Γ. Ανδρέου: «Το τραγούδι δεν πεθαίνει, αλλά μετεξελίσσεται»

Γ. Ανδρέου: «Το τραγούδι δεν πεθαίνει, αλλά μετεξελίσσεται»

4' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε μια εποχή που η φτωχή δισκογραφία προτιμά τη σιγουριά των πολυσυλλεκτικών cd, ξεχάσαμε πώς είναι να ανταμώνουν μουσικά δύο συνθέτες μαζί, σε έναν δίσκο, για μία φωνή. Μια τέτοια συνάντηση και μάλιστα επιτυχημένη είναι ο «Νέος κόσμος» των Γιώργου Ανδρέου και Νίκου Ξυδάκη, σύμπραξη δύο σημαντικών συνθετών, με επτά και πέντε τραγούδια αντίστοιχα ο καθένας, βασισμένα κυρίως στον λόγο των ποιητών (Μάνος Ελευθερίου, Κική Δημουλά, Διονύσης Καψάλης, Θοδωρής Γκόνης), που τα συνδέει η φωνή της Κορίνας Λεγάκη.

Τι τους ενώνει σε αυτή την έκδοση της Μικρής Αρκτου, η οποία και σηματοδοτεί την επιστροφή του Γιώργου Ανδρέου στη δισκογραφία; «Με τον Νίκο Ξυδάκη πρωτοσυναντηθήκαμε στον Σείριο του Μάνου Χατζιδάκι, το 1987. Εγώ συνόδευα τον Νίκο Παπάζογλου στο πιάνο και ο Νίκος Ξυδάκης παρουσίαζε τα τραγούδια του με την πρώτη του ορχήστρα», λέει ο συνθέτης στην «Κ». Εγιναν φίλοι, συνεργάτες, ο Ξυδάκης έγινε καλλιτεχνικός παραγωγός του πρώτου δίσκου του Ανδρέου, το «Κορίτσι και γυναίκα» με την Ελένη Τσαλιγοπούλου, και ο Ανδρέου συμπαραγωγός, συν- ενορχηστρωτής και μουσικός των δίσκων του Ξυδάκη «Τένεδος», «Κάιρο, Ναύπλιο, Χαρτούμ», «Προς τον κύριον Γεώργιο Δε Ρώσση», «Βενετσιάνα» κ.ά. Επιπλέον… κουμπαριάσανε.

Αλλά δισκογραφικά δεν είχαν συμπράξει με πρωτότυπο υλικό οι δυο τους. «Είχα στο στόχαστρό μου μια σειρά από μελωδίες, κάποιες μάλιστα ανέκδοτες, κάποιες αποσπάσματα από άλλες εργασίες. Ζήτησα από τον Νίκο να διαλέξω όσες αγαπώ, άλλες από το παρελθόν και άλλες πιο πρόσφατες. Ο Διονύσης Καψάλης έβαλε λόγια και έτσι φτιάξαμε πέντε πρωτότυπα τραγούδια». Από πλευράς του, είχε δύο τραγούδια που είχαν κυκλοφορήσει ως διαφορετικές δράσεις. Το αγγλόφωνο «The goldfish – A lullaby», το νανούρισμα ενός κοριτσιού που βρίσκεται σε μια βάρκα, χωρίς γονείς, μόνο με την ελπίδα, και το άλλο «Τα πάθη της βροχής» της Κικής Δημουλά, το οποίο μελοποίησε με την άδειά της. Τα υπόλοιπα είναι καινούργια.

Από τα πιο αγαπητά είναι «Το κορίτσι και ο μπαμπάς του». «Οταν δίδασκα στο Μικρό Πολυτεχνείο είχα ζητήσει ως άσκηση από τους συμμετέχοντες να γράψουν ένα τραγούδι για τον πατέρα τους οι γυναίκες και για τη μητέρα τους οι άνδρες. Τα τραγούδια για τη μητέρα ήταν γεμάτα κλισέ. Αλλά οι γυναίκες δεν μπορείς να φανταστείς τι έβγαλαν για τον πατέρα. Καημό, αίσθημα αδικίας, τρυφερότητα. Ξεκίνησα να ρωτώ διάφορες φίλες μου για τον δικό τους πατέρα. Και να τα βουρκώματα. Από τον συνδυασμό κάποιων ιστοριών έγραψα αυτούς του στίχους και όταν παίζω το τραγούδι, πάντα  συγκινούνται οι γυναίκες».

Ο Γ. Ανδρέου ξεχώρισε ως συνθέτης με τον δίσκο «Κορίτσι και γυναίκα», στο κατώφλι της δεκαετίας του 1990. Ηταν η δεκαετία που διακρίνονται οι Νίκος Ζούδιαρης, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Σωκράτης Μάλαμας, Ορφέας Περίδης, «μια γενιά που δεν ακολουθούσε την ηχώ της αναβίωσης του ρεμπέτικου. Αντίθετα, επηρεάζεται από το “Βρώμικο ψωμί” του Διονύση Σαββόπουλου, από το “Χρονικό” και την “Ιθαγένεια” του Γιάννη Μαρκόπουλου, τη σχέση με την ευρύτερη δημοτική παράδοση». Είναι επίσης η δεκαετία όπου τα Μουσικά Γυμνάσια δίνουν καρπούς, «μουσικούς οι οποίοι μπορούσαν να παίξουν με πειστικό τρόπο εξίσου ανατολικά ή δυτικά. Ηταν εργαλεία αισθητικής προσέγγισης».

Μια καλή εποχή για τη γενιά του, όπως λέει, «η οποία άρχισε να φθίνει αργότερα εξαιτίας της ανάδειξης της ψηφιακής εποχής, που μας μεταφέρει από το δικαίωμα κτήσης στο δικαίωμα χρήσης. Εκεί που αγοράζαμε ένα cd το οποίο ακούγαμε και κρατούσαμε στη βιβλιοθήκη μας, μεταφερθήκαμε στο κουμπί που πατώντας το, άκουγες κάτι. Μια θεωρητική βιβλιοθήκη που δεν γίνεται κομμάτι προσωπικής σχέσης».

Αυτό, μαζί με την οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 και το κλείσιμο των δισκογραφικών εταιρειών, «δημιούργησε μια αφασική κατάσταση. Χάθηκε ο διάλογος της αλυσίδας του τραγουδιού. Τα ραδιόφωνα, με εξαίρεση τα κρατικά, έπαιζαν πλέι-λιστ,  χάθηκε η έννοια της συνοχής του υλικού γιατί όλοι πηγαίναμε για το ένα τραγούδι. Ομως ο δημιουργός δεν μπορεί με ένα τραγούδι να εκφράσει οτιδήποτε». Ολοι συμφωνούν ότι βιώνουμε την εποχή του ενός τραγουδιού, με πολλούς δίσκους να γίνονται με ερασιτεχνικό τρόπο και «ανθρώπους που τους ανεβάζουν στο Youtube χωρίς φιλτράρισμα.

Σήμερα, προσφέρεται περισσότερη σε όγκο μουσική, αλλά η προσφορά είναι αδιάφορη στο κοινό. Φταίμε και οι άνθρωποι του τραγουδιού, γιατί οδηγηθήκαμε σταδιακά, από την παρέα που ήμασταν τόσα χρόνια, στο άτομο. Η ατομικότητα στο τραγούδι κάποια στιγμή κούρασε».

Πώς περιγράφει το τοπίο σήμερα; «Πολλοί άνθρωποι θέλουν να γίνουν τραγουδιστές. Αυτό που κάνουν είναι μεγάλη φασαρία, θολώνοντας την εικόνα και εμποδίζοντας τους πραγματικά ταλαντούχους κάθε εποχής να εκφραστούν και να προσεγγίσουν το ακροατήριό τους. Επιπλέον, πώς να προσεγγίσει η κοινωνία τους νέους δημιουργούς όταν τα ραδιόφωνα παίζουν λίστες; Οταν έχουμε τη μεγάλη επιστροφή ενός φτηνού, αγοραίου νεολαϊκού τραγουδιού του οποίου τα πρότυπα, τα πρόσωπα και οι ήρωες δεν τηρούν ούτε τη στοιχειώδη σύμβαση μιας κουλτούρας; Από την άλλη μεριά, παράγεται ένας τεράστιος πολτός από ημιερασιτεχνικά και σε μεγάλο ποσοστό άγευστα πράγματα».

Δεν φοβάται για το ελληνικό τραγούδι. «Το τραγούδι δεν πεθαίνει, αλλά μετεξελίσσεται, περνάει από θετικές και αρνητικές εκδοχές. Το θέμα στη μεταμοντέρνα σούπα που ζούμε, είναι να βρούμε ένα νομικό πλαίσιο προστασίας του εθνικού ρεπερτορίου. Στην Ελλάδα, το τραγούδι αντιμετωπίζεται σαν να είναι όλοι εκφραστές του μεγάλου λαϊκού κέντρου, με τους χλιδάτους πελάτες και τους ζάπλουτους τραγουδιστές. Δεν έχουμε καμία αληθινή θεσμική στάση απέναντι σε καθοριστικά σημεία του πολιτισμού και της εκπαίδευσης. Δεν έχουμε Ακαδημία Θεάτρου, ούτε Χορού, ούτε Ακαδημία Μουσικής, μα ούτε και Αρχείο Μουσικής».

Σε αυτό το δύσκολο τοπίο, ο γνωστός συνθέτης, στιχουργός, ενορχηστρωτής, παραγωγός και συγγραφέας ετοιμάζεται να εκδώσει τον μελοποιημένο «Νοητό λύκο» του Μάνου Ελευθερίου, ενώ ολοκληρώνει το έργο ζωής «Ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων», το οποίο επίσης στηρίζεται σε μελοποιήσεις που ξεκινούν από τον Ευριπίδη και φθάνουν ώς τους σύγχρονους ποιητές. Ταυτόχρονα, συνεχίζει να βοηθά, ως παραγωγός και ενορχηστρωτής, νέους καλλιτέχνες.

Ποιον θεωρεί σήμερα τραγουδιστή; «Αυτόν που μπορεί να διαχειριστεί πειστικά το καινούργιο υλικό. Υπάρχουν ερμηνευτές που λένε εκπληκτικά κάποια τραγούδια τα οποία είπε πρώτα κάποιος άλλος. Αυτοί είναι τρόπον τινά μίμοι. Αν τους δώσεις το καινούργιο τραγούδι που έγραψες και το πουν πειστικά, τότε για μένα ονομάζονται τραγουδιστές».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή