Βγήκα δακρυσμένη από την προβολή του πρώτου μέρους του «Nymphomaniac» του Λαρς φον Τρίερ κι έπεσα πάνω σε μία φίλη μου. «Δεν μου είπε τίποτα. Ψυχρό και ανιαρό. Ούτε καν προκλητικό», μου είπε, αφήνοντάς με εμβρόντητη. Στη συνέχεια, ρωτώντας και άλλους γνωστούς μου, σινεφίλ και μη, διαπίστωσα ότι οι γνώμες για την ταινία αλλά και τον ίδιο τον Φον Τρίερ, ιδρυτή του αβάν γκαρντ κινηματογραφικού κινήματος dogme 95 (Δόγμα 95), όχι απλώς διίστανται, αλλά προκαλούν άσβεστα μίση και πάθη.
Πώς είναι δυνατόν η ίδια ταινία που συγκλονίζει ένα θεατή, να αφήνει παγερά αδιάφορο έναν άλλο; Aλλοι να θεωρούν ότι είδαν ένα μεγαλειώδες αριστούργημα, ύμνο στη μοναξιά και την απώλεια και άλλοι μια ανιαρή τσόντα; Πώς τα καταφέρνει ο σατανικός Δανός σκηνοθέτης να διχάζει σε τέτοιο βαθμό το κοινό του; Αλλοι να τον λατρεύουν με θρησκευτική ευλάβεια και άλλοι να τον σιχαίνονται επειδή τους καταστρέφει κάθε έννοια κινηματογραφικής απόλαυσης;
Ορισμένοι να τον θεωρούν μισογύνη και μισάνθρωπο και άλλοι μάστορα του μελοδράματος, αλλά και αμετανόητο βέβηλο πλακατζή ταυτόχρονα;
«Μισώ τον Λαρς γιατί λατρεύει τα κόμπλεξ και τις φοβίες»
«Λέω να μαζευτούμε όσοι ΔΕΝ θέλουμε να πάμε να δούμε Φον Τρίερ σε ένα σπίτι να κάνουμε ένα πάρτι», πρότεινε πρόσφατα στο Facebook μία κοπέλα. H ανταπόκριση ήταν μεγάλη. «Ελεος, όχι άλλο Τρίερ», αναφώνησε κάποιος, «Θέλω τόσο πολύ να ΜΗΝ το δω», ένας άλλος, «Μην ανησυχείτε, θα βρούμε μεγάλο σπίτι», τους καθησύχασε η επίδοξη οικοδέσποινα. Η Ειρήνη Αποστολάκη, καθηγήτρια Αγγλικών, ήταν μία από τις πρώτες που προσφέρθηκαν στην αντι-dogme 95 γιορτή. Τη ρωτάω γιατί. «Μισώ τον Λαρς επειδή μισεί τις γυναίκες. Επειδή τις παρουσιάζει μισοάρρωστες, μισότρελες ή ημικαθυστερημένες. Μισώ τον Λαρς γιατί μισεί την ευτυχία. Λατρεύει τα κόμπλεξ και τις φοβίες. Μισώ τον Λαρς γιατί είναι μαμάκιας. Γιατί έχει ωραία αισθητική, που δεν ξέρει τι να την κάνει. Μισώ τον Λαρς γιατί είναι δυσοίωνος. Είναι σαν μια γρουσούζα γειτόνισσα με πολύ καλόγουστο σπίτι. Από αυτές που σε κερνάνε το ωραιότερο γλυκό, αλλά σου στέκεται στον λαιμό», εξηγεί, χωρίς να έχει δει το «Nymphomaniac». Ούτε πρόκειται. Μάλλον.
Λόγω τίτλου
Kαι ο συγγραφέας Αρης Σφακιανάκης, όμως, που είδε την ταινία, δεν είναι περισσότερο επιεικής. Αν και είχε σταματήσει από καιρό να βλέπει ταινίες του Φον Τρίερ, αποφάσισε να κάνει μία εξαίρεση. «Πες ο γαργαλιστικός τίτλος του, πες μια εξαδέλφη νυμφομανής που ήθελε να τη συνοδεύσω ώς εκεί, με οδήγησαν ένα κρύο βράδυ Κυριακής σε μια σκοτεινή αίθουσα των Αμπελοκήπων», μοιάζει να απολογείται. «Νόμιζα πως θα έβλεπα τουλάχιστον τα “Σόδομα και Γόμορρα” ή έστω τις “Εντεκα χιλιάδες βέργες”, του Απολινέρ, και βρέθηκα να ατενίζω στην οθόνη μια δαρμένη σαραντάρα να αφηγείται τις –τάχα– σεξουαλικές της περιπέτειες σ’ έναν θλιβερό εβδομηντάρη, που την ανέσυρε από τα βρώμικα ρείθρα μέχρι τη ζέστη του εργένικου σπιτιού του», λέει με έκδηλη απέχθεια. «Τα φιλοσοφικά κλισέ που πάνε να νεκραναστήσουν τον Μαρκήσιο ντε Σαντ, η αμήχανη κινηματογραφική γραφή που διακόπτεται συχνά-πυκνά από τον ενεστώτα χρόνο, η ανορεξική ηρωίδα που βάζει και βγάζει μέσ’ απ’ τα θρυπτά σκέλια της μόρια αρσενικά σαν να ρουφάει σαλιγκάρια σε γαλλικό μπιστρό, αδυνατούν να πνίξουν την ανία του θεατή, που νιώθει όπως η ωραία χασμωμένη σε ντιβάνι που έχει χαλάσει ο σομιές», είναι η αμείλικτη κριτική του.
Ούτε ο εικαστικός Σταύρος Χρήστος Βλαχάκης αισθάνεται ότι είδε μια ερεθιστική ταινία για τη νυμφομανία. «Εύχομαι στο μέλλον να γυριστεί ένα φιλμ με το όνομα “Nymphomaniac” που θα έχει σαν αντικείμενό του τη νυμφομανία. Αυτό εδώ είναι μια πρόφαση, όπως και όλες του οι ταινίες, για να μιλήσει για την ενοχή (με τον μισογυνισμό σε κυρίαρχο ρόλο)», πιστεύει. «Ο Τρίερ λειτουργεί σαν ένα σύμβολο για την υποκριτική πλευρά της αθεϊστικής Ευρώπης, η οποία είναι χωμένη βαθιά μέσα στη χριστιανική ηθική έχοντας καταστρέψει τους μηχανισμούς της λύτρωσής της. Μάλλον αυτός είναι ο λόγος που ο σύγχρονος “Ευρωπαϊκός Κιν/φος Τέχνης” τον χρειάζεται ακόμη», είναι η απαξιωτική του στάση για το τρομερό παιδί του δανικού κινηματογράφου.
«Είναι μια μεγαλειώδης ταινία»
Η συνάδελφος Βάλια Δημητρακοπούλου, η οποία ζει στο Παρίσι, είναι η μοναδική που έχει δει και το δεύτερο μέρος, το οποίο βγαίνει στην Ελλάδα την προσεχή Πέμπτη. Δικαιωματικά της ανήκει ο τίτλος της ηγέτιδος της «αίρεσης Λαρς»: «To “Nymphomaniac” είναι μια μεγαλειώδης ταινία, η οποία δυστυχώς με άφησε ξάγρυπνη όλο το χθεσινό βράδυ. Μία μέρα πριν, όταν είδα το πρώτο μέρος, δεν ένιωσα τόση θλίψη. Ισως να φταίει ότι το νεανικό κορμί της πρωταγωνίστριας απολαμβάνει ακόμη τις περιπέτειές του, ίσως να φταίει ότι είναι απλώς νεανικό. Το δεύτερο μέρος, όμως, μπορεί εύκολα να σε βυθίσει σε κατάθλιψη. Οχι λόγω της υπερβολής του, αλλά της αλήθειας του. Οπως συνειδητοποιεί πολύ γρήγορα η ηρωίδα, με όσους άντρες κι αν βρεθεί, δεν θα καταπολεμήσει ποτέ τη μοναξιά της. Και αυτό είναι, αναλογικά, ένα συναίσθημα που μου είναι οικείο. Που είναι σε όλους μας οικείο. Οχι σ’ ένα σεξουαλικό επίπεδο απαραίτητα, αλλά στο ανθρώπινο. Πολλοί μιλούν για την ψύχωση του Τρίερ με το σεξ, για τον μισογυνισμό του – και μάλλον έχουν δίκιο. Αλλά εγώ δεν βλέπω να έχει φύλο η ταινία. “Η μόνη ανθρώπινη αξία είναι η υποκρισία”, σαν να απαντάει ο Τρίερ στους κριτές του. Δυστυχώς, γι’ άλλη μια φορά ο Τρίερ ανοίγει το βιβλίο της ανθρώπινης συμπεριφοράς και μας καταπίνει όλους», λέει.
Ποιητικό δράμα
Κατά τη γνώμη της, «θα ήταν πολύ απλό το ζήτημα αν το “Nymphomaniac” ήταν μια ταινία για το σεξ. Αλλά όσο ωραίοι κι αν είναι οι πρωταγωνιστές, το θέαμα σπάνια καταφέρνει να μας ερεθίσει. Η ταινία είναι, με τον τρόπο της, ένα ποιητικό δράμα, μια προσπάθεια ενός ανθρώπου να εξεγερθεί κόντρα στη φύση του». Η φράση που αποτυπώθηκε στο μυαλό της Βάλιας είναι η αποστροφή της πρωταγωνίστριας: «Ισως η μόνη μου αμαρτία, είναι ότι απαιτούσα πάντοτε περισσότερα από το ηλιοβασίλεμα».
Ο δικηγόρος Γιάννης Κουτσούκος συμφωνεί ότι είναι «ένα μεγάλο έργο που ανανεώνει τις εμμονές του Δανού», παρόλο που για να εκφέρει την τελική του άποψη θα ήθελε να δει και το δεύτερο μέρος, αν όχι την uncut εκδοχή. «Ακολουθώντας τον Μπέργκμαν, ο σκηνοθέτης οδηγεί το γκρο πλαν στις εσχατιές του. Αν αυτό χρησιμοποιείται συνήθως για να εκφράσει ένα συναίσθημα, την αγάπη, την επιθυμία, την οργή, εφαρμοζόμενο συνεπώς, οδηγεί στην ανάδειξη του φόβου του μηδενός. Αυτή η αδυσώπητη ειλικρίνεια είναι όχι μισάνθρωπη, αλλά η μόνη έντιμη στην αντιμετώπιση της σεξουαλικότητας και αντάξια του Ντε Σαντ, στον οποίο αποτίνει φόρο τιμής ο ρόλος του Στέλαν Σκάρσγκαρντ. Αυτή η ριζικά μη πορνογραφική ματιά ενισχύεται από το εγκεφαλικό σινεμά του Δανού. Η σωματική έκφραση της πρωταγωνίστριας είναι προϊόν της κοινωνικά συγκροτούμενης διάνοιάς της: της οικογενειακής της ιστορίας, της σεξουαλικής δραστηριότητας ως εξουσιαστικής άσκησης ηδονής και πόνου προς τον εαυτό της ή τον άλλο, της μοναδικότητας της «φωνής» του κάθε παρτενέρ, των τύψεών της», είναι η ερμηνεία του Γιάννη.
«Ολα αυτά κινηματογραφούνται εξωτερικά από τον εντομολόγο Τρίερ, που δεν λησμονεί και τη ζωώδη πτυχή του ανθρώπου. Μόνη εξαίρεση η πρώτη σκηνή, όπου το καδράρισμα τρέμει και το τελευταίο, κατάμαυρο πλάνο: εκεί ακούγεται το “Führe mich” των Rammstein και υιοθετείται η οπτική της πρωταγωνίστριας», καταλήγει.
Νέα πρόταση
Ο Παναγιώτης Βλάχος, νομικός και πολιτικός επιστήμονας, θέλει να γράψει μια ωδή στο Φον Τρίερ. Με δυσκολία καταφέρνει να περιοριστεί σε λίγες μόνο λέξεις, για να περιγράψει τον ενθουσιασμό του για το «Νymphomaniac». «Πόσοι μπορούν να κάνουν σινεμά όπως ο Τρίερ σήμερα;» αναρωτιέται. «Ακόμη και αυτοί που είδαν φως και μπήκαν ως εν δυνάμει ηδονοβλεψίες ενός στυλιζαρισμένου celebrity πορνό, δικαιολογημένα θύματα ενός σατανικού marketing, δύσκολα θα αρνηθούν ότι η ταινία ενοχλεί, τέμνει, προσθέτει, πληθωρίζει δημιουργικά το σύγχρονο σινεμά: είναι το ανεπιθύμητο “χαλίκι στο παπούτσι τους”, κατά τη ρήση του Δανού σκηνοθέτη», απαντά μόνος του. «Το “Nymphomaniac” (έστω και κατά το πρώτο του μέρος) είναι ένα ολοκληρωμένο έργο και σε αρκετά του σημεία, μια νέα αισθητική και εγκεφαλική πρόταση. Λειτουργεί σαν ένα σφουγγάρι που απορροφά το σκοτάδι, την ανηδονία και την αλύτρωτη εκτόνωση που ρέουν μαζί με τη βροχή και τα σωματικά υγρά των πρωταγωνιστών επί δυόμισι ώρες».
Απορρίπτει εντελώς την κατηγορία της πορνογραφίας αλλά και του μισογυνισμού, που συχνά εκτοξεύεται κατά του Φον Τρίερ: «Το “Nymphomaniac” χρησιμοποιεί το σεξ για να γίνει αντισεξουαλικό. Είναι αυτιστικό και μεταμοντέρνο, βαθιά έμφυλο, γεμάτο συμβολισμούς, ένα χειρουργικό νυστέρι, πιστό στη θεατρική και λογοτεχνική (άρα και κινηματογραφική) παράδοση του σκανδιναβικού ευρωπαϊκού Βορρά που κατεδαφίζει τα τείχη μεταξύ φεμινισμού και μισογυνισμού». Αποψή του είναι πως οι «κορυφαίες αισθητικά στιγμές είναι το split screen των τριών σημαντικότερων εραστών της ηρωίδας, η στιγμή του θανάτου του πατέρα της στο νοσοκομείο και φυσικά το 15λεπτο κρεσέντο της Ούμα Θέρμαν, απευθείας παραπομπή στο Δόγμα 95». «Με ή χωρίς sequel, είναι μια ταινία που αξίζει να δει κανείς πάνω από μία φορά», λέει ο Παναγιώτης.