Ολοι οι τζαζίστες του ντουνιά ρεμπέτικα αγαπούνε…

Ολοι οι τζαζίστες του ντουνιά ρεμπέτικα αγαπούνε…

4' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ζεϊμπέκικο δεν είναι αυτό;». «Ναι, αλλά παίξτε ελεύθερα! Οχι τόσες πολλές νότες, πιο πολλά τρίηχα!». Ο διάλογος δεν πρέπει να είναι από αυτούς που ακούγονται συχνά στις αίθουσες δοκιμών του Μεγάρου Μουσικής, σε καμιά περίπτωση όμως δεν είναι μια συνηθισμένη πρόβα αυτή που λαμβάνει χώρα στην Αίθουσα Δοκιμών 3, στον έκτο όροφο του κατεξοχήν ναού της μουσικής στην Αθήνα.

Σε ένα δωμάτιο με ένα μεγάλο παράθυρο που βλέπει στον κήπο του Μεγάρου, ένα μικρό πανδαιμόνιο επικρατεί γύρω από το πιάνο με ουρά, το οποίο καταλαμβάνει ούτως ή άλλως τον μεγαλύτερο χώρο: τύμπανα, κρουστά, μια κρητική λύρα, ένα ηλεκτρικό μπάσο, περισσότερες καρέκλες από όσες χρειάζονται οι παρευρισκόμενοι και παρτιτούρες – άπειρες παρτιτούρες, σε φωτοτυπίες, μοιάζουν να πετάνε στο δωμάτιο σαν πουλιά που μπήκαν από το παράθυρο. Οι μουσικοί τις συλλαμβάνουν και προσπαθούν να τις δαμάσουν: με ένα ρολό κολλητική ταινία, τις βάζουν σε σειρά και –όταν με τα πολλά τα καταφέρουν– ξανακάθονται στις θέσεις τους για να τις ερμηνεύσουν. Κι εκεί είναι που το πανδαιμόνιο ξαναρχίζει: το ζεϊμπέκικο δίνει τη θέση του σε ένα τσα τσα, κι από εκεί σε μία σάμπα, για να γίνει ένα κλασικό τζαζιστικό be-bop, να φλερτάρει με το ροκ και να επιστρέψει στους χιτζάζ δρόμους.

Οι μουσικοί της ορχήστρας δοκιμάζουν τα μουσικά μέρη, που σε πρώτο άκουσμα μοιάζουν ασύνδετα, αλλά φαίνεται ότι πρόκειται να βρουν τη θέση τους, όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. Αυτό που επικρατεί είναι ο ορισμός του «δημιουργικού χάους», κάτι που όσοι βρίσκονται στην αίθουσα καταλαβαίνουν καλά. Στο κέντρο αυτού του πανδαιμονίου βρίσκεται ο Γιώργος Ψυχογιός, ο μοναδικός που έχει πλήρως στο μυαλό του το τελικό αποτέλεσμα. «Θέλω να μη με βαρέσετε», λέει στους συνεργάτες του ο πιανίστας, με ένα χαμόγελο που προδίδει γνήσιο παιδικό ενθουσιασμό: «Εκανα κάτι αλλαγούλες, πολύ τρελές», συνεχίζει. «Θέλω ο καθένας να παίζει κάτι διαφορετικό, να είναι μια χαοτική κατάσταση και μετά να επιστρέψουμε στα τρίηχα».

«Στοίχημα»

Η λέξη «στοίχημα» είναι λίγη για να περιγράψει το ριψοκίνδυνο του εγχειρήματος που έχει αναλάβει οικειοθελώς ο Γιώργος Ψυχογιός: να παρουσιάσει στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής μια τζαζ πρόταση πάνω σε κλασικά ρεμπέτικα τραγούδια, από τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» μέχρι το «Πάλιωσε το σακάκι μου» και το «Cherchez la femme». Πληθωρικός μουσικός ο ίδιος, με ένα λυρικό παίξιμο που φέρνει στο μυαλό πιανίστες όπως ο Τσικ Κορία και ο Αντρέ Πρεβέν, ξέρει ότι είναι δύσκολος ο δρόμος που επέλεξε: να ενορχηστρώσει κάθε κομμάτι σαν μια μικρή τζαζ σουίτα, περνώντας μέσα από ετερόκλητα μουσικά είδη. «Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να αποδομήσω το ρεμπέτικο», ξεκαθαρίζει. «Παίζω από παιδί ακορντεόν και το σέβομαι σαν λαϊκός οργανοπαίκτης. Αυτό που θέλω είναι να πάρω το ρεμπέτικο με ευλάβεια, σαν ένα μικρό λουλουδάκι, και να το φροντίσω, να το βάλω στη σκηνή, στο κέντρο και γύρω γύρω να απλώσω τον αγαπημένο μου κόσμο, με αυτήν την ελευθερία που προσφέρει η τζαζ».

Η προσέγγισή του, όπως ομολογεί χαρακτηριστικά, θυμίζει περισσότερο τον πληθωρικό τρόπο του Progressive Rock, με την ανάμειξη διαφορετικών ειδών και την αναφορά στη συμφωνική σύνθεση και λιγότερο σε αυτήν της κλασικής τζαζ. «Οι παρτιτούρες είναι γραμμένες με τον συμφωνικό τρόπο», τονίζει, «με οδηγίες για τη σκηνοθεσία». Για την ακρίβεια, οι παρτιτούρες, γραμμένες με χοντρούς χρωματιστούς μαρκαδόρους και διανθισμένες με σκιτσάκια για τα όργανα, είναι από μόνες τους ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης που θα ταίριαζε σε μια έκθεση pop art. «Μόνο εγώ ξέρω πόσα ακόρντα πέταξα για να βάλω αυτά που επέλεξα τελικά», λέει σχετικά ο μουσικός.

Ναι, αλλά γιατί το ρεμπέτικο; «Γιατί είναι η μουσική που θυμάμαι να υπάρχει γύρω μου από μικρός, είναι τραγούδια που έμαθα από τους γονείς μου, τα άκουγα στο αυτοκίνητο, στα οικογενειακά ταξίδια και τώρα που έχω κάνει μια διαδρομή ήθελα να επιστρέψω σ’ αυτά», εξηγεί και παρομοιάζει το εγχείρημά του σαν δύο ασπρόμαυρες φωτογραφίες –μία ελληνική, με την κομπανία του ρεμπέτικου, και μία από την κλασική εικονογραφία της τζαζ του ’50– οι οποίες ενώνονται σε ένα ασπρόμαυρο κολάζ.

Το κριτήριο

Σε μια εποχή που το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων πέφτει, όλο και περισσότεροι καλλιτέχνες στρέφονται στην αισθητική της εποχής που η Ελλάδα ήταν μια φτωχή, αθώα χώρα, αλλά ο Γιώργος Ψυχογιός αρνείται ότι η πρότασή του έχει πολιτική διάσταση. «Το κριτήριό μου είναι απολύτως συναισθηματικό», ξεκαθαρίζει, τονίζοντας ότι τον συγκινεί η εκφραστική απλότητα του ρεμπέτικου που καταφέρνει με έναν straight τρόπο να καταπιαστεί με «αληθινά» νοήματα, προσφέροντας παρηγοριά στον ακροατή: «Μην απελπίζεσαι, κάνε λιγάκι υπομονή, υπάρχει τίποτε πιο παρήγορο και ανακουφιστικό από αυτό;».

Αντί απάντησης, κάθεται στο πιάνο του και αρχίζει να παίζει τη μελωδία από το «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου», αυτή τη φορά με την πιο απλή ενορχήστρωση, για τζαζ τρίο. Στα ντραμς ο εξίσου πληθωρικός Σεραφείμ Μπέλλος απαντά με διονυσιασμό στον λυρισμό του πιανίστα, ενώ ο σπουδαίος μπασίστας Μάνος Λούτας εξασφαλίζει τη συνοχή του σχήματος με τη χαμηλών τόνων αλλά ουσιαστική παρουσία του. Οι τρεις τους ερμηνεύουν το κομμάτι σαν ένα ρομαντικό μπολέρο. Και το αποτέλεσμα ακούγεται απολύτως γοητευτικό και απολύτως φυσικό.

​​H παράσταση «Από το ρεμπέτικο στην τζαζ» του Γιώργου Ψυχογιού θα παρουσιαστεί στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος, στο πλαίσιο του προγράμματος «Γέφυρες», την Πέμπτη 27 Μαρτίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή