Ο Θεόδωρος Κουρεντζής σε μέθεξη με το Kyklos Ensemble

Ο Θεόδωρος Κουρεντζής σε μέθεξη με το Kyklos Ensemble

1' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Συνέβη  (και πάλι) να κλειστούμε μέσα στον κλωβό που έφτιαξε ο Θεόδωρος Κουρεντζής. Μέσα στην αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος, στο Μέγαρο Μουσικής, χτίστηκε το νέο αρχιτεκτόνημα αυτού του ιδιοφυούς ανθρώπου, που με ένα τρόπο, όχι συνήθη, συνδυάζει το ηγετικό μεγαλείο με τη θερμή φροντίδα, έναν συνδυασμό έκδηλο σε όλα, από τον τρόπο της ερμηνείας ώς τη σχέση με τους μουσικούς. Είναι από μόνος του ένα «νησί» στον ωκεανό της μουσικής.

Αυτό που ακούσαμε και είδαμε στο Μέγαρο (στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών) υπήρξε ένα βίωμα σε σήραγγα. Σε σκοτεινή αίθουσα, με τα γυμνά πόδια των κορυφαίων μουσικών του Kyklos Ensemble σαν φανούς ή σαν λωτούς σε νυχτερινή λίμνη, με τους φλαουτίστες (Ζαχαρίας Ταρπάγκος, Μαριλένα Δωρή) να κατεβαίνουν από τους διαδρόμους, σαν ρυάκια, μέσα από τα ποιήματα του Φραντς Μίλερ, στο «Χειμωνιάτικο Ταξίδι» του Σούμπερτ. Με τον Κουρεντζή έναν εβένινο πύργο, με λυτά τα μαλλιά του, λεπτά, ίσια, με μαύρο t-shirt, και γερούς δικέφαλους, με σώμα ολόισιο, σαν κυπαρίσσι. Και δίπλα του, ένας από τους πιο συμπαθείς τενόρους που έχουμε δει, τον ανερχόμενο Αμερικανό (με καριέρα στη Γερμανία), Keith Bernard Stonum, μία παρουσία θερμή, με ζεστές κοιλότητες, με φωνή στρογγυλή, βελούδινη, τρυφερή, με γερμανικά στέρεα και στιλπνά, σαν πλυμένα όστρακα πάνω σε φύλλα δάσους. Τέτοια αίσθηση μας οδήγησε στον Σούμπερτ.

Ο Κουρεντζής, με την άκρα, πάντα, θεατρικότητα, βασίστηκε στην εκδοχή για τενόρο και μικρή ορχήστρα που συνέθεσε ο Hans Zender το 1993. Απελευθερωμένη η ερμηνεία από τον ασθματικό διάλογο πιάνου και φωνής, απογειώθηκε σε ένα νοητό αρχιτεκτόνημα ήχων, σκιών και φωτός, ορίζοντας ένα περιβάλλον βαθύσκιωτου δρυμού, ρομαντικής φαντασίας, υπνωτιστικής ψευδαίσθησης ή παραληρηματικού ονείρου. Εκεί, σε αυτήν τη θερμοκρασία επωάστηκε ένας Σούμπερτ, αυθεντικός όσο και ελεύθερος, αυθύπαρκτος και αλώβητος πάνω και πέρα από την προϊδεασμένη αναπαραγωγή του. Ο Θεόδωρος Κουρεντζής ράμφιζε διαρκώς έναν ιστό και γεννούσε ένα υφαντό που απλωνόταν αόρατο ανάμεσα στον τραγουδιστή του (με τον οποίο «μιλούσε») και τους μουσικούς της ορχήστρας που τους θώπευε, και τους χαλιναγωγούσε, και τους άφηνε και τους ψιθύριζε με το βλέμμα, κυματίζοντας διαρκώς και με φυσικότητα ένα αιωρούμενο, αόρατο πέπλο.

Διαβάζοντας την ωραία μετάφραση των στίχων του Μίλερ από τον Αλέξανδρο Ισαρη, ερχόταν η δροσιά του γερμανικού ρομαντισμού, ο ήχος του δάσους, ο κρότος της χαμένης αγάπης, το αναπάντεχο ενός πρωινού περίπατου. Ηταν μία ευχαρίστηση. Πλήρης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή