Ο Αλέξανδρος Σιδηρόπουλος στην «Κ»: Από το Λονδίνο προσγειώθηκε στο «Διαφάνι»

Ο Αλέξανδρος Σιδηρόπουλος στην «Κ»: Από το Λονδίνο προσγειώθηκε στο «Διαφάνι»

Ο συνθέτης της σειράς «Αγριες μέλισσες» Αλέξανδρος Σιδηρόπουλος στην «Κ»

6' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Καλύτερα να μιλήσουμε πρωί, γιατί το μεσημέρι επιστρέφουν τα παιδιά από το σχολείο», λέει από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής ο Αλέξανδρος Σιδηρόπουλος ή Αlex Sid. Τότε τους αφοσιώνεται. Oμως, άλλες ώρες της ημέρας ταξιδεύει μουσικά στη ζοφερή ατμόσφαιρα του τηλεοπτικού Διαφανίου. Μέσα από τα τραγούδια του για τις «Αγριες μέλισσες» τον μάθαμε. Κάθε τόσο στη σειρά, που ολοκληρώνεται τον Ιούλιο, ακούγεται κι ένα καινούργιο, με μια σύγχρονη, ιδιαίτερη μουσικότητα, τελείως διαφορετική από τα στερεότυπα των σίριαλ.

Πόσο άλλαξε τη ζωή του η επιτυχημένη καθημερινή τηλεοπτική σειρά; «Πάρα πολύ, με γνώρισε ο κόσμος», λέει ευχαριστημένος. «Επειτα από χρόνια στον χώρο του κινηματογράφου ως sound designer και mixer, η σύνθεση παρέμενε η μεγάλη μου αγάπη, όνειρο που δεν είχα πραγματοποιήσει και μερικές φορές αισθανόμουν ότι δεν θα τα καταφέρω. Στον πρώτο κύκλο της σειράς, το 2019, μπήκα σιγά σιγά και στους επόμενους δύο άλλαξε η ζωή μου».

Στις συναυλίες «Οι Μέλισσες αγριεύουν τις νύχτες» τον χειμώνα, αιφνιδιάστηκε όταν είδε ότι το κοινό γνωρίζει όλα τα τραγούδια του. Τώρα ξεκινά νέες, έχοντας πάλι μαζί του τους Αναστασία Μουτσάτσου, Δημήτρη Γκοτσόπουλο, Γιάννη Βασιλώττο και άλλους συντελεστές της σειράς. Οι δύο μεγάλοι σταθμοί είναι στις 15/6 στο θέατρο Συκεών στη Θεσσαλονίκη και στις 17/6 στην Αθήνα στο City Garden festival, με επιπλέον καλεσμένους τη Μαρία Κίτσου και τον σκηνοθέτη Λευτέρη Χαρίτο.

Τίποτε απ’ όλ’ αυτά δεν φανταζόταν τα χρόνια που ζούσε στο Λονδίνο. Στην αρχή, σπουδές παραγωγής ήχου και sound design και έπειτα δουλειά στο στούντιο στο Boom Ltd, στις μεγαλύτερες παραγωγές τηλεόρασης και κινηματογράφου των BBC, Channel 4 και HBO. «Ημουν εξαιρετικά τυχερός. Κάποιος μου έστειλε ένα μήνυμα ότι εκεί ζητούσαν προσωπικό. Στην ουσία ήθελαν παιδί για όλες τις δουλειές. Με συμπάθησαν, έμαθα το τεχνικό μέρος της δουλειάς και στο τέλος ήμουν mixer. Αυτός που αναλαμβάνει την τελική ισορροπία διαλόγων, ηχητικών εφέ και μουσικής. Ο μίξερ παίρνει αυτά τα στοιχεία και τα κάνει το τελικό σάουντρακ».

Ηθελα πολύ να ασχοληθώ με τη μουσική, αλλά οι γονείς μου με έπεισαν να σπουδάσω ηχοληψία. Ηθελαν ένα ασφαλές επάγγελμα.

Δεκαπέντε χρόνια έμεινε στην Αγγλία ο Αλέξανδρος Σιδηρόπουλος, αλλά όπως τονίζει, όσα χρόνια και να ζήσεις σε μια χώρα, δύσκολα θα γίνεις ντόπιος. «Το Λονδίνο είναι ανοιχτή κοινωνία, σε δέχονται. Σημασία έχει να είσαι συμπαθητικός, ευγενικός, να έχεις όρεξη να μάθεις γιατί έτσι γίνονται οι καλές συνεργασίες».

Εκεί έμαθε τα μυστικά του κινηματογράφου, όμως έμεινε πίσω το εφηβικό όνειρο. Πιτσιρικάς στη Θεσσαλονίκη, όπου μεγάλωσε, αγαπούσε το ροκ και το χέβι μέταλ, έκανε μαθήματα κιθάρας, άρχισε να παίζει τις δικές του μελωδίες. «Από την πρώτη έως και την τρίτη λυκείου όλος μου ο ενθουσιασμός ήταν οι πρόβες σε ένα στούντιο στην πλατεία Ναυαρίνου. Ημουν εσωστρεφές παιδί και η κιθάρα ήταν για μένα διέξοδος. Εκεί γινόταν το ξέσπασμα της εβδομάδας. Ηθελα πολύ να ασχοληθώ με τη μουσική, αλλά οι γονείς μου με έπεισαν να σπουδάσω ηχοληψία. Ηθελαν ένα ασφαλές επάγγελμα».

Στο Λονδίνο, όσο καταξιωνόταν επαγγελματικά, τόσο απομακρυνόταν από τη ζωή και το αρχικό όνειρο. Κάποια μικρά ταξίδια στην Ισπανία και στη Γαλλία τον μετακίνησαν. «Αρχισα να βλέπω πώς ζει εκεί ο κόσμος και αναρωτιόμουν “εγώ τι κάνω τόσες ώρες στο σκοτάδι;”. Νύχτα έμπαινα στο στούντιο, νύχτα έφευγα». Ετσι τα άφησε όλα και αποφάσισε με την τότε σύντροφό του –σύζυγό του σήμερα– να ταξιδέψουν. «Είχα ανάγκη να πάω σε χώρες της Λατινικής Αμερικής που είναι πιο χύμα από τις ευρωπαϊκές. Ηταν επιθυμία για απόδραση. Κούβα, Γουατεμάλα, Ονδούρα, Περού, Βολιβία, Εκουαδόρ· επτά ολόκληροι μήνες. Είχαμε τα σακίδιά μας, πηγαίναμε από πόλη σε πόλη. Στο Κούσκο, την πρωτεύουσα των Iνκας, μείναμε ένα μήνα. Αγόρασα και ένα τσαράνγκο από εκεί, ένα μικρό έγχορδο όργανο το οποίο ακούγεται σε τραγούδια μου».

Υπήρξαν και ριψοκίνδυνες στιγμές. Επικίνδυνες στιγμές που προσπάθησαν να τους κλέψουν, να τους ξεγελάσουν, οτοστόπ ακόμη και σε πετρελαιοφόρο για να μετακινηθούν από το ένα χωριό στο άλλο. «Αργότερα, φίλοι που κατάγονταν από εκεί, μας είπαν ότι σταθήκαμε τυχεροί, ότι άλλοι που πήγαν όπως εμείς χάθηκαν… Δεν ξέρω αν θα τολμούσα ξανά τέτοιο ταξίδι. Οταν γίνεσαι πατέρας τα σκέφτεσαι αλλιώς, τα παιδιά μπαίνουν μπροστά. Με τη Νεφέλη και τον Φίλιππο –επτά και εννέα χρόνων– ασχολούμαι πολύ και από μικρά».

Ο Αλέξανδρος Σιδηρόπουλος στην «Κ»: Από το Λονδίνο προσγειώθηκε στο «Διαφάνι»-1
Ο Αlex Sid (δεξιά), η Αναστασία Μουτσάτσου, ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος, η Δανάη Μιχαλάκη και ο Γιάννης Κουκουράκης στα παρασκήνια συναυλίας.

Εχει σημασία κάτι που γράφω να προκαλεί συναισθήματα

Το 2011 έκανε μία ακόμη ανατροπή. «Επιστρέφοντας στην Ευρώπη από τη Λατινική Αμερική, κι ενώ μας ξαναπήραν στις δουλειές μας, όταν έφτασαν τα Χριστούγεννα, είπαμε, αν δεν επιστρέψουμε τώρα στην Ελλάδα, δεν θα γίνει ποτέ». Οι φίλοι τους στην πατρίδα τούς έλεγαν, «τώρα που όλοι φεύγουν, εσείς επιστρέφετε;». «Η όψη της Αθήνας τότε ήταν τραγική. Γύρω από το Σύνταγμα το θέαμα ήταν σοκαριστικό, αλλά δεν το μετανιώσαμε». Ευτυχώς μπήκε αμέσως στον χώρο του κινηματογράφου κι εδώ.

Παράλληλα έπαιζε κιθάρα, μπαγλαμαδάκι, μαντόλα και κάθε τόσο έγραφε και μια μελωδία. «Και όλες αυτές τις ιδέες που είχα χρόνια, όταν άρχισα να δουλεύω για τις “Αγριες μέλισσες”, βγήκαν στο φως. Το “Χώμα βρεγμένο” που λέμε στη σειρά με τη Δανάη Μιχαλάκη είχε γραφτεί σαν μελωδία το 2010 στο Εκουαδόρ. Oλα είναι ένα συναίσθημα, στιγμές, κι εγώ καταγράφω τις στιγμές».

Ο πρώτος του δίσκος ήταν το αγγλόφωνο «Home». Παλιός λογαριασμός. Οταν ζούσε στο Λονδίνο, μία φορά την εβδομάδα βρισκόταν με τον καλύτερό του φίλο, Τομ, και αυτοσχεδίαζαν. «Με το πέρασμα των χρόνων έβαλα κάτω εκείνες τις ιδέες, έγραψα κι άλλες και προέκυψε ο πρώτος δίσκος μου, ο οποίος μιλάει για την ανάγκη φυγής μου, την επιθυμία να ταξιδέψω, τη φύση. Κυκλοφόρησε μέσα στον εγκλεισμό».

Εγραψε όμως και μουσική για πέντε παραστάσεις, για ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους και ντοκιμαντέρ. Στις «Αγριες μέλισσες» δοκίμασε ελληνικό στίχο και έδεσε με την Ουρανία Πατέλλη. Είκοσι τραγούδια συγκεντρώθηκαν σε δύο σεζόν και θα ακολουθήσουν και άλλα. «Η Ουρανία έγραψε όλους τους στίχους, εκτός από ένα τραγούδι. Στην αρχή έγραφα τη μουσική, της την έστελνα και εκείνη έγραφε στίχους. Τελευταία μου στέλνει στίχους και γράφω μελωδία. Εχει σημασία κάτι που γράφω ή ακούω να προκαλεί συναισθήματα. Το πρώτο τραγούδι μπήκε τυχαία στη σειρά. Μέχρι τότε ήθελα τα ορχηστρικά να έχουν κινηματογραφικό χαρακτήρα, τσέλα και βιολιά, αλλά και ελληνικό χρώμα. Κάποια στιγμή, χρησιμοποιώντας τη μαντόλα, μου ήρθε η ιδέα να βάλω και στίχο, χωρίς να το ζητήσει ο σκηνοθέτης. Τους άρεσε και το χρησιμοποίησαν ύστερα από 25 επεισόδια».

Το ύφος του δανείζεται στοιχεία από την παράδοση, το λαϊκό τραγούδι έως τη μεταμοντέρνα μπαλάντα της σημερινής διεθνούς σκηνής. «Είναι όλα αυτά μαζί. Η μελωδία με συγκινεί περισσότερο από τον ρυθμό. Αυτή θυμάται και ο ακροατής».

Η ερμηνεία του έχει μια απλότητα – δίχως φιλοδοξία τραγουδιστή. Και τα κομμάτια μοιάζουν να υπακούουν όλα διακριτικά σε μια άποψη που στέκεται απέναντι στην τυποποίηση των κινηματογραφικών, πόσο μάλλον των τηλεοπτικών σάουντρακ. «Ηθελα να τραγουδήσω, αλλά δεν το τόλμησα σε μικρότερη ηλικία». Ακόμη κι όταν άρχισε να στέλνει τραγούδια στην ομάδα των «Μελισσών», όπως το «Μάτια κλειστά» ή το «Κάθε δειλινό», τους έλεγε πως «θα βρούμε έναν καλό τραγουδιστή να το πει. Η έκθεση στο ελληνικό τραγούδι με τρόμαζε, δεν θεωρούσα ότι το είχα».
Ποιες φωνές τον συγκινούν; «Εκείνες που δεν είναι τέλειες. Από την παγκόσμια σκηνή μου αρέσουν οι Pink Floyd, ο Νικ Κέιβ, ο Μπομπ Ντίλαν, ο Τομ Γουέιτς, καλλιτέχνες που δεν θα τους έλεγε κανείς βιρτουόζους της φωνής».

Κλείνουμε τη συζήτηση με την εικόνα της επιτυχίας. Οι γονείς παρότι τον αποθάρρυναν με τη μουσική, σήμερα καμαρώνουν. «Η μητέρα μου που της άρεσε το θέατρο, το σινεμά, οι συναυλίες, το χαίρεται πολύ. Το ίδιο και ο πατέρας, αν και πιο κλειστός, όμως το γεγονός ότι ήρθε σε συναυλία μου στη Θεσσαλονίκη είναι σημαντικό».

Οσοι τον αναγνωρίζουν στον δρόμο τον ρωτούν να μάθουν για τη συνέχεια της σειράς. Κι όποτε πάει στο κρεοπωλείο, «ο χασάπης μου με ρωτάει “τι θα γίνει στο επόμενο επεισόδιο;”».

Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή