Μουσική, σκοτάδι, φως…

4' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε μια σκηνή του «The Road to God Knows Where», ένας νεαρός Νικ Κέιβ τραγουδά με τη βαθιά, καθόλου νεανική φωνή του το «Knocking on Joe», όταν ξαφνικά τα φώτα της σκηνής αλλάζουν και οι μουσικοί εξαφανίζονται. Για μερικά ατέλειωτα δευτερόλεπτα, η κάμερα καταγράφει μόνο τη μουσική, το απόλυτο σκοτάδι, ώσπου ξαφνικά αρχίζουν να διακρίνονται το μικρόφωνο και τα χέρια του τραγουδιστή, ύστερα το πρόσωπό του σ’ ένα σαγηνευτικό παιχνίδι φωτός και σκιάς.

«Είναι αδύνατον να σχεδιάσεις κάτι τέτοιο, είναι αδύνατον ακόμα και να το ονειρευτείς. Αυτή είναι η μαγεία του σινεμά», μου εξομολογείται ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης Uli Schuppel. Με τα λαμπερά μάτια, το αβίαστο χαμόγελο και το χαρακτηριστικό καπέλο, που κρατά μόνο υπό μερικό έλεγχο τα μακριά καστανά μαλλιά του, μοιάζει σαν να δραπέτευσε μόλις από το ποιητικό ντοκιμαντέρ με το οποίο αποφοίτησε από τη Γερμανική Ακαδημία Κινηματογράφου σχεδόν 30 χρόνια νωρίτερα. Κι όμως, το φιλμ, που πλέον περιβάλλεται από μια μυθική αύρα και συνεχίζει να γοητεύει το κοινό (την ερχόμενη Τετάρτη θα προβληθεί στο Ινστιτούτο Γκαίτε, λίγες εβδομάδες μετά την παρουσίασή του στο Κάσελ, στο πλαίσιο της documenta 14), αρχικά απογοήτευσε τους θαυμαστές του Κέιβ.

Προ YouTube

«Βρισκόμασταν στην εποχή πριν από το YouTube και ήταν ακόμα εύκολο να έχεις στο μυαλό σου μια εξιδανικευμένη εικόνα του ειδώλου σου, όμως το φιλμ έδειχνε έναν πραγματικό άνθρωπο με καπέλο του μπέιζμπολ, όχι τον πρίγκιπα του σκότους που όλοι φαντάζονταν», εξηγεί ο σκηνοθέτης, ο οποίος ήρθε στην Αθήνα για να συμμετάσχει στην κριτική επιτροπή των «Νυχτών Πρεμιέρας». «Στο πέρασμα του χρόνου, ο κόσμος άρχισε να κατανοεί ότι στόχος μου ήταν ακριβώς η απομυθοποίηση». Και πράγματι, το ντοκιμαντέρ δεν εκτυλίσσεται σε κατάμεστες συναυλιακές αίθουσες αλλά κυρίως σε λεωφορεία και δωμάτια ξενοδοχείων, δίνοντας την εντύπωση πως τα μέλη των Βad Seeds είναι οι ηθοποιοί μιας πολύ προσωπικής παράστασης. «Δεν ήθελα να καταγράψω live εμφανίσεις. Θεωρώ ότι πρέπει να είσαι εκεί, γιατί η μουσική είναι από μόνη της μια μορφή τέχνης, πρέπει να τη νιώθεις». Εξίσου απαρατήρητοι περνούν οι σταθμοί της περιοδείας και η Βόρεια Αμερική των τελών της δεκαετίας του ’80: «Φοβόμουν τα έντονα χρώματα της Αμερικής, έτσι το ασπρόμαυρο ήταν ξεκάθαρη επιλογή. Δεν ήθελα να δείξω την Αμερική, ήθελα να εστιάσω στο τι συμβαίνει ανάμεσα στα πέντε μέλη της μπάντας». Ηταν, άλλωστε, ένα δύσκολο διάστημα για τους μουσικούς, που είχαν μόλις «καθαρίσει» από τα ναρκωτικά και έπρεπε να παραμείνουν νηφάλιοι στη διάρκεια της περιοδείας.

Θα πρέπει να σας εμπιστεύονταν πολύ, του λέω. Μου απαντά ότι όλοι όσοι πέρασαν τη νιότη τους ως μέλη της καλλιτεχνικής κοινότητας του Δυτικού Βερολίνου ήταν σαν οικογένεια. «Δεν ήταν πολλά τα χρόνια που τους γνώριζα, ήταν όμως εκπληκτικά έντονα. Ζούσαμε όλοι μαζί, μια κλειστή κοινότητα μουσικών, ζωγράφων, κινηματογραφιστών. Εχω την αίσθηση ότι δουλεύαμε ασταμάτητα, μέναμε ξύπνιοι για τέσσερις πέντε μέρες συνεχόμενα». Σε αυτό το περιβάλλον, ο Schuppel, που ονειρευόταν να γίνει μουσικός αλλά ανακάλυψε πως είχε μεγαλύτερη κλίση στο σινεμά, περνούσε τον χρόνο του στο στούντιο όπου ηχογραφούσαν τους δίσκους τους οι Bad Seeds και οι Einstürzende Neubauten. Την εποχή εκείνη ανακάλυψε πως η μουσική αποτελούσε την κύρια πηγή έμπνευσης για τις ταινίες του και έκτοτε δεν ξεκινά να γυρίσει ένα φιλμ αν δεν έχει πρώτα κατασταλάξει στη μουσική που θα «ντύνει» τη δράση. «Ανατρέχοντας σ’ εκείνα τα χρόνια, πιο πολύ θυμάμαι το κρύο, το γκρίζο των κτιρίων, τη μυρωδιά από το κάρβουνο που έκαιγαν για θέρμανση. Πρέπει να υπήρξαν και καλοκαίρια, αλλά δεν έχω καμία ανάμνηση. Σίγουρα δεν ήταν μια περίοδος αισιοδοξίας, και αυτό δεν άλλαξε πολύ ούτε μετά την πτώση του Τείχους», υποστηρίζει, χωρίς να κρύβει μια δόση νοσταλγίας για το Βερολίνο της νιότης του.

«Η πόλη διέφερε από την υπόλοιπη Γερμανία γιατί, μεταξύ άλλων, εκεί συγκεντρώνονταν όσοι ήθελαν να αποφύγουν τον στρατό. Σήμερα είναι μια συνηθισμένη μεγαλούπολη. Πριν από λίγα χρόνια, ο μισός δρόμος όπου βρίσκεται το σπίτι μου αγοράστηκε από Ελληνες επενδυτές. Στην Ελλάδα παραπονιούνται για τους Γερμανούς, κι εκεί, εν μέσω οικονομικής κρίσης, εμφανίστηκε όλο αυτό το ελληνικό χρήμα», αστειεύεται. «Νομίζω ότι η Αθήνα θυμίζει περισσότερο το Βερολίνο των παλιών ημερών. Ενα μέρος όπου συμβαίνουν πράγματα, όπου υπάρχουν ανοικτοί χώροι για τους καλλιτέχνες. Γι’ αυτό συμφωνούσα με την επιλογή της πόλης ως τόπο διεξαγωγής της documenta. Φυσικά, η Αθήνα χρειάζεται χρήματα, αλλά αν έρθουν οι καλλιτέχνες, σε μία, δύο δεκαετίες δεν θα διαφέρει πολύ από τις άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις», συνεχίζει, προσθέτοντας ότι εξετάζει το ενδεχόμενο να μετακομίσει εδώ.

Οι γερμανικές εκλογές

Οσο για τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών, ο Uli Schuppel δεν κρύβει τη θλίψη του. «Η Ακροδεξιά ήταν πάντα εκεί, όμως τους έλειπε ο σκοπός. Σήμερα, έπειτα από μισό εκατομμύριο μετανάστες, θεωρούν ότι τον βρήκαν. Σε μια κοινωνία όπως η γερμανική, με την ιστορία της, το σοκ είναι μεγάλο, ειδικά για τη γενιά μου που πάσχιζε να χτίσει μια διαφορετική Γερμανία μετά τον πόλεμο. Ακόμη κι έτσι ωστόσο, δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε τη μάχη».

​​Το «The Road to God Knows Where» προβάλλεται την Τετάρτη στις 8.30 μ.μ. στο Goethe-Institut Athen με ελεύθερη είσοδο, παρουσία του σκηνοθέτη. O Nικ Κέιβ και οι Bad Seeds θα εμφανιστούν στο γήπεδο Tae Kwon Do στις 16/11.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή