Δύο φωνές για μία Λουτσία

3' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Συναντήσαμε τη Βασιλική Καραγιάννη και τη Χριστίνα Πουλίτση, τις δύο υψιφώνους που πρόκειται να ερμηνεύσουν σε λίγες ημέρες τον απαιτητικότατο ρόλο της Λουτσία ντι Λαμμερμούρ στην ομώνυμη όπερα, όσο ακόμη βρίσκονταν στις πρόβες. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που θα αντιμετωπίσουν την πρόκληση της συγκεκριμένης παραγωγής –ερμηνευτικά και υποκριτικά– αλλά σε αυτό το νέο ανέβασμα τη μουσική διεύθυνση έχει ο Πιερ Ντιμουσό.

Ηρθαν για τη φωτογράφιση ντυμένες με βραδινά φορέματα, καθώς η εικόνα της λυρικής τραγουδίστριας, παρότι έχει ανανεωθεί και έχει εκσυγχρονιστεί, σπανίως στερείται τη λάμψη μιας ντίβας. Ωστόσο, παρότι ο καλλιτεχνικός χώρος όπου κινούνται είναι πολύ ανταγωνιστικός, δεν αρνήθηκαν την κοινή συνέντευξη. Και υπήρξε ιδιαίτερα ενδιαφέρον να τις ακούει κανείς να μιλούν για τη δουλειά τους «σε μια πολύ απαιτητική σκηνοθεσία», όπως τη χαρακτήρισαν και οι δύο, «έναν πραγματικό πρωταθλητισμό». Είναι σαν να ανοίγει μια κρυφή πόρτα και να βρισκόμαστε στη σκηνή. Πόσο μάλλον όταν οι δύο σοπράνο ενσαρκώνουν μία από τις πιο πολυσυζητημένες Λουτσίες των τελευταίων χρόνων.

Για αυτή την παραγωγή της «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ» του Γκαετάνο Ντονιτσέτι γράφτηκαν διθύραμβοι. Οι κριτικοί την ονόμασαν αριστουργηματική, ριζοσπαστική, συγκλονιστικά ρεαλιστική. Υπήρξαν όμως και πολλές αντιρρήσεις. Χαρακτηρίστηκε ασύμβατη με το πνεύμα της όπερας, βέβηλη προς το αριστούργημα του ρομαντικού μπελ κάντο, που βασίζεται σε ένα από τα δημοφιλέστερα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, τη «Νύφη των Λάμμερμουρ» του σερ Ουόλτερ Σκοτ. Οποια θέση κι αν πάρει κανείς, το σίγουρο είναι ότι η παράσταση δεν περνάει απαρατήρητη. Η «Λουτσία» αποτέλεσε την πρώτη συνεργασία της σπουδαίας σκηνοθέτριας Κέιτι Μίτσελ με τη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου και μάλιστα σε συμπαραγωγή με την Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ).

Η πρεμιέρα δόθηκε στο Κόβεντ Γκάρντεν την άνοιξη του 2016, ενώ μερικούς μήνες αργότερα η παραγωγή επαναλήφθηκε στο Λονδίνο και πάλι με τεράστια επιτυχία. Στην Αθήνα, έκανε πρεμιέρα ακριβώς πριν από έναν χρόνο σημειώνοντας εισπρακτικό θρίαμβο. Ηδη από την προαναγγελία του φετινού ανεβάσματος, η ζήτηση ήταν υψηλή. Είναι άραγε η αγάπη για αυτό το μουσικό είδος ή το ενδιαφέρον του κοινού να παρακολουθήσει ένα πρωτοποριακό θέαμα βασικό συστατικό της επιτυχίας; Και πώς αισθάνονται οι δύο τραγουδίστριες διαπιστώνοντας ότι πλέον, παγκοσμίως, το κέντρο βάρους μιας οπερατικής παραγωγής έχει μετατοπιστεί καλλιτεχνικά από τον μαέστρο και τους ερμηνευτές στον σκηνοθέτη;

«Συμφωνώ απολύτως με την τάση του να περνούν οι σκηνοθέτες της πρόζας στην όπερα», λέει η Βασιλική Καραγιάννη. «Αρκεί να τηρείται μια βασική προϋπόθεση: ο σεβασμός και η γνώση του αντικειμένου. Να ξέρουν δηλαδή οι σκηνοθέτες μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένας λυρικός τραγουδιστής και πώς θα τον “εκμεταλλευτούν” ερμηνευτικά. Αν αυτά συμβαίνουν, τότε μπορούν να γίνουν αριστουργήματα».

«Γνωρίζουμε πλέον καλά ότι δεν μπορεί ένας τραγουδιστής να βασίζεται αποκλειστικά στη φωνή του, κι αυτό το γνωρίζω από τις σπουδές μου. Πρέπει να διαθέτει επίσης γερή υποκριτική βάση, επειδή οι σκηνοθέτες έχουν αυξημένες απαιτήσεις. Συμφωνώ σε μεγάλο βαθμό με αυτό. Η χρήση του ρεαλισμού μπορεί να προσθέσει ενδιαφέρον στην όπερα», σχολιάζει η Χριστίνα Πουλίτση. Και συνεχίζει: «Ομως κάποιοι σκηνοθέτες ασχολούνται περισσότερο με το να φτιάξουν αισθητικά ωραίες εικόνες παρά να μπουν στο δράμα και στην ψυχολογία των χαρακτήρων. Η σκηνοθεσία της Κέιτι Μίτσελ κάνει ακριβώς το αντίστροφο: λειτουργεί από μέσα προς τα έξω, και γι’ αυτό μου ταίριαξε γάντι. Με βοήθησε να απελευθερωθώ. Η εμμονή στη λεπτομέρεια μου προσέφερε υποκριτικά εργαλεία για να εκφραστώ καλλιτεχνικά έτσι όπως ήθελα».

Παρ’ όλα αυτά, η απόφασή της Κέιτι Μίτσελ να διεισδύσει στον κόσμο των γυναικών του 19ου αιώνα και να δει την πλοκή της ιστορίας μέσα από τα μάτια της ηρωίδας συνεπάγεται επιπλέον απαιτήσεις από τις δύο ερμηνεύτριες, όχι τόσο φωνητικά όσο ερμηνευτικά, επιβάλλοντας να μη λείπουν από τη σκηνή ούτε λεπτό. «Σίγουρα πρέπει να προβάρεις πολύ τον ρόλο για να διατηρήσεις έως το τέλος της παράστασης την ενέργεια που χρειάζεται για το πολύ απαιτητικό φωνητικό μέρος», λέει η Βασιλική Καραγιάννη. «Αρα πρέπει να δουλέψεις πολύ ώστε να μην έχεις καθόλου άγχος. Από την άλλη πλευρά, οι αυξημένες απαιτήσεις ενός σκηνοθέτη σε κάνουν να μετράς καλύτερα τις δυνάμεις σου. Με τη Μίτσελ, η οποία ξέρει τι ακριβώς θέλει, είναι απόλαυση να δουλεύεις».

​​«Λουτσία ντι Λαμμερμούρ», πρεμιέρα 24/2, ΕΛΣ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή