Γεράσιμος Χοϊδάς: Ο Μπαχ στην εποχή του ήταν ένας ροκ σταρ

Γεράσιμος Χοϊδάς: Ο Μπαχ στην εποχή του ήταν ένας ροκ σταρ

3' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι θεατές της συναυλίας που κατέκλυσαν τη Γερμανική Εκκλησία στην οδό Σίνα 66 πριν από 14 χρόνια θυμούνται ακόμη εκείνη τη βραδιά. Κάποιοι δεν κατάφεραν καν να μπουν στο εσωτερικό του, σε ρυθμό Bauhaus, ναού για να ακούσουν τον τσεμπαλίστα Γεράσιμο Χοϊδά και τον Βέλγο οργανίστα Γιόρις Λεζέν που παρουσίαζαν την «Τέχνη της Φούγκας» του Μπαχ. Σήμερα, οι δύο καλλιτέχνες, επανέρχονται στον ίδιο χώρο με το ίδιο έργο.

Τι κάνει τόσο ξεχωριστή αυτή τη συναυλία; «Οτι παρουσιάζεται ένα από τα μνημειώδη έργα του κλασικού ρεπερτορίου», απαντά ο Γεράσιμος Χοϊδάς. «Δεκατέσσερις φούγκες και τέσσερις κανόνες απαρτίζουν το έργο, με αφορμή τον αριθμό δεκατέσσερα, αγαπημένο του Μπαχ. Είναι το άθροισμα των γραμμάτων του ονόματός του, και δεν έχανε ευκαιρία να χρησιμοποιεί τον αριθμό αυτό ως ορόσημο στα έργα του. Ουσιαστικά με αυτό το έργο εξαντλεί το είδος της φούγκας, επιδεικνύοντας την τέχνη του σ’ αυτό το μουσικό είδος. Πρόκειται για ένα έργο πολύ δύσκολο στην εκτέλεσή του. Επιπλέον, συνδέεται με διάφορους θρύλους. Λένε ότι ο Μπαχ, την τελευταία φούγκα, αρ. 14, που έχει τη μουσική του υπογραφή: B-A-C-H, που είναι οι 4 νότες σι ύφεση, λα, ντο, σι, την άφησε ημιτελή. Λέγεται ακόμη ότι την έγραφε στο κρεβάτι του θανάτου. Είναι ένα φορτισμένο συγκινησιακά έργο».

Οργανα εποχής

«Η τέχνη της Φούγκας» παρουσιάζεται με όργανα εποχής. Με το μοναδικό νεομπαρόκ εκκλησιαστικό όργανο στην Αθήνα που διαθέτει η Γερμανική Εκκλησία καθώς και με δύο τσέμπαλα. Μάλιστα, το γαλλοφλαμανδικό τσέμπαλο κατασκευής Αντρέα Ρεστέλι, που ανήκει στον Γεράσιμο Χοϊδά, θα ακουστεί για πρώτη φορά στην Αθήνα. «Συνήθως ακούμε την “Τέχνη της Φούγκας” από πιανίστες. O Μπαχ δεν είχε προσδιορίσει για ποια μουσικά όργανα γράφτηκε. Εμείς θα την παρουσιάσουμε με τα όργανα της εποχής του. Αλλωστε, ο Μπαχ ήταν οργανίστας».

Κι όλα αυτά μέσα σε μια εκκλησία, κάτι που συνηθίζεται στις εκκλησίες του εξωτερικού. Γιατί όχι στην Ελλάδα; «Το να παίζουμε μουσική στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και των Διαμαρτυρόμενων είναι παράδοση. Μην ξεχνάμε ότι και ο Μπαχ ήταν κάντορας στον Aγιο Θωμά της Λειψίας. Εμείς έχουμε τα βυζαντινά τα οποία δεν συνοδεύονται από μουσικά όργανα κι αυτός νομίζω ότι είναι ο λόγος που δεν έχουμε τη συνήθεια να παίζουμε μουσικά όργανα στις εκκλησίες».

Γιατί στράφηκε στο τσέμπαλο; «Ηθελα να παίζω το μπαρόκ ρεπερτόριο στο όργανο για το οποίο γράφτηκε». Σε ένα οικογενειακό ταξίδι στη Γερμανία το 1981 είδε στο Τεχνικό Μουσείο του Μονάχου ένα σπινέτο. «Ημουν εννιά χρόνων, εντυπωσιάστηκα και ζήτησα να παίξω. Με εντυπωσίασε ότι τα πλήκτρα ήταν μαύρα αντί για άσπρα. Οι γονείς μου παρακάλεσαν τον φύλακα και εκείνος από θαύμα με άφησε». Στο πατρικό του έως τότε δεν υπήρχε πιάνο. «Oμως, όταν έβρισκα στα σπίτια οικογενειακών φίλων πήγαινα και ταλαιπωρούσα τα πλήκτρα. Μου πήραν αρχικά ένα αρμόνιο και στα έξι μου ξεκίνησα μαθήματα».

Χέβι μέταλ

Στο σπίτι του Γεράσιμου Χοϊδά δεν άκουγαν ούτε ελαφρά μουσική ούτε λαϊκή. «Μόνο κλασική, Φαραντούρη, αντάρτικα και Αbba. Του προγράμματος δεν ήμουν ποτέ, βρίσκω τον τρόπο και τα προλαβαίνω όλα μέσα από ελιγμούς. Ο χώρος της κλασικής χρειάζεται πειθαρχία, όμως η πνευματική εργασία δεν έχει πρόγραμμα». Σπούδαζε κλασική αλλά χάρηκε την εφηβεία ακούγοντας χέβι μέταλ.

«Εχει ομοιότητες με την κλασική μουσική, όσον αφορά τις επιρροές και τον ήχο. Στη μουσική πολλών συγκροτημάτων του είδους υπήρχε και το τσέμπαλο». Αγαπημένοι ήταν οι Judas Priest και ο Οζι Oσμπορν που τους ακούει ακόμη. «Αλλωστε, η μπαρόκ μουσική και οι σπουδαίοι εκφραστές της όπως ο Βιβάλντι ή ο Μπαχ, στην εποχή τους ήταν κάτι αντίστοιχο με τους σημερινούς ροκ σταρ, γιατί η μουσική τους έχει ενέργεια, αυτό που λέμε power music. Αν ακούσουμε προσεκτικά τις “Τέσσερις εποχές” σε κάποια σημεία τους θυμίζουν χέβι μέταλ».

Ο γνωστός τσεμπαλίστας διδάσκει σε ωδεία πιάνο και μουσική δωματίου, αλλά αναλαμβάνει και τη μουσική προετοιμασία λυρικών τραγουδιστών. Η κρίση δυσκόλεψε τον χώρο του. «Και πριν ήταν δύσκολα στην Ελλάδα, διότι το κοινό ήταν μικρό, αλλά τουλάχιστον υπήρχε άνεση. Τώρα όλα μοιάζουν με πάλη, για να στήσεις μια συναυλία σου βγαίνει η ψυχή». Τότε γιατί επέστρεψε μόνιμα το 2005 στην Ελλάδα; «Ημουν ανυποψίαστος για το τι θα ακολουθούσε, αλλιώς δεν θα γύριζα». Τώρα στα 46 με οικογενειακές υποχρεώσεις, «μια 12χρονη κόρη και τους γονείς μου που μεγάλωσαν, δεν μπορώ να φύγω».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή