Μπετόβεν χωρίς εκπλήξεις και Σκαλκώτας σε… δόσεις

Μπετόβεν χωρίς εκπλήξεις και Σκαλκώτας σε… δόσεις

2' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με το πρώτο μέρος της δεύτερης Συμφωνικής Σουίτας του Νίκου Σκαλκώτα ξεκίνησε στις 28 Φεβρουαρίου η συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Διηύθυνε ο Βασίλης Χριστόπουλος στην αίθουσα που ανεγέρθηκε χάρη στον σύλλογο «Οι Φίλοι της Μουσικής». Περίπου δύο μήνες νωρίτερα, στο πλαίσιο αφιερωματικής συναυλίας στον Σκαλκώτα, στην ίδια αίθουσα η ίδια ορχήστρα υπό τον καλλιτεχνικό της διευθυντή Στέφανο Τσιαλή είχε ερμηνεύσει ορισμένα άλλα μέρη από την ίδια Σουίτα. Συνεπώς, μπορούμε βάσιμα να ελπίζουμε ότι κάποια μέρα θα ακούσουμε ολόκληρη τη Σουίτα, και τα έξι μέρη της, κατά την ίδια βραδιά.

Κατά τα λοιπά, η συναυλία της 28ης Φεβρουαρίου ήταν αφιερωμένη στον Μπετόβεν. Ακούστηκαν το Κοντσέρτο του για βιολί και η «Ποιμενική», για τρίτη φορά μέσα σε λίγους μήνες, μετά την ερμηνεία των Μουσικών της Καμεράτας υπό τον Γιώργο Πέτρου (ΚΠΙΣΝ, 4 Νοεμβρίου) και του μουσικού συνόλου Μπαλτάζαρ Νόιμαν υπό τον Τόμας Χένγκελμπροκ (ΜΜΑ, 12 Φεβρουαρίου). Η σύγκριση ειδικά με την πρόσφατη ερμηνεία του Χένγκελμπροκ είναι αναπόφευκτη αλλά όχι εύκολη. Σε εκείνη την περίπτωση επρόκειτο για έμπειρο εξειδικευμένο σύνολο οργάνων εποχής και έναν αρχιμουσικό που διεξοδικά έχει ασχοληθεί με έργα στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, διαθέτοντας, όμως, εμπειρία από ολόκληρο το φάσμα της ευρωπαϊκής μουσικής. Αντίθετα, η Κρατική είναι μία μεγάλη συμφωνική ορχήστρα με σύγχρονα όργανα η οποία δεν εστιάζει το ενδιαφέρον της σε κάποια συγκεκριμένη περιοχή του ρεπερτορίου αλλά καλείται να αντιμετωπίσει εξίσου όλο το φάσμα της μουσικής φιλολογίας και τα τελευταία χρόνια διευρύνει το ρεπερτόριό της προς τη ροκ και την κινηματογραφική μουσική. Χάρη στη γνωστή, σβέλτη διεύθυνση του Χριστόπουλου η μουσική διατήρησε την κίνηση και τη ροή της. Ωστόσο, οι σφιχτές ταχύτητες δεν άφησαν μεγάλα περιθώρια για ανάσες ανάμεσα στις φράσεις και για την πλαστικότητα που έχουν ανάγκη οι πολλές λυρικές και περιγραφικές σελίδες του έργου. Σε κάθε περίπτωση, η ερμηνεία εξασφάλισε τη δίχως στόμφο γενναιοδωρία εκείνων των φράσεων που αναδεικνύουν το μεγαλείο της μουσικής και απέδιδε πειστικά τις έντονες εναλλαγές διάθεσης από σκηνή σε σκηνή, χωρίς να υπερθεματίζει.

Νωρίτερα είχε ακουστεί το Κοντσέρτο για βιολί με σολίστ τον πολύ καλό Γερμανό βιολιστή Λίνους Ροτ. Διέθετε ήχο ισχυρό και άριστα εστιασμένο, ενώ η δεξιοτεχνική του άνεση επέτρεπε να εστιάσει αποκλειστικά στην ερμηνεία. Ο Ροτ δεν επιχείρησε να δοκιμάσει πράγματα που ίσως τραβούσαν την προσοχή του κοινού αλλά θα αφαιρούσαν από την απρόσκοπτη απόλαυση του έξοχου έργου. Η ερμηνεία του ήταν αναμενόμενα «κλασική», ωστόσο χαρακτηρίστηκε από σκληρότητα στον ήχο όσο και στη διαμόρφωση των φράσεων: ιδιαίτερα στην κατάληξή τους αυτές σπάνια μόνο έσβηναν, ενώ συνηθέστερα κόβονταν. Το συγκεκριμένο στοιχείο επηρέαζε κυρίως τα λυρικά εδάφια του πρώτου μέρους και φυσικά το αργό δεύτερο μέρος. Αντίθετα, η ορχήστρα υπήρξε εκφραστική και εξασφάλισε τόσο τον παλμό όσο και τον λυρισμό της μουσικής. Η καλή συνεργασία των δύο στο τρίτο μέρος έδωσε το επιθυμητό θετικό αποτέλεσμα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή