τις 25 Νοεμβρίου του 1970, οπότε ο μεγάλος Ιάπωνας συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιουκίο Μίσιμα (Υukio Mishima) σκηνοθέτησε και έπαιξε την τελευταία πράξη του τελευταίου του έργου. Το πρωί εκείνης της ημέρας, ο συγγραφέας και δύο μέλη της ιδιωτικής πολιτοφυλακής του, εισέβαλαν στο γενικό επιτελείο στο Τόκιο, αφόπλισαν τη φρουρά, συνέλαβαν τον στρατηγό Κανετόσι Μασίτα και τον υποχρέωσαν να παρατάξει τους 800 στρατιώτες του σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Βγαίνοντας στο μπαλκόνι του γραφείου του στρατηγού, ο Μίσιμα προσπάθησε να ξεσηκώσει τους στρατιώτες να εξεγερθούν, ζητώντας τους να αποκηρύξουν το Σύνταγμα του 1947 και να επαναφέρουν τον αυτοκράτορα στην προπολεμική του δόξα.

«Θα υποστηρίξετε έναν κόσμο όπου το πνεύμα είναι νεκρό, όπου δεν υπάρχει σεβασμός παρά μόνο για τη ζωή; Σε λίγα λεπτά θα σας δείξουμε ότι μπορείτε να βρείτε μια αξία πιο μεγάλη. Δεν είναι στον φιλελευθερισμό ή στη δημοκρατία. Είναι στην Ιαπωνία…». Οι νεαροί στρατιώτες, τέκνα της μεταπολεμικής ειρήνης, τον γιουχάισαν. Ο Μίσιμα, που υπολόγιζε να μιλήσει τριάντα λεπτά, δεν μίλησε παρά μόνο επτά. Μπήκε ξανά στο κτίριο και είπε: «Νομίζω ότι δεν μ’ άκουσαν». Φορώντας την κόκκινη εορταστική στολή των Ταντεκόι –του πολύ μικρού στρατού του, με την ονομασία η «Εταιρεία της Ασπίδας»– και στο μέτωπο το «χακιμάκι», τη λευκή ταινία της περισυλλογής και της θυσίας, γύμνωσε το επάνω μέρος του σώματός του, γονάτισε στο πάτωμα, και με το «ταντό», το πιο κοντό σπαθί των σαμουράι, που του έδωσε ο υπολοχαγός του Χίσο Μορίχα, βύθισε τη λάμα στην κοιλιά του, σύμφωνα με το περίφημο παραδοσιακό-τελετουργικό σεπούκου (χαρακίρι). Ακολουθώντας το τυπικό, ο Μορίχα με το μακρύ του ξίφος τον αποκεφάλισε. Ο Μίσιμα ήταν 45 ετών.

Στη συνέχεια, ο συλλειτουργός του στην τελετή, γονάτισε κι αυτός κι έκανε με τη σειρά του χαρακίρι, όπως ακριβώς επιτάσσει η παράδοση. Λίγες στιγμές αργότερα, έπεφτε και το δικό του κεφάλι, κομμένο από το χέρι του συντρόφου του Φούρου-Κόγκα. Το δραματικό γεγονός μεταδόθηκε ζωντανά από τους πέντε μεγαλύτερους τηλεοπτικούς σταθμούς του Τόκιο. Oι συμπατριώτες του είχαν 25 χρόνια να δουν παρόμοια σκηνή. Ενα τέτοιο είδος θανάτου συνέβη, πράγματι, το 1945, μετά την άνευ όρων παράδοση, όταν στρατιωτικοί και πολίτες αντίθετοι σ’ αυτήν έβαλαν τέλος στη ζωή τους.

Αναζητώντας τις αιτίες

Υπάρχει πάντα λόγος ιδιαίτερος που οδηγεί κάποιον στην αυτοκτονία; Ισως στην περίπτωση του Μίσιμα, ο λόγος ήταν ότι τον ανέθρεψε σαν κορίτσι η γιαγιά του, η απελπισία του, όταν σε ηλικία τεσσάρων ετών μαθαίνει ότι η αγαπημένη του εικόνα –ένας καβαλάρης πάνω σε άσπρο άλογο– είναι, στην πραγματικότητα, η Ιωάννα της Λωρραίνης, τα παραμύθια που διάβαζε με τους δολοφονημένους ή καταδικασμένους σε θάνατο πρίγκιπες, τους σκοτωμένους νεαρούς που τόσο αγαπούσε, ίσως επίσης ότι η μητέρα του που τον υποχρέωσε να παντρευτεί και ν’ αποκτήσει οικογένεια.

Δεν είναι εύκολο, όπως υποστηρίζει η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ στη μελέτη της «Ο Μίσιμα και το όραμα του κενού», να καταλάβουμε τη νοοτροπία αυτού του Ασιάτη συγγραφέα, αλλά συγχρόνως «παράφρονα και μανιακού». Ο Μίσιμα ονειρευόταν να γίνει κλασικός και στην Ελλάδα βρήκε την εικόνα που αναζητούσε. Δεν αναζητούσε το κάλλος στο παρελθόν της Ιαπωνίας, αλλά σ’ εκείνο της Δύσης, ιδιαίτερα, της Ελλάδας. «Τα αρχαία χρόνια», έγραφε, «δεν υπήρχε πνευματικότητα (παράδοξη έκβαση του χριστιανισμού), υπήρχε όμως ισορροπία ανάμεσα στο σώμα και στο πνεύμα. Ηταν εξαιρετικά εύκολο για τους αρχαίους Ελληνες να χάσουν την ισορροπία τους, και η ίδια η προσπάθεια που απαιτείτο για να διατηρήσουν την ισορροπία τους βοήθησε να δημιουργήσουν το κάλλος. Η τραγωδία, στην οποία η αλαζονεία τιμωρείται, κατά κανόνα, από τους θεούς, βοήθησε τους ανθρώπους να καταλάβουν πώς να διατηρήσουν μια ισορροπία».

Αργότερα, ο Μίσιμα δήλωσε ότι η ερμηνεία του εκείνη, ενδεχομένως, να ήταν εσφαλμένη, «αλλά αυτή όμως ήταν η Ελλάδα την οποία χρειαζόμουν». Φαίνεται ότι είχε βρει στην Ελλάδα αυτό που ήρθε να ανακαλύψει: «Ενα ηθικό κριτήριο σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσα να δημιουργώ ωραίο έργο κι επίσης να κάνω όμορφο τον εαυτό μου». Η επίσκεψή του στην Ελλάδα, υποστήριζε, ότι τον θεράπευσε από «το μίσος για τον εαυτό του και την αγάπη για τη μοναξιά». Τέλος, το ταξίδι του στην Ελλάδα φαίνεται πως τον έφερε πιο κοντά στα αγάλματα του αρχαίου ελληνικού κόσμου, και επηρέασε πολύ περισσότερο τις ιδέες του για το σώμα. Ετσι, άρχισε αμέσως μετά, μια αυστηρή αγωγή του μπόντι μπίλντινγκ. Για τον Μίσιμα το σώμα δείχνει: αυτό που είναι κάποιος. Ενα αδύναμο χαλαρό σώμα δεν μπορεί να βοηθήσει γιατί περιέχει ένα πνεύμα που του ταιριάζει. Πίστευε, αντιθέτως, ότι ένα σώμα με «ογκώδεις μυς, σφιχτό στομάχι και σκληρό δέρμα θα αντιστοιχούσε σε ένα ατρόμητο αγωνιστικό πνεύμα».

Η αλήθεια είναι ότι το πάθος του Μίσιμα για τη φυσική δύναμη δεν έχει όμοιό του στη δυτική λογοτεχνία, και γι’ αυτό, ίσως, να γίνεται δύσκολα κατανοητή από τους Δυτικούς η πλευρά αυτή του χαρακτήρα του. Από μικρή ηλικία η βία, το σεξ κι ο θάνατος ήταν έμμονες ιδέες που τον κρατούσαν δέσμιο. Οι τρεις αυτές έννοιες πρυτάνευσαν αργότερα, στο έργο του, και στο πλαίσιο αυτό κινήθηκε όλη η ζωή του.

Ο Μίσιμα αγάπησε πάντα το θέατρο και η κάθοδός του στο επιτελείο του στρατού ήταν περισσότερο μια σκηνοθεσία παρά πραξικόπημα. Μια σκηνοθεσία και μάλιστα στο δικό του στυλ. Την είχε τόσο καλά ρυθμίσει ώστε μεταδιδόταν, μέσω τηλεοράσεως, από την αρχή, μέχρι το φονικό σεπούκου. Ηταν σίγουρος για το τηλεοπτικό ρεπορτάζ της τελευταίας πράξης του. «Παθιασμένος ηθοποιός, ήθελε πάντα να έχει τον πρώτο ρόλο, και το πέτυχε μέχρι το τέλος», έγραψε ο ιαπωνικός Τύπος την επομένη.

Βλέποντας τον ήλιο να κατεβαίνει γρήγορα προς τη δύση του, την αυγή της 25ης Νοεμβρίου του 1970, έγραψε βιαστικά σε ένα κομμάτι χαρτί: «Η ανθρώπινη ζωή είναι σύντομη, αλλά εγώ θα ήθελα να ζήσω πάντα». Ετσι, άνοιξε το κορμί του, σε κοινή θέα, στην παράσταση του χάους, αρχίζοντας την τελετή, ακριβώς όπως κάνουν στο θέατρο, με τα τρία τελετουργικά κτυπήματα: sep-pu-ku. Με τον τρόπο αυτό, έγραψε το ωραιότερο ποίημα της ζωής του: εκείνο που πάντοτε ήθελε.

* Ο κ. Γ. Σουλιώτης είναι συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής. Εχει επιμεληθεί την «Παγκόσμια Ανθολογία Αυτοκτόνων Ποιητών, (6ος π.Χ. αι. – 2014 μ.Χ.)», εκδ. Αρμός, 2017 και τα «Ποιήματα του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι», εκδ. Κάπα, 2018.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή